Ήταν η εποχή της αλλαγής. Το καλοκαίρι τελείωνε, έρχονταν το φθινόπωρο, κι όλα τα θερινά ρούχα έπρεπε να μαζευτούν να μπουν στη θέση τους καθαρά για την επόμενη θερινή περίοδο.
Η Ειρήνη είχε ξεχωρίσει αρκετά ρούχα δικά της, του συζύγου της και των παιδιών της, που έπρεπε να δώσει στο καθαριστήριο.
Ενδυμασίες μιας ιδιαίτερης μεταχείρισης γιατί ήταν κάποιας αξίας, από ακριβό ύφασμα περιποιημένα, όχι παλιά, είχαν αγοράσει πρόσφατα από καταστήματα με ποιότητα, γούστο και άριστη ραφή. Όχι δεν έπρεπε να τα βάλει στο πλυντήριο με τ’ άλλα της καθημερινής χρήσης, υπήρχε ο φόβος να χάσουν τη φόρμα τους, να μαζέψουν. Δεν ήθελε ούτε στο χέρι να πλυθούν, όπως έκανε συχνά η Ειρήνη, για να αποφύγει το κόστος του καθαριστηρίου.
Τα οικονομικά του σπιτιού ήταν περιορισμένα, όχι στερημένα, με λίγη οικονομία και καλή διαχείριση των χρημάτων περνούσαν καλά, δίχως τίποτα να τους λείπει.
Όμως το παραπάνω έξοδο έπρεπε να γίνει. Δίπλωσε σε χάρτινη τσάντα αποσκευής προσεκτικά τα ρούχα και βγήκε για το κοντινό καθαριστήριο, σ’ ελάχιστη απόσταση από το σπίτι της.
Έφτασε και άνοιξε τη γυάλινη πόρτα, καλημερίζοντας πρόσχαρα την ιδιοκτήτρια, που στεκόταν όρθια μπροστά σε μια μεγάλη σιδερώστρα ατμού, την οποία έπιανε από τη λαβή δυνατά, ανεβοκατέβαζε το πάνω μέρος της, τοποθετούσε το ρούχο πάνω της, το σιδέρωνε τέλεια, κι έστεκε έτοιμο από τα χέρια της γυναίκας του καθαριστηρίου, να τοποθετεί στην κρεμάστρα, κι ύστερα μ’ ένα κοντάρι μακρύ ξύλινο να βάζει ψηλά δίπλα στα πολλά και διάφορα ρούχα των πελατών.
Πιο πέρα ένα τεράστιο πλυντήριο διαρκώς δούλευε ασταμάτητα, γυρίζοντας δεξιά αριστερά, πλένοντας παρακολουθούσες από τη γυάλινη πόρτα του το στριφογύρισμα των ρούχων.
Έπειτα στους πάγκους γύρω έβλεπες σωρό άπλυτων ρούχων που περίμεναν τη σειρά τους για πλύσιμο, καθώς και το βουνό των ασιδέρωτων σκέφτεσαι πόσο κόπο, απεριόριστης αντοχής με διαρκή ορθοστασία, που απαιτεί αυτή η δουλειά και ο ιδρώτας να λούζει το πρόσωπο, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο μόχθος της καθημερινής δουλειάς, μιας κουραστικής, κοπιαστικής δύσκολης, είναι φανερό πως χρειάζεται σωματική δύναμη, μα και ψυχική να αντέξεις στη συνεχή ορθοστασία το τονίζω και πάλι.
Μια γυναίκα σ’ αυτήν την εργασία, μόνη από χρόνια, αληθινά αναρωτιέμαι πώς αντέχει. Έπιασα την κουβέντα μαζί της, λέγοντάς της διάφορα για τον καιρό, τα νέα της ημέρας, να την κάνω λίγο να ξεχαστεί να ανασάνει.
Από δουλειά είμαι χορτάτη, τι να σου λέω, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι στη βιοπάλη.
Δουλειά και πάλι δουλειά, απ’ το πρωί ως το βράδυ, για μένα δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Την άκουγα να μου μιλά και μέσα μου καταλάβαινα πόσο τυραννισμένη, απέραντα δουλεμένη, σκληραγωγημένη ήταν, μια γυναίκα βασανισμένη, μαρτυρούσε δεν μπορούσε να κρύψει τη βιοπάλη της, ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπό της. Κάμποσες ρυτίδες στο μέτωπο, σκαμμένα μάγουλα και τα μαλλιά της γκρίζα μέχρι τους ώμους να πλαισιώνουν την κουρασμένη, μαραμένη πρόωρα όψη της, όχι ανάλογη με την ηλικία της. Η ματιά της όμως ήταν ζωηρή, πετούσε σπίθες, άστραφτε και μέσα εκεί έβλεπες τη δύναμη της ψυχής της, το θάρρος που αντλούσε να σταθεί γερή, να ανταπεξέλθει στην καθημερινή ρουτίνα της δουλειάς της, να ’ναι πρόθυμη, ευγενική, σωστή σε όλα. Ήταν αρκετά νέα ακόμη, δεν θα λύγιζε. Η δουλειά καθόλου δεν την πτοούσε, είχε δύναμη, ήταν η ηρωίδα της ζωής.
Όσο εγώ σκεφτόμουν όλα αυτά, είχε πάρει ήδη τη μεγάλη τσάντα μου, την άδειασε, τσέκαρε τα ρούχα, τα τακτοποίησε δίπλα της και μου όρισε τη μέρα της παραλαβής τους.
Τη χαιρέτησα και βγήκα στον δρόμο, θαυμάζοντας για άλλη μια φορά την αξιοσύνη, την εργατικότητά της, την καρτερία, τη δύναμή της κι άλλα πολλά προτερήματα που είχε, της έδιναν τη σιγουριά να σταθεί γερά στα πόδια της, να συνεχίσει την πορεία της ζωής της ως εκεί που της έχει ορίσει η μοίρα, με την ελπίδα πως κάτι καλό θα της φυλάξει για το τέλος. Της αξίζει.
* Η Κωνσταντίνα Κότση είναι μέλος της Ε.ΛΟ.ΣΥ.Λ. και μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών.