Μέσα από μια καθημερινότητα γεμάτη πολέμους, ακρίβεια, εγκλήματα, αρρώστια και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, ο Μαρτιάτικος ήλιος της εθνικής μας γιορτής, φάνηκε σαν να έδιωξε τα σύννεφα της απαισιοδοξίας.
Αναρωτιέται κανείς ποια μπορεί να είναι αυτά που μπορούν να κάνουν σήμερα έναν άνθρωπο να ελπίζει, καθώς οι πληγές δε σταματούν να χτυπούν τους Φαραώ του σύγχρονου κόσμου η μία μετά την άλλη.
Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί αυτό. Ίσως δεν μπορεί να δώσει κάποιος τη μία και μοναδική απάντηση που θα πείσει όλους. Εγώ τουλάχιστον, δεν θα το προσπαθήσω.
Μένει να αναρωτηθούμε πού έχει πάει η ζωή που χάσαμε και να τη φέρουμε πίσω. Είναι άραγε χαμένη στην επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα; Καλύφθηκε από τον αγώνα του βιοπορισμού; Από τον χρόνο που λείπει από τον καθένα μας; Από το άγχος της αυτοσυντήρησής μας;
Γιατί οι μέρες μας χάσαν το χρώμα τους; Πού και πότε θα ψάξουμε για την ανάτασή μας; Τι σημαίνει αυτό για τον καθένα από εμάς; Τι είδους ανθρώπους παράγει, αν το κάνει, ο πολιτισμός μας; Ποιος είναι τελικά ο πολιτισμός μας και ποιοι είμαστε εμείς πίσω αλλά και απέναντι από αυτόν;
Μπορούμε πλέον να δώσουμε φως στη μέρα μας; Μπορούμε να προσδοκήσουμε τον ερχομό του επόμενου πρωινού παρά να θεωρήσουμε αυτονόητο ότι θα έρθει;
Δεν ξέρω να απαντήσω. Ο καθένας μας πρέπει να βρεί την απάντηση για τον εαυτό του. Σίγουρα υπάρχει και σίγουρα δεν είναι για όλους η ίδια.
Ό,τι και να είναι όμως, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η άνοιξη τραγουδήθηκε σαν η αρχή της ζωής, το ξημέρωμα της νέας ελπίδας. Ίσως ήρθε η ώρα να ψάξουμε για το δικό μας τραγούδι της άνοιξης, αυτό που πλέον χρωστά να τραγουδήσει ο καθένας στον εαυτό του, αλλά φωναχτά για να το ακούσουν και οι δίπλα του.
Διαμαντής Κωτούλας