γιατί αυξήθηκε, σταδιακά και αναγκαστικά, το μαθητικό δυναμικό της χώρας. Πολλαπλασιάστηκαν, ακόμη, γιατί άλλαξε η δομή και ο τρόπος λειτουργίας της ελληνικής οικογένειας και της κοινωνίας, γενικότερα, με αποτέλεσμα να επηρεασθεί και η εν γένει συμπεριφορά των παιδιών. Οι εξελίξεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα και τη διαφορετική αντιμετώπιση των ζωηρών και αδιάφορων μαθητών σε σχέση μ’ αυτή του χθες, μια που, εν τω μεταξύ, άλλαξαν και οι παιδαγωγικές αντιλήψεις περί του πρακτέου.
Στο παρελθόν, λοιπόν, οι μαθητές αυτοί αντιμετωπίζονταν, αυστηρά και χωρίς επιείκεια, γιατί θεωρούνταν απ’ την, τότε, αυστηρή, πατριαρχική και αυταρχική κοινωνία μας, τροχοπέδη για τη μόρφωση και την αγωγή των άλλων μαθητών. Γι’ αυτό και, μια που προβάλλονταν, ιδιαίτερα, το σύνθημα «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο», καθώς και το ότι «το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», χρησιμοποιούνταν, πολλοί και διάφοροι τρόποι, προκειμένου να συνετίζονται και να προσαρμόζονται στην εύρυθμη λειτουργία των σχολείων. Ως εκ τούτου, ειδικά στο Δημοτικό Σχολείο, όταν δεν περνούσε ο λόγος, έπιπτε, με περισσή ευκολία και με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών, το χαστούκι ή η ράβδος, την οποία, πολλές φορές, προμήθευαν στους δασκάλους τους οι ίδιοι οι μαθητές φτιαγμένη από βέργα κρανιάς, για να μη σπάζει, εύκολα. Πέραν τούτου, οι ζωηροί και άτακτοι μαθητές είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και άλλες παραδειγματικές τιμωρίες, όπως επιπλήξεις, αγγαρείες, αλλά και αποβολές και αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, όταν δε συμμορφώνονταν στις υποδείξεις των δασκάλων τους. Ακόμη και στο Τσοτύλι Κοζάνης κατέληγαν, τότε, κάποιοι μαθητές, όπου υπήρχε ειδικό σχολείο για ατίθασους.
Αλλά και το εξεταστικό σύστημα ήταν, ιδιαίτερα, αυστηρό, αφού, για να αλλάξει κανείς βαθμίδα Εκπαίδευσης έπρεπε να δώσει πετυχημένες εξετάσεις από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και από το Γυμνάσιο στο Λύκειο. Επί πλέον, οι εκπαιδευτικοί Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ήταν πολύ σφιχτοί στη βαθμολογία και, γι’ αυτό, δεν ήταν λίγοι οι μαθητές, που έμεναν ανεξεταστέοι ή απορρίπτονταν με περισσή ευκολία επαναλαμβάνοντας τα μαθήματα της ίδιας χρονιάς. Γι’ αυτό, κυρίως στα Δημοτικά Σχολεία, μια τάξη ξεκινούσε με ένα συγκεκριμένο αριθμό μαθητών και στην πορεία, είτε μειώνονταν, είτε αυξάνονταν εξ αιτίας όσων απορρίπτονταν, με αποτέλεσμα κάποιοι μαθητές να κινδυνεύουν να γεράσουν στα θρανία, προκειμένου να πάρουν το απολυτήριό τους. Ευτυχώς, που ψηφίστηκε, κάποια στιγμή, νόμος, ο οποίος επέτρεπε τη διακοπή των σπουδών μετά τη συμπλήρωση του 15ου έτους της ηλικίας.
Όλα αυτά, βέβαια, έχουν σχέση με το χθες, γιατί, με την πάροδο του χρόνου, τα πράγματα άλλαξαν, αλλά δημιουργήθηκαν, με τον καιρό, νέα προβλήματα, αφού απ’ την υπερβολική αυστηρότητα περάσαμε στην υπερβολική επιείκεια και, γι’ αυτό, εισπράττουμε, ποικιλότροπα, το τίμημα των επιλογών μας. Καλώς, βέβαια, που σταμάτησε, δια νόμου, ο ξυλοδαρμός και η βίαιη, γενικώς, συμπεριφορά κατά άτακτων μαθητών. Καλώς, που καταργήθηκαν οι εξετάσεις από βαθμίδα σε βαθμίδα Εκπαίδευσης και περιορίστηκαν οι από τάξη σε τάξη μαθητές και η με περισσή ευκολία απόρριψή τους. Φθάσαμε, όμως, στο άλλο άκρο, αφού πολλοί εκπαιδευτικοί, ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής, είναι αδιάφοροι και, ιδιαίτερα, επιεικείς με τη συμπεριφορά των μαθητών, εντός και εκτός αιθούσης, αλλά και με την αξιολόγησή τους. Έτσι οι ανεξεταστέοι έχουν ελαχιστοποιηθεί και οι απορριπτόμενοι έχουν, σχεδόν, εξαφανιστεί, αφού τα σχολεία έχουν μετατραπεί σε κέντρα παραγωγής αριστούχων. Γι’ αυτό και οι αδιάφοροι, ζωηροί και άτακτοι μαθητές στα Γυμνάσια και στα Λύκεια τείνουν αυξανόμενοι.
Σ’ αυτό το αποτέλεσμα συμβάλλουν οι βίαιες και ανεξέλεγκτες συμπεριφορές νεαρών οπαδών, εντός και εκτός γηπέδων, αλλά και οι παράνομες, κάθε χρόνο, καταλήψεις σχολείων, οι οποίες έχουν καταντήσει, πλέον, θεσμός, ο οποίος εθίζει μαθητές σε ανυπακοή, σε πράξεις βίας και σε καταστροφή δημόσιας περιουσίας, αφού μένουν, συνήθως, ατιμώρητοι. Και επειδή η επαφή και η επικοινωνία γονέων και παιδιών, αλλά και η συνεργασία μεταξύ σχολείων και γονιών δεν είναι η ενδεδειγμένη για τα δεδομένα της εποχής, η κατάσταση πάει απ’ το κακό στο χειρότερο. Γι’ αυτό και Πολιτεία, γονείς και σχολική κοινότητα πρέπει να αφουγκρασθούν και να περιορίσουν το πρόβλημα.
Αυτό, σε καμιά περίπτωση, δε σημαίνει, βέβαια, επιστροφή στις πρακτικές και μεθόδους του παρελθόντος, αλλά αντιμετώπιση σύγχρονη με τη βοήθεια, πάντα, της Παιδαγωγικής Επιστήμης και της Ψυχολογίας. Αμήν και πότε.