Την εποχή που το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε μπει ακόμη στις ζωές μας, οι περισσότερες δουλειές μέσα στο σπίτι απαιτούσαν πολλαπλάσιο κόπο και χρόνο σε σχέση με σήμερα.
Μια από τις πλέον κοπιαστικές ήταν και το σιδέρωμα. Όσοι έχετε μεγαλώσει σε χωριό ίσως έχετε δει το παλιό σίδερο της γιαγιάς. Ξέρετε, εκείνο που λειτουργούσε με κάρβουνα που έπαιρναν από το τζάκι ή τη σόμπα και το έλεγαν «σίδερο χειρός». Κι αν τον χειμώνα τα κάρβουνα αφθονούσαν, το καλοκαίρι έπρεπε ν’ ανάψουν φωτιά επί τούτου ή να περιμένουν την ώρα του μαγειρέματος, να «πέσουνε» κάρβουνα, για να τα πάρουν από εκεί. Το συγκεκριμένο σίδερο υπήρχε σε όλα σχεδόν τα σπίτια στα χωριά. Ήταν κατασκευασμένο από χοντρό μέταλλο και η χειρολαβή του ήταν από ξύλο, διότι είναι κακός αγωγός της θερμότητας, για να μην καίει τα χέρια σε όποια ή όποιον το χρησιμοποιούσε.
Ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη : το κάτω και το πάνω. Το κάτω ήταν βαθουλό και μέσα έμπαιναν τα κάρβουνα. Το πάνω μέρος ήταν λεπτό και χρησίμευε σαν καπάκι για να κλείνει το σίδερο. Στο πλάι (και στο κάτω και στο πάνω μέρος), υπήρχαν ανοίγματα, όπου πέρναγε ο αέρας και δεν έσβηναν τα κάρβουνα. Επίσης υπήρχε ένας πύρος στο κάτω μέρος που ασφάλιζε με το σύρτη στο πάνω μέρος.
Η κάθε νοικοκυρά που ήθελε να σιδερώσει, πρώτα ετοίμαζε τα κάρβουνα κι έπειτα όλα τα άλλα. Το άνοιγε από πάνω, γέμιζε το εσωτερικό του με τ’ αναμμένα κάρβουνα, το άφηνε να πυρώσει λίγο και μετά με πολλή προσοχή (ιδίως όταν σιδέρωνε λευκά) άρχιζε να σιδερώνει, γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που έβγαιναν στάχτες και σπίθες από τα ανοιχτά μέρη, έπεφταν επάνω στα ρούχα και πριν προλάβει η νοικοκυρά να επέμβει, άνοιγαν τρύπες και τα κατέστρεφαν. Με ιδιαίτερη επίσης προσοχή σιδέρωναν και τα κεντήματα και τα λευκά κουρτινάκια του σπιτιού και τα κολλάριζαν με κόλλα από ρυζόνερο που έφτιαχναν οι ίδιες. Η λογική λειτουργίας του ήταν η εξής : Η βαριά αυτή κατασκευή περνούσε πάνω από το ύφασμα και το ίσιωνε εκμεταλλευόμενη τόσο την πίεση που ασκούνταν σε αυτό κατά τη χρήση όσο και τη θερμότητα που αναπτυσσόταν από την καύση του κάρβουνου. Οι γυναίκες πατούσαν το σίδερο στο ρούχο και μετά το πήγαιναν πέρα δώθε ώστε με το ρεύμα που έκαναν από την κίνησή τους να φουντώνουν τα κάρβουνα στο εσωτερικό του και να μη σβήνουν. Κι επειδή οι κινήσεις αυτές ήταν απότομες για να μη «βγάλουν» το χέρι τους, κι έχουν ατύχημα, τοποθετούσαν το ελεύθερο χέρι κάτω από τη μασχάλη του χεριού που κρατούσε το σίδερο κι έτσι το συγκρατούσαν γερά.
Πολλές φορές, μετά από το πολύωρο σιδέρωμα, τα κάρβουνα έσβηναν μέσα στο σίδερο. Όταν λοιπόν η θερμοκρασία του σίδερου άρχιζε να πέφτει, η νοικοκυρά έβγαινε στο πεζούλι της εισόδου και κουνούσε το σίδερο, σαν κούνια, δεξιά αριστερά (τύφλα να έχει το γυμναστήριο και η γυμναστική στα χέρια), για να ανάψουν ξανά τα κάρβουνα. Το οξυγόνο έμπαινε από τις τρύπες που υπήρχαν στο σίδερο, τα ασπρισμένα κάρβουνα κοκκίνιζαν και άρχιζε πάλι το σιδέρωμα, το οποίο περιττό να σας πω, ξεκινούσε το πρωί και τελείωνε το μεσημέρι. Όπως φαντάζεστε όλη αυτή η διαδικασία ήταν μεγάλη ταλαιπωρία.
Ένα μεγάλο μειονέκτημα επίσης ήταν, ότι όλο το σιδέρωμα γινόταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας (δεν υπήρχαν οι σημερινές φορητές σιδερώστρες και όλα τα άλλα), όπου οι περισσότερες γυναίκες στα χωριά στρώνανε μια παλιά κουβέρτα και ένα σεντόνι πάνω κι έκαναν τη δουλειά τους. Μετά το τέλος της δουλειάς τους, άδειαζαν τα κάρβουνα πάλι στη φωτιά.
Παρέμειναν σε χρήση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70, οπότε τα βαριά αυτά σίδερα αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά. Άρχισαν σιγά-σιγά να μην αποτελούν απαραίτητο αξεσουάρ του σπιτιού και να παίρνουν τη θέση τους στη διακόσμηση του σπιτιού. Τα βρίσκουμε στα Λαογραφικά Μουσεία των πόλεων, αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές. Σκουριασμένα πλέον βρίσκονται στα ράφια και στις προθήκες, για να θυμίζουν άλλες εποχές. Εποχές, που οι άνθρωποι μπορεί να είχαν τα καρβουνοσίδερα και τα μπαλωμένα ρούχα και παπούτσια, αλλά είχαν άφθαρτη καρδιά. Εποχές, που η φτώχεια ήταν περήφανη και αγνή, σκαρφαλωμένη στις πλάτες των απλών ανθρώπων του χωριού.