Το μοιρολόι της βρύσης

Δημοσίευση: 01 Απρ 2022 15:25

Από τον Γιάννη Γούδα

Είναι άτιμο πράγμα να μεγαλώνεις, αλλά είναι συγχρόνως και όμορφο. Γιατί μεγαλώνοντας, νιώθεις την επιθυμία, θέλεις γιατί τα έζησες έντονα, θέλεις γιατί τα αγαπάς, να πηγαίνεις πίσω στο παρελθόν και να θυμάσαι το τότε και τα παλιά. Οι αναμνήσεις σου, που τώρα έχουν γεύση γλυκιά, τότε στα χρόνια της ξεγνοιασιάς και της παιδικής ανεμελιάς, ήταν η ίδια η καθημερινότητά σου. Τώρα λοιπόν και καθώς ο νους μας τα σκέφτεται όλα αυτά, συνειδητοποιούμε και βλέπουμε πως, σήμερα συνήθειες της τότε καθημερινότητάς μας, ακόμη και έθιμα της εποχής μας, πάνε να μπουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, με μόνη τους συντροφιά την εγκατάλειψη και τη ναφθαλίνη.
Το περασμένο καλοκαίρι, βρέθηκα με τη γυναίκα μου σε ένα πάρα πολύ ωραίο χωριό του Κισσάβου. Η φυσική του ομορφιά εκπληκτική. Πανέμορφα σπίτια, μέσα σε μια πλούσια βλάστηση. Μέσα σε κερασιές, σε μηλιές, σε συκιές και σε καστανιές και σε πάρα πολλά οπωροφόρα δέντρα και με θέα και προς τον κάμπο και προς τη θάλασσα, έμοιαζε σαν να είσαι σε κάποιο γήινο παράδεισο. Η γυναίκα μου ενθουσιάστηκε και γεννημένη στη Λάρισα, έδωσε μεγαλύτερη έμφαση και προσοχή στα παλιά παραδοσιακά σπίτια και στα σοκάκια, ενώ εγώ γεννημένος σε χωριό σαν αυτό και φτάνοντας στο μεσοχώρι, θέλοντας αφενός μεν να ξεκουραστώ και αφετέρου να δροσιστώ λιγάκι (καθότι η θερμοκρασία είχε ανέβει), σταμάτησα στην καταπληκτική εκεί παραδοσιακή βρύση του χωριού. Το νερό που έτρεχε, δεν ήταν βέβαια αρκετό, λόγω και του καλοκαιριού, αλλά εμένα και τη συγκεκριμένη στιγμή, μου φάνηκε σαν την όαση μέσα στην έρημο.
Εκεί λοιπόν με περίμενε μια έκπληξη. Καθώς έσκυψα να πιω λίγο κρύο νερό, ακούω ξαφνικά μια φωνή: Σε βλέπω εγώ Γιάννη (κόκαλο ο υποφαινόμενος), που τρελαίνεσαι με τη λαογραφία, με το χωριό, με την παράδοση και τον πολιτισμό (πού το ξέρει σκέφτηκα;). Μήπως θα μπορούσες να αφιερώσεις λίγο από τον χρόνο σου, να ακούσεις και τον δικό μου πόνο και το δικό μου μοιρολόι; Μήπως θα μπορούσες στη συνέχεια, αυτά που θα σου πω, να τα καθαρογράψεις κάπου και να τα επικοινωνήσεις ώστε, όσες και όσοι έζησαν τα προηγούμενα χρόνια μαζί μου, να θυμηθούν όλα τα καλά που τους πρόσφερα και που τώρα λόγω των περιστάσεων και των αλλαγών, δεν μπορώ πλέον να τους τα προσφέρω και να συγκινηθούν, αλλά και όσοι και όσες δεν συναναστράφηκαν και δεν ήλθαν σε επαφή ποτέ και τόσο έντονα μαζί μου, μέσα από τα εκπληκτικά γραφόμενά σου, να καταλάβουν οι άνθρωποι ότι, σε κάθε χωριό παλιά και η κάθε βρύση, αποτελούσε (γιατί τώρα νομίζω δεν αποτελεί) τον κινητήριο μοχλό της κοινωνικής του ζωής, δηλ. αποτελούσε το κύτταρο της τοπικής κοινωνίας;
Μπράβο λέω, κάθισα στο πεζούλι δίπλα της και ξεκίνησε: Εδώ γνώρισαν πολλές και πολλοί, τα ανέμελα παιδικά τους χρόνια, εδώ γνώρισαν τις παρέες τους και τα παιχνίδια τους, εδώ γνώρισαν τους/τις συντρόφους τους, εδώ ξεδιψούσαν, εδώ γνώρισαν χαρές και λύπες, εδώ γνώρισαν τέλος την κοινωνική ζωή του χωριού σου. Τα πεντακάθαρα και κρυστάλλινα νερά μας, μεγάλωσαν και έδωσαν την αίσθηση ότι, όπου και να πάει κάποιος/-α, το μυαλό του/της και το είναι του/της, θα είναι πάντα πολύ κοντά σε μας, στην οικογένειά του/της και στον παραδοσιακό λαϊκό τρόπο της υπόλοιπης ζωής του/της.
Άκου λοιπόν τώρα τον καημό μας, που σε τίποτα δεν διαφέρει από το μοιρολόι. Αυτή η μελωδία των τραγουδιών μας, τώρα είναι μονότονη και μελαγχολική, χωρίς καμία παραλλαγή, απλά γιατί βρισκόμαστε μέσα στο έρημο κοινωνικό περιβάλλον του χωριού. Είναι το μοιρολόι, ο πόνος της ξεπεσμένης αρχόντισσας βρύσης, για την περιφρόνηση και την εγκατάλειψη που της έγινε από εσάς, που για σας ήταν η πηγή της ζωής σας, η ίδια σας η ζωή ! Πάμε πολλά χρόνια πίσω και η θύμησή μου λέει ότι, εγώ αλλά και όλες οι άλλες βρύσες, τότε ήταν γεμάτες από γιαγιές και παππούδες, από γυναίκες και άντρες, από αγόρια και κορίτσια. Γκιούμια, παγούρια, κανάτια, κακάβια, μπουκλιά και οτιδήποτε άλλο δοχείο βόλευε, συνωστίζονταν στα πεζούλια μας, για να έρθει η σειρά τους να γεμίσουν με το καθαρό και γάργαρο νερό μας. Οι κοπέλες έδιναν τη σειρά τους και με μεγάλη ευχαρίστηση στους/στις μεγαλύτερους/-ες, γιατί αφενός μεν υπήρχε σεβασμός και αφετέρου για να έχουν περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους, να πούνε τα δικά τους, να συζητήσουν και να ερωτευτούν , να δουν το μέλλον τους, να μάθουν νέα του χωριού η μια από την άλλη, να σχολιάσουν τα γεγονότα της ημέρας και τους περαστικούς, να γελάσουν και να πουν τα μυστικά τους, τους καημούς και τους πόθους τους.
Από την άλλη μεριά, τα αγόρια περίμεναν πώς και πώς να πάνε για νερό, να συναντήσουν (αν τύχαινε) τα κορίτσια και μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία να μπορέσουν να έλθουν σε επαφή μαζί τους, γιατί ήταν δύσκολο την εποχή εκείνη να ειδωθούν μεταξύ τους, μακριά από τα βλέμματα των συγχωριανών τους. Αυτή η ώρα, ήταν η καλύτερη της μέρας. Ήταν η ώρα της ξεκούρασης και της ψυχαγωγίας σας. Γέλια, αστεία, πειράγματα, φωνές, έρωτες και καμιά φορά τσακώματα, συνέθεταν τον καθημερινό κύκλο. Όλοι σας, μα πιο πολύ οι γυναίκες (ειδικά οι κοπέλες), ήταν δεμένες με τη βρύση της γειτονιάς τους, άρα και με εμένα και καημό το είχανε, η ώρα αυτή, να μη τελειώσει ποτέ. Έλα όμως που τέλειωσε και μείναμε οι βρύσες να τραγουδούμε αυτό το αργό και χαμηλωμένο (λες και θα στερέψουμε) μοιρολόι, που σου ματώνει την ψυχή και σου πληγώνει την καρδιά.
Είχε όμως φτάσει το μεσημέρι και έπρεπε να κατέβουμε στην πλατεία και μέσα από τα θεόρατα πλατάνια, στο σπίτι για φαγητό. Την ευχαρίστησα, της υποσχέθηκα ότι, με την πρώτη ευκαιρία – η οποία τώρα μου δόθηκε, γι’ αυτό και το ευχαριστώ – θα μπορέσω όλα αυτά να τα φέρω σε επαφή με τον κόσμο (γιατί εκεί ανήκουν), την παρηγόρησα (τρόπος του λέγειν παρηγοριά, γιατί και εγώ το ίδιο παράπονο έχω, το πώς δηλ. φτάσαμε, αυτά τα εκπληκτικά παραδοσιακά έργα τέχνης, τα οποία με αγάπη και με μεράκι και τις πιο πολλές φορές αφιλοκερδώς έφτιαξαν και μας παρέδωσαν οι γονείς μας και οι παππούδες μας, να τα αφήσουμε στην τύχη τους), που μου άνοιξε την καρδιά της και μου εκμυστηρεύτηκε τον πόνο της και τον καημό της και με σφιγμένη την καρδιά και με δάκρυα στα μάτια, γιατί θυμήθηκα και νοστάλγησα τις εμπειρίες από τις βρύσες του χωριού μου (όπως και εσείς τις δικές σας, από τα χωριά σας ο καθένας και η καθεμιά), αλλά και μη μπορώντας πλέον να αρθρώσω λέξη, σηκώθηκα από το πεζούλι και με σκυμμένο το κεφάλι, αποχώρησα.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass