Σχεδόν όλοι γνωρίσαμε εκ των υστέρων τις θηριωδίες των Ναζί και των ακολούθων τους, Ελλήνων κατ’ όνομα. Λίγοι όμως γνωρίζουμε τις δίκες που ακολούθησαν αλλά στην ουσία, ουδείς τιμωρήθηκε ως έπρεπε.
Ήταν Άνοιξη του ‘47, όταν στο Ηράκλειο συνεδρίασε το δικαστήριο, για τον δοσίλογο, Μαγιάση (πρώην αντιστασιακός). Η δίκη διεκόπη καθώς ο Γιώργης Βρέντζος ή «Τηγανίτης» με 2 μαχαιριές σκότωσε τον δικαζόμενο (φονιάς και του αδελφού του).
Μοιάζει μ’ εκδίκηση, βεντέτα, μα όχι ακριβώς. Κανείς δεν είπε: ήταν άδικο. Ο Μαγιάσης έπεσε νεκρός, ενώπιον εμβρόντητων δικαστών, ενόρκων, πολιτών. Ως συνεργάτης των Γερμανών, ενέχονταν σε 361 δολοφονίες Κρητών, συν κείνης του Μιχ. Βρέντζου.
Στις κορυφές του Ψηλορείτη έβοσκαν αμέριμνα το κοπάδι τους τα 2 αδέλφια απ’ τα Ανώγεια, Μιχάλης και Γιώργης Βρέντζος, έως ότου έφτασε ένα απόσπασμα Γερμανών και ντόπιων συνεργατών. Οι ντροπές της Κρήτης...
Χωρίς πολλά, τους συνέλαβαν, τους χώρισαν για ν’ ανακριθούν ξεχωριστά. Οι Βρέντζοι δεν ήταν γνωστοί στις κατοχικές αρχές για την αντιστασιακή δράση τους. Ποιο λοιπόν ήταν το έγκλημά τους; Σύμφωνα με ρουφιάνους, μήνες νωρίτερα, τα 2 αδέρφια, είχαν δώσει τρόφιμα και νερό στον ΕΛΑΣ. Αυτό ήταν αρκετό για να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία περί συνεργασίας με «τρομοκράτες», κι αρκετό, να εκτελεστεί ο Μιχάλης, σαν σκυλί, με 2 σφαίρες. Ο Γιώργης, ανακρινόμενος σ’ άλλο χώρο, πυροβολισμούς άκουσε αλλά έμεινε ψύχραιμος. Απέδρασε και γύρευε τον Μιχάλη.
Ίχνη δεν βρήκε. Έφτασε μέχρι το σπίτι του «γκεσταπίτη» Καψάλη. «Περιμένοντας τη σειρά μου, θωρώ 2 άλλους γκεσταπίτες να μπαίνουν μέσα, ο Τζουλιάς και ο Στιβακτάκης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα ονόματα. Τα ρούχα τους γεμάτα αίμα, μύριζαν. Κάθισαν στο γραφείο και λέγαν κατορθώματα... εσκοτώσαμε μωρέ 2 αντρακλαράδες, ο ένας ετινάχτηκε 2 μέτρα απάνω όταν του δίναμε τη χαριστική βολή. Αηδίασα, ταράχτηκα, δεν εμπόρου να τους ακούω άλλο, κόντεψα να λιγοθυμήσω. Σηκώθηκα κι έφυγα άπραχτος»...
Στον δρόμο συνάντησε κουμπάρο του και συνειδητοποίησε τη φρικτή αλήθεια. Μέρες μετά, βρέθηκε τ’ άψυχο κορμί του Μιχάλη. Με δάκρυα στα μάτια, ευχαρίστησε τον Θεό που προστάτεψε τη σορό από τα όρνεα και τα τσακάλια. Φρόντισε να τον θάψει όπως αρμόζει.
Ψύχραιμα, άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι των γεγονότων για να φτάσει στα ίχνη του φονιά. Ο Γερμανός Φρούραρχος, τον διαβεβαίωσε ότι δεν ταίριαζαν οι σφαίρες σε δικά τους όπλα. Από νεαρό βοσκό, έμαθε τα καθέκαστα. Ο διερμηνέας της Γκεστάπο Μοιρών, Ν. Μαγιάσης, ρώτησε τον Μιχάλη για το περιστατικό με τους αντάρτες, και πήρε την απάντηση: «Στον τόπο μας το έχομε συνήθεια να φιλεύουμε και να φιλοξενούμε κάθε περαστικό, και δεν ρωτούμε ούτε ποιος είναι, ούτε πού πάει». Η απάντηση δεν άρεσε στον Μαγιάση που τον πυροβόλησε δις.
Στο τέλος του πολέμου ο Μαγιάσης βρέθηκε, Αθήνα. Ήλπιζε να γλιτώσει, όπως πολλοί συνεργάτες των Γερμανών. Για κακή του τύχη, παρ’ ότι υποδυόταν τον αντιστασιακό, με στολή ΕΛΑΣ, τον αναγνώρισε ένας Ρεθυμνιώτης. Συνελήφθη κι οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη για 5η φορά, στις 30/4/1947. (Είχε καταδικασθεί εις θάνατον, τρις για ομαδικές εκτελέσεις) Ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας κι ο Γιώργης Βρέντζος. Μετά την απολογία, λουφάζει στους δικηγόρους και τραβά κατά του κατηγορουμένου. Του κατάφερε 3 μαχαιριές στο στήθος (το μαχαίρι, είχε περάσει σε προγενέστερο χρόνο στο έδρανο).
Αμέσως ο δικηγόρος της Πολιτικής Αγωγής Βασίλειος Βρέντζος, προειδοποίησε τους χωροφύλακες να μην πυροβολήσουν τον δράστη, διότι οι Ανωγειανοί έχουν «ναρκοθετήσει» το Δικαστικό Μέγαρο και θα το ανατινάξουν (οι δικαστές, ήδη είχαν κρυφτεί στην αίθουσα διασκέψεων). Ο Ν. Μαγιάσης εξέπνευσε στο Νοσοκομείο, στα 32. Ήταν 30 Απριλίου 1947.
Ο Γ. Βρέντζος πέρασε από δίκη, στα Χανιά. Σύσσωμο το νησί στάθηκε δίπλα του, βοήθησε όμως και διαταγή του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής που άναβε «πράσινο φως» για εκτελέσεις δοσίλογων στην Κρήτη (Νίκος Ψιλάκης /«Κρητικές Εικόνες» /1982).
Ο «Τηγανίτης» αθωώθηκε και επέστρεψε στο χωριό, ως ήρωας. Παρέμεινε σεμνός, λιγομίλητος, ενώ κάθε χρόνο ανέβαινε στη Νίδα για το μνημόσυνο του Μιχάλη που το μόνο «έγκλημά» του ήταν να δώσει ψωμί, νερό σε μαχητές της ελευθερίας.
Αντί επιλόγου, κλείνουμε με τα λόγια του ίδιου του Γιώργη Βρέντζου, στην ιστορική συνέντευξη στον Νίκο Ψιλάκη, όταν ρωτήθηκε για τα κίνητρα που τον ώθησαν στον φόνο Μαγιάση. «Όχι, δεν ήθελα να κάμω βεντέτα, δεν είχα οικογενειακά, ήθελα να τον σκοτώσω γιατί δεν είχε δικαίωμα να ζει, όχι μόνο γιατί είχε σκοτώσει τον αδελφό μου. Ξέρεις πόσους λάκκους είχε ανοίξει ο Μαγιάσης; Πόσα κοπέλια είχε αφήσει ορφανά, πόσες γυναίκες χήρες; 362 είχε σκοτώσει στην Κρήτη».
Σ’ όλη την Ευρώπη έγιναν χιλιάδες εκτελέσεις συνεργατών Ναζί. Στη χώρα μας καταδικάσθηκαν εις θάνατον, μόλις 6 βασανιστές.
Εδώ στη Θεσσαλία όπου όλα τα έσκιαζε ο τρόμος (Σούρλας) δίκες έγιναν αλλά παρωδία. ‘’Ένοχοι πέσαν στα μαλακά γιατί το δικαστήριο δέχθηκε ότι «την πράξιν, εξετέλεσαν εις κατάστασιναναιτίου συγχύσεως του νοός, λόγω βλακείας ...». Το 1947 απαλλάσσονται κι αυτοί κι ο Σούρλας (απών), λόγω αμφιβολιών, με αρ. 310/1947. (Αντί τιμωρίας έχουμε σύλληψη του εισαγγελέα Πατακιά απ’ τη ληστοσυμμορία Σούρλα). Απαύγασμα της Μεταξικής Δικαιοσύνης ο εισαγγελέας Κ. Κόλλιας που αθώωσε στο «δικαστήριο» και τη ναζιστική Ε.Ε.Ε’’ (Τάκης Μπάρμπας). (Άλλες 61 οργανώσεις ήταν με τους Ναζί).
Τον «Έλληνα» Ν. Μαγιάση «θρήνησε» η λαϊκή Μούσα: «Ένας αετός των Βρέντζηδων έσφαξε τον Μαγιάση. Κι όλοι μαζί φωνάξαμε, η χέρα του ν’ αγιάσει. Μέσα στο Δικαστήριο γιατί ‘χενε σκοτώσει κι έπρεπε οπωσδήποτε ζωή να παραδώσει».
Από τον Πέτρο Ιωάννου*
* Ο Πέτρος Ιωάννου είναι απόμαχος της εκπαίδευσης.