Ήταν Μέγα Σάββατο και η ημέρα της αποφυλάκισής του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, ετοίμασε τον σάκο του, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και περίμενε να φανεί ο φύλακας να ξεκλειδώσει το κελί του.
Δεν άργησε να έρθει χαμογελαστός και ευδιάθετος. Πήγε κοντά του, τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. Όλον αυτόν τον καιρό ο Βασίλης έδειξε τον καλύτερό του εαυτό εκεί σε εκείνον τον άχαρο χώρο και τον αγαπούσαν όλοι. Απ’ τον διευθυντή μέχρι τους φύλακες.
Ο Βασίλης αυτός ήταν βέβαια, τώρα το πώς κατέληξε στη φυλακή! Η συνέχεια θα το δείξει...
«Έλα Βασίλη, είσαι ελεύθερος και σου εύχομαι τα καλύτερα από δω και πέρα...».
Η σιδερόφραχτη εξώπορτα άνοιξε και ο Βασίλης δρασκέλισε το κατώφλι της φυλακής και βρέθηκε στον δρόμο. Ένα ελαφρό αεράκι δρόσισε το πρόσωπό του και προχώρησε προς το κέντρο της πόλης.
Ήταν κάπως μακριά, γιατί οι φυλακές ήταν σχεδόν έξω απ’ την πόλη του. Είχε γίνει η μεταγωγή του πριν καιρό. Μπαίνοντας στο κέντρο αισθάνθηκε όμορφα. Πολύς κόσμος πηγαινοέρχονταν στους δρόμους. Φορούσε τη μάσκα του, αλλά ήταν και φοβισμένος, γιατί πριν λίγο καιρό έχασε και τους δύο γονείς του από κορονοϊό.
Ήταν αρνητές και δεν ήθελαν να κάνουν το εμβόλιο. Αντίθετα με εκείνον που το είχε κάνει μέσα στη φυλακή.
Γιατί αλήθεια κάποιοι αρνούνται να εμβολιαστούν!
«Το σώμα μας είναι Ναός του Θεού», λένε οι γραφές «και έχουμε χρέος να το προσέχουμε...».
Όταν έφθασε ο Βασίλης στο σπίτι του, μια διώροφη μονοκατοικία, ένιωσε κάπως.
Την είδε έρημη και κατάκλειστη και ένιωσε μια τρεμούλα, ένα ρίγος και μια μελαγχολία. Προχώρησε στην αυλή, τα λουλούδια ξερά και τα δέντρα το ίδιο.
Έψαξε τα κλειδιά του, άνοιξε και ανέβηκε στον επάνω όροφο που ήταν ο χώρος του. Άνοιξε τα πατζούρια, τα παράθυρα και κάθισε σε μια πολυθρόνα στο σαλονάκι. Πήρε το κεφάλι στα χέρια του και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ’ τα μάτια του.
Έκλαψε πολλή ώρα, όλη η ζωή του πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια του σαν κινηματογραφική ταινία.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια επαρχιακή πόλη της Θεσσαλίας, με δύο υπέροχους γονείς. Αδέρφια δεν είχε, ήταν μοναχογιός. Ο πατέρας του φρουτέμπορος και η μάνα του νοικοκυρά, δεν δούλεψε ποτέ, δεν είχαν ανάγκη. Όταν τελείωσε το Λύκειο ο Βασίλης μπήκε σε μια Γεωπονική Σχολή στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του τρισευτυχισμένοι, πίστευαν πως το παιδί τους θα... προκόψει, τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο. Άλλωστε δεν ήταν άσχετες οι σπουδές του με τη δουλειά του πατέρα του. Είχαν και αρκετά περιβόλια και κτήματα εκεί κοντά στην πόλη. Έκαναν σχέδια για το μέλλον για γάμους, εγγόνια και άλλα.
Δυστυχώς, δεν πραγματοποιήθηκε τίποτα απ’ αυτά που είχαν στο μυαλό τους οι γονείς του. Ο Βασίλης ήταν ένα παιδί ευκολόπιστο... αθώο θα έλεγε κανείς και ένας φίλος του του έστησε μια... παγίδα. Τον έβαλε μέσα σε μια παρέα... φίλων ας πούμε, που ασχολούνταν με ναρκωτικές ουσίες. Σιγά-σιγά εθίστηκε και δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτές. Οι γονείς του δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Πολύ λίγες φορές κατέβαινε στην πόλη τους, με τη δικαιολογία ότι έχει πολύ διάβασμα.
Και σε λίγο ο Βασίλης δεν ήταν μόνο χρήστης, αλλά και... έμπορος ναρκωτικών...
Όλα αυτά τώρα περνούν απ’ το μυαλό του, θυμάται τη σύλληψή του, τους γονείς του που ανέβηκαν άρον-άρον στη Θεσσαλονίκη, τα δικαστήρια, την καταδίκη του, τη φυλάκισή του και τους γονείς του να κλαίνε και να τραβάνε τα μαλλιά τους...
Το κλάμα του δυνάμωσε καθισμένος εκεί στον καναπέ και χαμένος στο παρελθόν, όταν άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας. Σαν να ξυπνούσε από λήθαργο σηκώθηκε και απάντησε: «Ποιος μπορεί να ήταν!».
Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε. «Βασίλη άνοιξε. Η κ. Ειρήνη είμαι από απέναντι».
Άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σ’ εκείνη την καλοσυνάτη γυναίκα, στενή φίλη της μάνας του.
Τον αγκάλιασε σφιχτά. «Επί τέλους αποφυλακίστηκες παιδί μου. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο από δω και πέρα... και να είναι συγχωρεμένοι οι γονείς σου αγόρι μου. Πιστεύω να έφυγες... μακριά απ’ αυτές τις ναρκωτικές ουσίες...».
«Καλά είμαι κ. Ειρήνη...», μίλησε ο Βασίλης.
«Άκου Βασίλη, σήμερα είναι Μέγα Σάββατο και αύριο η Ανάσταση του Κυρίου μας, όπως ξέρεις. Σε θέλω στο σπίτι μου, στο τραπέζι μου, απόψε και αύριο. Όπως γνωρίζεις, μόνη μου είμαι και εγώ.
Να γιορτάσουμε Βασίλη μου μαζί την Ανάσταση του Κυρίου μας και τη δική σου Ανάσταση».
Η κ. Ειρήνη έκανε τον σταυρό της και κατέβηκε αργά τα σκαλοπάτια. Τα ογδόντα της χρόνιας δεν της... επέτρεπαν να... βιαστεί.
Από την Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά,
συγγραφέα