Το πιο αγαπητό, το πιο λατρευτό σε κάθε άνθρωπο, απ’ όλα τα γύρω του άψυχα αντικείμενα, η ζεστή φωλιά που πάντα μας προσμένει, ευλογημένο θείο δώρο! Αυτό είναι το σπίτι μας!
Διώροφα τα περισσότερα, απλά και λιτά (χωρίς εσωτερικό ή εξωτερικό διάκοσμο), όλα τους από πέτρα, υλικό πολύ γερό και άφθονο, καθότι το πρόσφεραν πλούσιο τα κοντινά ποτάμια.
Ο κάτω όροφος, το κατώ(γ)ι, προοριζόταν γι’ αποθήκη και να μένουν τα ζώα του σπιτιού, διότι το περιορισμένο οικόπεδο (ήθελαν να έχουν και τον κήπο τους), δεν τους επέτρεπε να φτιάξουν ξεχωριστό στάβλο. Το πιο δροσερό μέρος του, το χώριζαν με πέτρινο μεσότοιχο και το είχαν για κελάρι, να βάζουν δηλ. τα καδιά τους με τα βούτυρα, τα τυριά τους και γενικά τη σοδειά τους, τα βαρέλια με το κρασί, στα ράφια τις κολοκύθες και όσα άλλα τρόφιμα χωρούσε, για να μη χαλούν. Τον υπόλοιπο χώρο του, τον χώριζαν σε μικρά μέρη με ξύλινους φράχτες για όλα τα ζώα του σπιτιού. Για παράθυρα είχαν μικρά ανοίγματα, χωρίς τζάμια, που χρησίμευαν μόνο για αερισμό κι όχι για φωτισμό. Το κελάρι επικοινωνούσε με τον επάνω όροφο, για ευκολία, με εσωτερική σκάλα και «γκλαβανή» (καταπακτή δηλ.).
Το πάνω πάτωμα, το ανώ(γ)ι, ήταν το κυρίως σπίτι και η κατοικία της οικογένειας. Από μια καλοφτιαγμένη πόρτα, έμπαινες σε διάδρομο, είδος προθάλαμου, στον οποίο δεξιά και αριστερά ανοίγονταν δύο δωμάτια και στο βάθος ένα ακόμα τρίτο. Αυτό που έβλεπε στην ανατολή, το είχαν για καθιστικό. Το πάτωμά του ήταν ξύλινο, υπερυψωμένο 20 με 30 πόντους (μπάσι το έλεγαν) και πάνω του έστρωναν αχυρένιους σαλτέδες και στρώματα του αργαλειού, από μαλλί και τρα(γ)όμαλλο μαζί υφασμένα και είχαν στη μέση του στον τοίχο, το τζάκι. Άναβαν τη φωτιά στη μέση του δωματίου και γύρω της συγκεντρωνόταν όλη η οικογένεια. Εκεί εργαζόταν, εκεί έτρωγε και στα μπάσια του κοιμούνταν. Όπως ανέβαινε το τζάκι προς το ταβάνι, έφερνε γύρω του ένα ή δύο πέτρινα ράφια, που πάνω τους τοποθετούσαν φωτογραφίες ή μπιμπελό, ενώ δεξιά κι αριστερά του, χωνευτά στον τοίχο, ανοίγονταν δυο μικρά ντουλαπάκια, «οι καμάρες», όπως τα έλεγαν, με ή χωρίς φύλλα, που μέσα τους έβαζαν το καφεκούτι (το σπίτι του καφέ δηλ.), οι γέροντες το ταμπάκο τους και άλλα πρόχειρα αντικείμενα. Όλο το δωμάτιο είχε γύρω του ξύλινα ράφια, να βάζουν πάνω τους χίλια δυο πράγματα και στην ανατολική γωνιά του, το εικονοστάσι με τους αγίους προστάτες του σπιτιού. Τα παράθυρα, τα μάτια του σπιτιού, που απ’ αυτά γεύονταν τη χαρά και τη λύπη του έξω κόσμου, μάλλον μικρά στο μέγεθος και καγκελόφραχτα με δύο ή τρία ομορφοσκαλισμένα ξύλινα κάγκελα, σιδεριές μετά και δύο ξύλινα παραθυρόφυλλα, τα «κανάτια», στο εσωτερικό τους μέρος.
Το άλλο δωμάτιο ήταν ο νοντάς ή οντάς, ο χώρος υποδοχής των επισκεπτών τις επίσημες ημέρες, τις ημέρες γιορτής και του ξεφαντώματος. Πολύ πιο προσεγμένο, με μεγαλύτερα παράθυρα, καλύτερο ταβάνι με την ξύλινη σκαλιστή ροζέτα στη μέση και γύρω γύρω στερεωμένα γερά σύρματα, όπου κάθε φθινόπωρο κρεμούσαν σταφύλια, μήλα, αχλάδια και κυδώνια στις γωνίες και στο κέντρο ανθοδέσμες με λογιών-λογιών λουλούδια κι απαραίτητα βασιλικό κι όλα τους σκόρπιζαν μια αξέχαστη ευωδιά κι ήταν τόσο λαχταριστά τον χειμώνα.
Το τρίτο δωμάτιο χρησίμευε κι αυτό συνήθως για ύπνο (ήταν μεγάλες οι οικογένειες τότε), με το σιδερένιο κρεβάτι του και απλωμένα πάνω του τα χρωματιστά στρωσίδια, με τη βελούδινη και με πολύχρωμες συνθέσεις «μπάντα» (κάτι σαν κορνίζα δηλ.), κρεμασμένη στον τοίχο και κατά μήκος του κρεβατιού -έπιανε όλο το πλάι του- και γύρω-γύρω τα σεντούκια με τα προικιά και τα μπαούλα με τα καλούδια. Στη μέση το τραπέζι με κεντητό τραπεζομάντηλο κι ανθοδοχείο και πάνω του κρεμασμένη από τη ροζέτα του ταβανιού, μεγάλη λάμπα πετρελαίου, με όμορφα ζωγραφισμένο αμπαζούρ. Τους τοίχους στόλιζαν οι αναμνηστικές φωτογραφίες και καμάρωναν οι πρόγονοι της οικογένειας, διάφορα κεντήματα βαλμένα με γούστο κι ό,τι άλλο διαλεχτό διέθετε το σπίτι, για να δείξει τη μεγάλη προκοπή του.
Δίπλα από το σπίτι ήταν κολλημένο το μαγειριό (η κουζίνα δηλ.). Εκεί οι γυναίκες περνούσαν τον περισσότερο καιρό, γιατί εκεί θα ζύμωναν, εκεί θα ‘ψεναν στο μεγάλο φούρνο (η φαμίλια ήταν μεγάλη) το ψωμί, εκεί θα μετέφεραν στ’ αμπάρια τα γεννήματα, εκεί και μέσα στα ντουλάπια θα έβαζαν το ψωμί και τα υπόλοιπα (λάδι, ξύδι και το φαγητό που περίσσευε), καθώς και όλα τα μαγειρικά σκεύη. Σημαντική θέση είχε το τζάκι με την πυροστιά και η κατσαρόλα με το νόστιμο φαγητό να βράζει, αλλά την κυρίαρχη θέση την κατείχε η γάστρα, αυτή η «θεά» του ψησίματος, που έγλειφες τα χέρια σου από το καταπληκτικό ψητό κρέας και ευγνωμονούσες τον Θεό, που κατάγεσαι από χωριό και που σε αξίωσε να τη γνωρίσεις και να απολαμβάνεις εκείνες τις εκπληκτικές παραδοσιακές πίτες που σου πρόσφερε!
Μπροστά στο σπίτι απλωνόταν η αυλή του, μικρή ή πιο μεγάλη, στρωμένη με τις ακανόνιστες μεγάλες και χοντρές πλάκες και τις βαμμένες ενώσεις τους. Τα πεζούλια στις άκρες της, οι ασβεστωμένοι τοίχοι της και γύρω-γύρω στολισμένη με τους βαμμένους γκαζοτενεκέδες και τα υπέροχα ευωδιαστά λουλούδια. Σ’ αυτήν πρωτοϋποδέχονταν τον ξένο, σ’ αυτή τον ξεπροβοδούσαν και σ’ αυτή συγκεντρώνονταν το καλοκαίρι για ξεκούραση οι μεγάλοι και για παιχνίδι οι μικροί.
Πέτρινος μαντρότοιχος έζωνε όλη την περιοχή του σπιτιού, με μια μεγάλη και ωραία δίφυλλη εξώπορτα, φτιαγμένη με κέφι και μεράκι και με χοντρές και πλατιές σανίδες, ν’ αντέχει στον καιρό και σε κάθε κακή προσπάθεια. Εξασφάλιζε έτσι το οικογενειακό απαραβίαστο, σ’ έφερνε στην αυλή κι είχε δίπλα της, από ένα σε κάθε μεριά, τα πεζούλια, τα οποία ήταν τόσο απαραίτητα στη γερόντισσα (και όχι μόνο), που τα αδύναμα πόδια της, μόλις που της επέτρεπαν να βγαίνει τα καλοκαιρινά βράδια, για να ‘ρθει σε επαφή και κουβέντα με τη γειτόνισσα και την απέναντι με τη ρόκα και το γνέσιμο, να δουν και να σχολιάσουν τους περαστικούς. Τα πεζούλια, που γέμιζαν τα βράδια από νοικοκυρές των πέρα και των γύρω σπιτιών, που έρχονταν να καρτερέσουν τη σοκακιάρα τη βετούλα και τα γίδια και να πληροφορηθούν τα τελευταία νέα και τα κουτσομπολιά.
Αυτό ήταν το παλιό σπίτι του χωριού και αυτή ήταν η αρχιτεκτονική του. Σπίτια, που έκρυβαν μέσα τους τη φτώχια και τις δυσκολίες της εποχής. Έκρυβαν όμως μέσα τους και κάτι πολύτιμο: Τη ζεστασιά. Την οικογενειακή αγάπη, τη γαλήνη και την ηρεμία. Την παράδοση και τον πολιτισμό. Την απλή και ξέγνοιαστη χωριάτικη ζωή!
Από τον Γιάννη Γούδα