Ενα αστυνομικό επεισόδιο που είχε ως συνέπεια τον θάνατο ενός νεαρού Ρομά, έδωσε αφορμή να γραφούν διάφορα άρθρα και σχόλια. Σε ένα από αυτά διάβασα ότι «η ελληνική κοινωνία τρέφει εναντίον των Ρομά κάποια ξεχωριστή εμπάθεια και τους στιγματίζει στα ΜΜΕ, κάτι που δεν κάνει σε άλλες φυλές, όπως λ.χ. με τους Έλληνες Αρβανίτες, με τους Ελληνόβλαχους, με τους Σαρακατσαναίους, τους Μουσουλμάνους ή τους Εβραίους». (Καθημερινή – επιστολές αγωνιστών, 6.11.2021).
Άλλη φυλή οι Σαρακατσαναίοι;
Τυχαίνει να είμαι εκ μητρός κατά το ήμισυ Σαρακατσάνος, παππούς μου ο Άγγελος Ακριβάκης, Σαρακατσάνος τσέλιγκας, γνήσιος απόγονος κλεφταρματωλών των Αγράφων. Διερωτήθηκα, λοιπόν, προς στιγμήν, αν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν ανήκω κατά το ήμισυ στην ελληνική φυλή. Κάτι τέτοιο θα μου δημιουργούσε υπαρξιακό πρόβλημα. Ξαφνικά, η σκέψη μου γύρισε εβδομήντα χρόνια πίσω στο 1951. Ήμουν φοιτητής όταν φιλοξενήσαμε για κάποιο διάστημα μία θεία Σαρακατσάνα. Πνεύμα ανήσυχο, μας βομβάρδιζε με ερωτήσεις, παρατηρούσε και σχολίαζε τα πάντα. Μια μέρα την άκουσα να λέει στη μητέρα μου: «Αυτός (εγώ) τα μαυλάει τα κοριτσάκια». Επρόκειτο για ένα σχόλιο, το οποίο αναφερόταν στις συχνές επισκέψεις που μου έκαναν διάφορα κορίτσια.
Δεν γνώριζα το ρήμα «μαυλάω» και ούτε το βρήκα στο νεοελληνικό μου λεξικό. Η απορία παρέμεινε μέχρις ότου απέκτησα το περίφημο αρχαιοελληνικό λεξικό LIDDELL – SCOTT του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Εκεί βρήκα ότι το ρήμα «μαυλάω» σημαίνει ασκώ σεξουαλική έλξη. Πάλι μου έμεινε η απορία πώς γνώριζε αυτό το αρχαιοελληνικό ρήμα η θεία Σαρακατσάνα. Είναι βέβαιο ότι δεν είχε ποτέ διδαχθεί αρχαία ελληνικά, αφού ούτε το Δημοτικό δεν είχε τελειώσει. Ούτε φυσικά στην Οξφόρδη είχε πατήσει το πόδι της.
Η απορία παρέμεινε μέχρι που έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Νίκου Κατσαρού: «Οι πεντακόσιες αρχαιοελληνικές ρίζες του σαρακατσάνικου λόγου». Εκεί βρήκα το ρήμα «μαυλάω» με την ίδια οξφορδιανή έννοια και με μία πρόσθετη, ιδιαίτερα σαρακατσάνικη έννοια: «Γοητεύω το κοπάδι και το κάνω να με ακολουθήσει».
Ο Νίκος Κατσαρός, Σαρακατσάνος εκ πατρός και μητρός, έζησε τα παιδικά του χρόνια τη σαρακατσάνικη νομαδική ζωή και στη συνέχεια έγινε δικηγόρος, επί πολλά χρόνια βουλευτής και αντιπρόεδρος της Βουλής. Όταν αποσύρθηκε, έγραψε το δεύτερο μέρος του βιβλίου του προσθέτοντας άλλες πεντακόσιες αρχαιολογικές ρίζες του σαρακατσάνικου λόγου.
Εάν η γνησιότητα μιας φυλής κρίνεται από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί σε βάθος χρόνου, η ελληνικότητα των Σαρακατσαναίων είναι αναμφισβήτητη. Να σημειωθεί ότι ο Νίκος Κατσαρός μελέτησε σε βάθος τα ομηρικά έπη και βρήκε περιγραφές ποιμενικής ζωής στον ελληνικό χώρο που παρουσιάζουν χαρακτηριστικές ομοιότητες με τη σαρακατσάνικη ζωή, όπως τη γνώρισε από κοντά ο ίδιος ο συγγραφέας.
Δεν είναι ίσως ευρέως γνωστή η ενεργός και μαζική συμμετοχή των Σαρακατσαναίων στο κλεφταρματολίτικο κίνημα, κυρίως στην περιοχή των Αγράφων. Το κίνημα αυτό γιγαντώθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα, με κορυφαίο καπετάνιο τον ξακουστό Σαρακατσάνο Αντώνη Κατσαντώνη. Στην πρώτη του ομάδα είχε μαζί του και τον Γιώργο Καραϊσκάκη, τον μετέπειτα θρυλικό στρατάρχη της Ρούμελης. Ο Καραϊσκάκης ήταν, τουλάχιστον εκ μητρός, Σαρακατσάνος.
Ο συγγραφέας Στέφανος Γρανίτσας γράφει: «Οι Σαρακατσαναίοι έδωσαν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, εκτός από τον Κατσαντώνη, τον Λεπενιώτη, τον Στουρνάρη, τον Χασιώτη, τον Τσόγκα, τον Λιακατά και χίλιους άλλους τουρκομάχους». Ο Λιακατάς οργάνωσε ένα σώμα διακοσίων ανδρών, οι πλείστοι των οποίων ήταν Σαρακατσαναίοι. Το σώμα αυτό είχε διακριθεί στους αγώνες του Μεσολογγίου, ιδιαίτερα στην υπεράσπιση του Ντολμά. Μέλη του σώματος Λιακατά ήταν οι τρεις αδελφοί Μακρυγένη. Σκοτώθηκαν και οι τρεις κατά την έξοδο. Μόνο ένας ήταν παντρεμένος. Τον γιο του Σπύρο μεγάλωσε ο παππούς του εκ μητρός Ακρίβος. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Σπύρος, πατέρας του παππού μου Άγγελου, έμεινε ως Ακριβάκης.
Οι Σαρακατσαναίοι, εκτός από την άμεση συμμετοχή τους στην κλεφτουριά, ήταν τροφοδότες και στήριγμά της. Το επιβεβαιώνει ο καθηγητής Μαυρόγιαννης στο βιβλίο του «Οι Σαρακατσαναίοι Θράκης, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας». Γράφει ο καθηγητής Μαυρόγιαννης:
«Οι Σαρακατσαναίοι όχι μόνο επάνδρωσαν ένα μεγάλο μέρος του αρματολισμού και της κλεφτουριάς, αλλά και τροφοδότησαν σε σταθερή και συνεχή βάση επί αιώνες τις ένοπλες ομάδες, πριν και κατά τον αγώνα της παλιγγενεσίας. Τούτο εξηγεί και τις υφιστάμενες μαρτυρίες για την εκ του πλησίον διαβίωση Σαρακατσαναίων και κλεφτών επαναστατών, και τις ταυτόχρονες μετακινήσεις των μεν και των δε στα καλοκαιρινά και χειμερινά βοσκοτόπια. Ιδιαίτερα κατά την Επανάσταση του 1821, οι Σαρακατσαναίοι είχαν κυριολεκτικά επωμισθεί, αυτοβούλως και αφιλοκερδώς, την ευθύνη της επιμελητείας στρατευμάτων πολλών περιοχών».
Η στενή σχέση κλεφτουριάς και Σαρακατσαναίων καταφαίνεται καλύτερα και από το γεγονός ότι, με τον ερχομό του χειμώνα, οι Κλέφτες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα βουνά και να ακολουθούν τους Σαρακατσαναίους ως απλοί τσοπάνηδες ωσότου «ανθίσει ο γαύρος κι η οξυά», όπως λέει και το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
«Τα δέντρα μαραθήκανε, τα κορφοβούνια ασπρίσαν
Πάνε να ξεχειμάσουν οι Σαρακατσαναίοι.
Πάει κι ο κλέφτης, ροβολάει, τα κορφοβούνια αφήνει
Αλλάζει τα φορέματα και τρέχει σκοτισμένος.
Και δε γελάει το χείλι του, μον’ σκύφτει το κεφάλι,
Μετρώντας τα μερόνυχτα, την ώρα καρτερώντας,
Ν’ ανθίσει ο γαύρος κι η οξυά, να ζώσει τ’ άρματά του,
Να σφίξει τα τσαρούχια του, να σκαπετήσει ράχες,
Ν’ ανέβει στα ψηλά βουνά, στα κλέφτικα λημέρια,
Να σμίξει με τη συντροφιά, την τέχνη του ν’ αρχίσει,
Να σφάξει Τούρκους σαν αρνιά και σαν παχειά κριάρια
Και να σκλαβώσει μπέηδες και ξαγορές να πάρει».
Κοινή λοιπόν ήταν η λαχτάρα Κλεφτών και Σαρακατσάνων να επιστρέψουν στα βουνά όσον καιρό ήταν αναγκασμένοι να μείνουν στον κάμπο.
Ιδιαίτερα για τους Σαρακατσαναίους, η λαχτάρα αυτή εκφράζεται κατά τρόπο συγκλονιστικό με το παρακάτω ποίημα:
«Ήρθε παιδιά η άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι
Πάρτε αρματώστε τα τραγιά, στολίστε τα γκεσέμια (1)
Σ’αυτές τις μορφοκάλεσιες (2), βάλτε αργυρά κουδούνια
Μαυλίστε (3) τα κοπάδια μας, ούτε σκυλί μη μείνει.
Να πάμε πάνω στ’ Άγραφα, ψηλά στα κορφοβούνια
Οπ’ έχει ο σταυραητός φωλιά κι’ η πέρδικα λημέρι».
Η σαρακατσάνικη ζωή, η οποία είχε κρατήσει τόσους αιώνες, έπαψε στην ουσία να υπάρχει κατά την ταραγμένη δεκαετία 1940 – 1950. Αντάρτες στα βουνά, εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κατακτητών, έδωσαν το πρώτο πλήγμα. Η χαριστική βολή ήρθε με τον μεγάλο εμφύλιο 1946 – 1949, όταν είχαν εκκενωθεί τα ορεινά χωριά και στα βουνά δεν υπήρχαν παρά στρατιώτες και αντάρτες σε συνεχή μεταξύ τους σύγκρουση. Υπό αυτές τις συνθήκες, πώς ήταν δυνατόν να επιβιώσουν οι ίδιοι και τα κοπάδια τους στους βοσκοτόπους των Αγραφιώτικων βουνών; Οι υπερήφανοι τσελιγκάδες, άρχοντες των βουνών, αναγκάστηκαν να αλλάξουν ζωή, να αλλάξουν επάγγελμα. Έγιναν έμποροι, επιχειρηματίες, επιστήμονες, πολιτικοί. Αρκετοί γνωστοί πολιτικοί, που έδρασαν στις μέρες μας, είναι σαρακατσάνικης καταγωγής: οι διατελέσαντες υπουργοί Σουφλιάς, Σούρλας, Ακριβάκης, οι υφυπουργοί Τσιγαρίδας, Κατσάρος, Σαλαγιάννης, ο διατελέσας αντιπρόεδρος της Βουλής Κατσαρός, κ.ά.
Το ρέκβιεμ της Σαρακατσάνικης ζωής περιγράφει γλαφυρά ο Γεώργιος Αγραφιώτης στο βιβλίο του «Οι Σαρακατσαναίοι των Αγράφων». Ο Γιώργος Αγραφιώτης, αφού πέρασε τα παιδικά του χρόνια με τα κοπάδια, σπούδασε πολιτικές επιστήμες και νομικά, μετεκπαιδεύτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και διετέλεσε υψηλόβαθμο στέλεχος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Διακατεχόμενος από έντονη νοσταλγία, επέστρεψε στα βουνά των Αγράφων το 1988 και ιδού πώς παρουσιάζει τα συναισθήματα που βίωσε: «Ήταν ένα ταξίδι προσκύνημα στον τόπο που γεννήθηκα και έζησα τα ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια. Αυτό όμως που είδα δεν περιγράφεται με λόγια. Μια καταθλιπτική ερημιά βασίλευε παντού. Ψυχή από ζωντανά δε φαίνονταν να βόσκουν στ’ απέραντα αυτά βοσκοτόπια, λες κι άνοιξε η γη και τα κατάπιε. Πουθενά αχός από κυπροκούδουνα, έρημα τα γρέκια επάνω στον ζυγό που έβγαιναν τα βράδια τα κοπάδια, χορταριασμένα τα ταμπούρια όπου κοιμόνταν οι τσοπαναραίοι, πουθενά δεν ακούγονταν αλυχτήματα σκυλιών. Βλέποντας όλα αυτά ξανάρθε στη μνήμη μου όλη η ζωή των Σαρακατσαναίων και άρχισαν να αναπλάθονται εικόνες από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου που έζησα κοντά τους, από τη ζωή και τις διηγήσεις των γωνιών μου και των συγγενών μου».
*Ο Άγγελος Ζαχαρόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πρ. γενικός διευθυντής Υπουργείου Γεωργίας, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
(1) Οι οδηγοί, οι μπροστάρηδες των κοπαδιών.
(2) Οι ανοιχτόχρωμες προβατίνες.
(3) Μαυλίζω ή μαυλάω (αρχαίο ρήμα): α) καλώ, παρασύρω, ξεγελώ τα κοπάδια να με ακολουθήσουν, β) ασκώ σεξουαλική έλξη.