Η φύση αντιδρά βίαια, όσο εμείς προσπαθούμε να την αλλάξουμε προς το χειρότερο.
Με το πρωινό ξύπνημα, η δύναμη της συνήθειας οδηγεί το χέρι στο τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης. Πρώτο κανάλι, δολοφονίες, ληστείες και κλεψιές. Δεύτερο κανάλι η ακρίβεια και η φτώχεια που είναι επακόλουθο της ακρίβειας. Τρίτο κανάλι, οι απειλές της Τουρκίας, η κατ’ αυτούς κακή μας συμπεριφορά προς τους λαθρομετανάστες και τα δικαιώματά τους στη Γαλάζια Πατρίδα, δηλαδή σε ολόκληρη την Ανατ. Μεσόγειο. Μας λένε πόσο καλοί άνθρωποι είναι εκείνοι και πόσο κακοί είμαστε εμείς και τους αδικούμε. Αλλάζει κανάλι… Εδώ κυριαρχούν οι βιασμοί και τα revenge porn. Ο Πούτιν τρίζει τα δόντια και απειλεί. Τίποτε αισιόδοξο… Δεν αντέχεις άλλη ενημέρωση. Μελαγχολείς. Κλείνεις την τηλεόραση και σκέπτεσαι ότι δεν υπάρχει δρόμος διαφυγής από την άθλια καθημερινότητα. Κάτι πρέπει να κάνεις γι’ αυτό, για να μην καταλήξεις στα ψυχοφάρμακα. Η κατανάλωση των οποίων, άλλωστε, αυξήθηκε παγκοσμίως.
Βγαίνω στην αυλή. Οι δύο γάτες μου περιμένουν το καθιερωμένο πρωινό τους. Μου το λένε με τον τρόπο τους. Κάποτε τα ζώα θα μιλάνε κι εμείς όχι. Θα έχουμε κλειστεί στον εαυτό μας και στη μελαγχολία μας.
Κοιτάζω γύρω μου. Η ατμόσφαιρα είναι πεντακάθαρη, μετά τη νυχτερινή ανεμοθύελλα. Το βουνό μας, ο Κίσσαβος, είναι απέναντι καταπράσινος από τα πεύκα με ένα άσπρο στέμμα στην κορυφή από χιόνι, και με καλεί. Να! ο τρόπος να ξεφύγω από τον βομβαρδισμό των κακών ειδήσεων που μας οδηγούν σε μελαγχολία.
Αποφασίζω να επισκεφθώ το βουνό. Είναι εύκολο άραγε; Νιώθω παγιδευμένος και πρέπει να το επιχειρήσω σαν τρόπο διαφυγής. Ξεκινάω. Διασχίζω την όμορφη Αγιά. Ακολουθώ το μονοπάτι που οδηγεί στο Μεγαλόβρυσο. Η ανηφόρα είναι δύσκολη για την ηλικία μου. Σκέφτομαι ότι είναι αποκοτιά αυτό που κάνω, αλλά δεν μπορώ να κάνω πίσω. Σιγά - σιγά προχωράω. Ας είναι χειμώνας η φύση είναι μαγευτική. Τα δύο ρέματα που συμβάλλουν στον χειμαρροπόταμο Άμυρο, μετά τη μεγάλη πλημμύρα που σημειώθηκε τις προάλλες έχουν αρκετό νερό που τρέχει με παφλασμό και σε άλλα σημεία τραγουδάνε με έναν σιγανό δικό τους σκοπό. Όλα στη φύση μιλάνε. Κάτι μας λένε, που πρέπει να ανοίξουμε τις καρδιές μας για να τα καταλάβουμε. Ένας κότσυφας πετάγεται τρομαγμένος από κοντά μου, τιτιβίζοντας άγρια. Γλίτωσε, μέχρι τώρα, από το κυνήγι και είναι τρομοκρατημένος από τους ανθρώπους. Τα φυλλοβόλα δένδρα είναι γυμνά αυτήν την εποχή, αλλά στέκουν πάντα εκεί να μας καλωσορίσουν. Στον υπόροφο υπάρχουν αρκετά αείφυλλα, που δίνουν έναν τόνο φρεσκάδας με το πράσινο φύλλωμά τους.
Προχωράω σιγά σιγά, με στάσεις για ξεκούραση. Τέλος, φτάνω στο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας Μεγαλοβρύσου. Αρκετά, λέω, ως εδώ. Είμαι τυχερός που τα κατάφερα. Το ταπεινό εκκλησάκι, έργο της ευσέβειας των κατοίκων του χωριού, στέκει εκεί δίπλα μου, ερημικό και σιωπηλό. Δυο πάγκοι, έχουν επάνω τους τη φθορά του χρόνου από την πολυκαιρία. Ο μικρός αύλειος χώρος, έχει καλυφθεί από τα φύλλα των δένδρων. Τα δένδρα τριγύρω είναι πελώρια, διότι κανείς δεν τολμά να πειράξει την περιουσία της εκκλησίας. Εισέρχομαι στο μικρό εκκλησάκι. Λίγες εικόνες, ένα αναλόγιο, το παγκάρι, ένα μανουάλι, λίγες καρέκλες. Έρχονται στον νου μου όσα έγραψε για τα ξωκλήσια ο Άγιος της λογοτεχνίας μας, ο κυρ-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Όλα είναι σιωπηλά και κατανυκτικά. Εδώ κατοικεί η Θεία Δύναμη. Δεν χρειάζονται πολυτέλειες για να νιώσεις τη μεγαλοσύνη του Θεού. Ο Χριστός έζησε με ταπεινότητα και εγκράτεια. Εδώ σ’ αυτό το ταπεινό ξωκκλήσι βρίσκεται. Γεμάτος δέος, έρχεται στο νου μου το τροπάριο του πολιούχου της Αγιάς, Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου της ερήμου. Ψέλνω:
Τον ζηλωτήν Ηλίαν τοις τρόποις μιμούμενος,
τω βαπτιστή ευθείαις τας τρίβοις επόμενος, πάτερ Αντώνιε….
Βγαίνω από το εκκλησάκι γεμάτος συγκίνηση. Η φύση ησυχάζει. Τίποτε δεν διαταράσσει τη γαλήνη του βουνού. Φωνάζω με όλη τη δύναμή μου. Ε! ε, ε… Ο! ο, ο, ο…Η φωνή μου αντιλαλεί στην πλαγιά του βουνού. Βαθιά στη ρεματιά, με ανταπαντά η κακαριστή φωνή ενός αγριοκόκκορα.
Λυτρωμένος και βαθιά συγκινημένος, παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Η κάθοδος είναι ευκολότερη. Φτάνω στην Αγιά. Συναντώ έναν γνωστό μου. Πολύ χαρούμενο, μου λέει, σε βλέπω. Κέρδισες κανένα λαχείο; Κέρδισα τη γαλήνη τού απαντάω. Με κοιτάζει παράξενα. Ποιος ξέρει τι σκέφτεται για μένα.
Εγώ όμως ξέρω. Είμαι λυτρωμένος από τα άγχη μου.
Γυρίζω στο σπίτι μου ευτυχισμένος.
Από τον Σωτήρη Απ. Παπαποστόλου,
συνταξιούχο δασοπόνο