Και αυτό, μπορεί να εξηγεί σε έναν βαθμό, γιατί οι πολιτικοί όλων των κομμάτων που κυβερνούν, για να αποφεύγουν τις δεσμεύσεις ενός σχεδιασμού και να είναι επαρκώς «ευέλικτοι» στις επιλογές τους, κλείνουν τα αυτιά τους μπροστά στο υπερώριμο αίτημά μας για εκπόνηση ενός μάστερ πλαν. Και εάν σκεφθεί κανείς ότι η εκπόνηση ενός σχεδιασμού σε μια δημοκρατική χώρα θα είχε ως φυσιολογική συνέπεια τη διαβούλευση με τους πολίτες και τους φορείς μιας περιοχής (αυτοδιοίκηση, επιμελητήρια κ.λπ.) και θα περιόριζε τη δυνατότητα επιλογής έργων με τα συνήθη πελατειακά κριτήρια, ίσως τότε η απάντηση στον προβληματισμό μας γίνεται ακόμα πιο εύκολη. Αυτό υποστηρίζει η Ε.Δ.Υ.ΘΕ. για τα σημερινά αδιέξοδα στην αντιμετώπιση του υδατικού προβλήματος στη Θεσσαλία και την αναγκαιότητα εκπόνησης ενός συνολικού και τεκμηριωμένου επιστημονικά σχεδίου διαχείρισής του. Πιο συγκεκριμένα:
ΕΡΩΤΗΣΗ «ΕτΔ»:
Στις βασικές διεκδικήσεις της Ε.Δ.Υ.ΘΕ. περιλαμβάνεται και «η εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου πλάνου (master plan) έργων και δράσεων» σχετικά με το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας.
Σε τι ειδικότερα θα αποσκοπούσε ένα τέτοιο σχέδιο; Σε τι θα διέφερε από το εγκεκριμένο Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) Θεσσαλίας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Ε.Δ.Υ.ΘΕ.:
Η αντιμετώπιση του υδατικού - περιβαλλοντικού προβλήματος της ελλειμματικής σε νερό θεσσαλικής λεκάνης είναι ένα σύνθετο ζήτημα με πολλές παραμέτρους.
Εάν σε αυτά προστεθούν η ενεργειακή του διάσταση (ΥΗ έργα) και η ανάγκη προστασίας από την ξηρασία και τις πλημμύρες (θέματα υδατικής ασφάλειας), είναι προφανές ότι απαιτείται επιστημονικός σχεδιασμός και ολοκληρωμένο πλάνο έργων και δράσεων, που συνοπτικά το αποκαλούμε master plan (m.p.).
Στην εκπόνηση ενός τέτοιου πλάνου είναι απαραίτητο να τεθούν κριτήρια ως προς τη σημασία των διάφορων έργων ή/και παρεμβάσεων, το κόστος τους, τον απαιτούμενο χρόνο ολοκλήρωσής τους, τις υπάρχουσες δυνατότητες εξασφάλισης χρηματοδότησης κ.ο.κ.
Μόνο έτσι είναι δυνατό να συνδεθεί η επίλυση του υδατικού με τους ΣΤΟΧΟΥΣ που τίθενται, είτε από τα γενικότερα πλάνα στα οποία δεσμεύεται η χώρα μας (π.χ. απανθρακοποίηση), είτε από τις ευρωπαϊκές οδηγίες (π.χ. Οδηγία 60/2000 για τα νερά), είτε από το εγκεκριμένο ΣΔΛΑΠ της Θεσσαλίας, το οποίο (υποτίθεται) υπηρετούν και οι πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, το εγκεκριμένο ΣΔΛΑΠ/Θεσσαλίας (2017) δεν είναι δυνατό να υποκαταστήσει τον αναγκαίο σφαιρικό, αναλυτικό και λεπτομερή προγραμματισμό μελετών και έργων, που δυστυχώς δεν υφίσταται.
Εξάλλου τα ΣΔΛΑΠ επί της ουσίας εκπονούνται για να καταγράψουν την υφιστάμενη κατάσταση σε κάθε υδατικό διαμέρισμα και για να υποδείξουν κατευθύνσεις έργων και δράσεων που περιοριστικά θα εξυπηρετούν τον στόχο της Οδηγίας 60/2000 για την προστασία των υδάτινων οικοσυστημάτων, την αποτροπή της περαιτέρω υποβάθμισής τους και την αποκατάσταση όσων οικοσυστημάτων βρίσκονται σε επιβαρυμένη/κακή κατάσταση (όπως σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει στη Θεσσαλία - Πηνειός, υπόγειοι υδροφορείς κ.λπ.).
Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη και η πρόσφατη εμπειρία αναθεώρησης του ΣΔΛΑΠ (2017), όπου με παρεμβάσεις πολιτικών στο έργο των επιστημόνων (ενδεικτικά, με εντολή Σ. Φάμελλου υποχρεώθηκαν οι μελετητές του ΣΔΛΑΠ να εξαιρέσουν τα έργα μεταφοράς νερού από τον Αχελώο προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι γνωστές ιδεοληψίες του πολιτικού του χώρου), καθώς και το γεγονός ότι θέτουν συχνά τις μικροκομματικές σκοπιμότητες πιο πάνω από την ευθύνη τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και την προστασία από τους κινδύνους που απειλούν μια περιοχή (π.χ. απειλή ξηρασίας στη Θεσσαλία), τότε τα ΣΔΛΑΠ αντικειμενικά υποβαθμίζονται και αδυνατούν να ανταποκριθούν ακόμη και στους βασικούς στόχους της Οδηγίας 60/200.
Όπως και εάν έχουν τα πράγματα, ο αναγκαίος ουσιαστικός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση του υδατικού προβλήματος στη Θεσσαλία απουσιάζει.
Έτσι γινόμαστε συχνά μάρτυρες επιλογής έργων που «ξαφνιάζουν» με τα απροκάλυπτα τοπικιστικά ή/και πελατειακά χαρακτηριστικά τους, τον περιορισμένο βαθμό ωριμότητας σε κάποια από αυτά (που τελικά καρκινοβατούν για πολλά χρόνια ή και εγκαταλείπονται - τυπικό παράδειγμα το φράγμα Αγιονερίου Ελασσόνας), τη χαμηλή προτεραιότητά τους ή/και το μεγαλύτερο κόστος (ανά κ.μ. νερού ταμίευσης) σε σχέση με άλλα πολύ πιο σημαντικά έργα, κ.ο.κ.
Ίσως τα παραπάνω να εξηγούν σε έναν βαθμό γιατί οι πολιτικοί όλων των κομμάτων που κυβερνούν, για να αποφεύγουν τις δεσμεύσεις ενός σχεδιασμού και να είναι επαρκώς «ευέλικτοι» στις επιλογές τους, κλείνουν τα αυτιά τους μπροστά στο υπερώριμο αίτημά μας για εκπόνηση ενός m.p. Και εάν σκεφθεί κανείς ότι η εκπόνηση ενός σχεδιασμού σε μια δημοκρατική χώρα θα είχε ως φυσιολογική συνέπεια τη διαβούλευση με τους πολίτες και τους φορείς μιας περιοχής (αυτοδιοίκηση, επιμελητήρια κ.λπ.) και θα περιόριζε τη δυνατότητα επιλογής έργων με τα συνήθη πελατειακά κριτήρια, ίσως τότε η απάντηση στον προβληματισμό μας γίνεται ακόμα πιο εύκολη. Ενδεχομένως σε κάποιους θα ακουστεί απόλυτο και βαρύ: Όμως για εμάς σοβαρή κυβέρνηση σημαίνει και σοβαρός προγραμματισμός και σχεδιασμός για τα μεγάλα θέματα του τόπου και της κάθε περιοχής, ιδιαίτερα όταν σε κάποιες από αυτές (όπως π.χ. στη Θεσσαλία) έχουν συσσωρευτεί δυσεπίλυτα προβλήματα και αποδεδειγμένα πολλαπλοί κίνδυνοι για την ασφάλεια των πολιτών και τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων.
Γι’ αυτό και θα επιμείνουμε στη διεκδίκησή μας αυτή.
Για την Ε.Δ.Υ.ΘΕ.:
Τάσος Μπαρμπούτης, Κώστας Γκούμας