Στον απόηχο των παρελθουσών φοιτητικών εκλογών και ενόψει της επικείμενης νομοθετικής ρύθμισης, το ζήτημα της ασφάλειας εντός των πανεπιστημιακών χώρων καθίσταται όλο και πιο επίκαιρο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήδη από την κατάργηση του ασύλου, το θέμα ταλανίζει την κοινή γνώμη, ενώ με απόψεις κάθε πολιτικής και μη πλευράς προβάλλονται εύλογα επιχειρήματα για τη διαχείριση της κατάστασης. Η συζήτηση πλέον περιστρέφεται γύρω από την πανεπιστημιακή αστυνομία.
Οι απόψεις, πράγματι, διίστανται: υποστηρίζεται, αφενός, ότι η θέσπιση ενός θεσμού με διττή (προληπτική και κατασταλτική) λειτουργία μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει «επιβάλλοντας την τάξη» στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις. Αφετέρου, όμως, τίθενται εύλογα ερωτήματα σχετικά με την αναγκαιότητα της γενικής εφαρμογής των εν λόγω μέτρων, δεδομένου ότι η λήψη τους αφορά ουσιαστικά σε μεμονωμένες περιπτώσεις ιδρυμάτων (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να λυθεί το πρόβλημα), αλλά και αναφορικά με το ζήτημα της δημιουργίας μιας κατάστασης διαρκούς αντιπαράθεσης στους χώρους των πανεπιστημίων. Ειδικότερα, κατά τη δεύτερη ένσταση, ελλοχεύει ο εξής κίνδυνος: η παρουσία των οργάνων προκαλώντας δυσαρέσκεια μπορεί να οδηγήσει σε διαφωνίες, αυτές με τη σειρά τους σε διαπληκτισμούς, ενώ με αυτούς εύκολο είναι να τεθεί ζήτημα υπέρβασης των ορίων, ήτοι των αρμοδιοτήτων της αστυνομίας, από τη μία, και της αποδεκτής συμπεριφοράς από τους σπουδαστές, από την άλλη, με αποτέλεσμα ακραία περιστατικά. Λογικό επακόλουθο; Αντίποινα της «αδικημένης» πλευράς, δεδομένου ότι όπως αποδεικνύεται από το πρόσφατο παρελθόν η βία έχει τα χαρακτηριστικά του νόμου περί δράσης και αντίδρασης, απαντάται κυρίως με βία. Συνοψίζοντας, λοιπόν, την παραπάνω ανησυχία, η δυσπιστία εντοπίζεται στον φόβο ότι η παρουσία οργάνων επιβολής του νόμου μάλλον θα επιτείνει το πρόβλημα των ακροτήτων παρά θα το αμβλύνει.
Μετά από αυτή τη σύντομη αναδρομή, όμως ας επιστρέψουμε στο γενικότερο ζήτημα της ασφάλειας. Πέρα από τη συνήθη έννοιά της, η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά και για την απόδοση όρων όπως η σιγουριά, η βεβαιότητα. Πώς αυτό συνδέεται με τα προαναφερθέντα; Ένας χώρος όπου επικρατεί αναβρασμός, αν δεχτούμε τις παραπάνω ανησυχίες, μόνο αίσθηση σιγουριάς και βεβαιότητας δεν προκαλεί στον μέσο φοιτητή που βρίσκεται εκεί προς επιμόρφωση, κατάρτιση αλλά ακόμα και κοινωνικοποίηση… Η ανάλυση, επομένως, πρέπει να στραφεί προς αυτόν και το οικείο του περιβάλλον, γιατί υπό μία συντηρητική τουλάχιστον οπτική, συμπεριφορές φοιτητών αποτέλεσαν εφαλτήριο για την έναρξη της συζήτησης περί σύσφιξης των μέτρων ασφαλείας. Πού οφείλεται, όμως, η επικράτηση της ρητορικής αυτής; Μήπως το πρόβλημα έχει βαθύτερα αίτια;
Θα μπορούσε κάλλιστα να υποστηριχθεί πως πρόκειται για ζήτημα νοοτροπίας. Το Πανεπιστήμιο ανέκαθεν αποτελούσε θύλακα έκφρασης πολιτικών και μη ιδεών και φυσικά ως τέτοιος πρέπει να παραμείνει. Παρόλα αυτά, είναι εύκολο να ξεπεραστούν τα όρια και στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης να παρατηρηθούν αποκλίνουσες συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα «δολιοφθορές», οι οποίες υποβαθμίζουν την εικόνα του χώρου. Από την άλλη, είναι αναπόφευκτο μια μερίδα της φοιτητικής κοινότητας που διαφωνεί με τις προαναφερθείσες πρακτικές, να «καταπιέζεται» καθώς δεν μπορεί να «χαρεί» ένα «αξιοπρεπές» πανεπιστήμιο. Αυτό σε συνδυασμό με το όραμα της πολιτικής ηγεσίας για τις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις οδηγεί στη λήψη αυστηρότερων μέτρων καθώς εκτιμάται ότι μόνο έτσι μπορεί, αφενός, να επιτευχθεί ο στόχος της βελτίωσης της εικόνας του χώρου και να προσεγγιστεί, αφετέρου, η λιγότερο ριζοσπαστική μερίδα της φοιτητικής κοινότητας που αποτελεί σημαντική πηγή δυνητικών υποστηρικτών της. Είναι, ωστόσο, αναγκαίο να προβούμε στη θέσπιση τόσο αυστηρών μέτρων;
Επανερχόμαστε, λοιπόν, στον βασικό μας προβληματισμό, αν οι ίδιοι οι φοιτητές έθεταν μόνοι τους όρια, με σεβασμό στην αντίθετη άποψη, έτσι ώστε η ελευθερία έκφρασης της μιας πλευράς να μην παρακωλύει τη χρήση του χώρου από την άλλη, θα προλαμβάνονταν οι βιαστικές αποφάσεις καθιέρωσης αυστηρών ρυθμίσεων. Βέβαια, αυτό προϋποθέτει ειλικρινές ενδιαφέρον για τα κοινά θέματα των σχολών και όχι χρησιμοθηρικά κίνητρα ικανοποίησης κομματικών ή ιδίων συμφερόντων. Όπως γίνεται αντιληπτό, εδώ έγκειται και το ζήτημα νοοτροπίας, το οποίο για να αντιμετωπιστεί θα χρειαστεί μια μακρόχρονη προσπάθεια από όλους τους φορείς για την εμφύσηση πολιτικών ιδεωδών που ήδη βρίσκονται σε έλλειμμα, αλλά και προσωπικής καλλιέργειας, ένα εξίσου ατελέσφορο εγχείρημα…
Δημιουργείται, έτσι, καταλήγοντας, η εντύπωση ότι είναι αργά για οποιαδήποτε προσπάθεια μεταστροφής της υφιστάμενης κατάστασης και ότι μάλλον βρισκόμαστε προ τετελεσμένων γεγονότων. Επαφίεται στη θέληση του καθενός, ωστόσο, να αλλάξει στάση θέτοντας τα θεμέλια για ουσιαστική δραστηριοποίηση και ένα λιγότερο «αυστηρό» μέλλον στα πανεπιστήμια.