Περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Μεγαλώσαμε με «αυγόψωμο» [μια φέτα ψωμί βουτηγμένη σε ένα αυγό χτυπημένο (για να αβγαταίνει) στο πιάτο και μετά στο τηγάνι για ψήσιμο] και ζάχαρη (αν υπήρχε, γιατί πολλές φορές την αντικαθιστούσε το αλάτι), ενώ το καλοκαίρι με ψωμί, ντομάτα, ρίγανη και τυρί ή το άλλο, ενδεικτικό της φτώχειας και της ανέχειας που υπήρχε, όπου μοιραζόμασταν και τρώγαμε μια ελιά με 8 μπουκιές ψωμί... και στο τέλος γλείφαμε και το κουκούτσι της μέχρι να βγάλει πικράδα! Με τη σάκα μας, το τρουβέλι όπως το λέγαμε (ένα πανί υφασμένο στον αργαλειό, με τις τρεις πλευρές του κλειστές και μόνο την πάνω ανοιχτή, για να μπαίνουν μέσα τα βιβλία, η πλάκα και το κοντύλι), το καπέλο με την κουκουβάγια στο κεφάλι και ένα καυσόξυλο στο χέρι, για τη σόμπα του σχολείου τον χειμώνα, κινούσαμε για το σχολείο. Η μάθηση δεν ήταν εύκολη, γιατί το σπίτι περίμενε τα πάντα από το σχολείο. Εκείνο όμως όχι μόνο δεν μας βοηθούσε, αλλά κατά κάποιον τρόπο, εμπόδιζε κι αυτές τις προσπάθειές μας, διότι το μεσημέρι αντί να διαβάζουμε τα μαθήματά μας, υπήρχε αυτό που σήμερα λέμε «εργασιακό απογευματινό τρίωρο ή τετράωρο», ανάλογα. Μόλις άρχιζε δηλ. να δένει λίγο το κορμί μας, οι γονείς μας φρόντιζαν να μη μείνουμε άνεργοι. Για ύπνο, ούτε λόγος.
Τις Κυριακές συγκέντρωση, μετά μπαίναμε σε γραμμή (μπροστά τα κορίτσια και ακολουθούσαμε εμείς) και μόλις χτυπούσε η τρίτη καμπάνα, κατευθείαν για την εκκλησία, όπου έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Σταυρώναμε τα χέρια και παρακολουθούσαμε άφωνοι τη Θεία Λειτουργία, γιατί για οποιοδήποτε πείραγμα, την άλλη μέρα θα έπρεπε να δώσουμε στον δάσκαλο λόγο. Απουσίες δεν υπήρχαν, γιατί σε περίμενε την επόμενη μέρα η «κρανίσια βέργα» ή «η αγία ράβδος» (έτσι λεγόταν), μιας και «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», ή έπρεπε να καθίσεις στη γωνία της σχολικής αίθουσας όρθιος ή στα γόνατα ή να μείνεις κάποια διαλείμματα κλεισμένος μέσα στο σχολείο (ό,τι χειρότερο για ένα παιδί εκείνης της ξέγνοιαστης και ανέμελης εποχής).
Ακολουθούσαν τα παιχνίδια, γιατί χωρίς αυτά δεν «πήγαινε καλά η μέρα», τα οποία ήταν βίαια. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα [τραμπάλα επάνω σε γρεντές (χοντρές μεγάλες ξύλινες τάβλες) και επάνω στα πεζούλια (ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι), τσουλιγκάρια ή τσιλίκα ή όπως αλλιώς λέγεται (και αυτό επικίνδυνο, γιατί μπορούσε να σου βγάλει το μάτι, αν σε χτυπούσε κατά λάθος το μικρό ξυλάκι), κ.ά.] ή άλλα υλικά της εποχής. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντάς τα, για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας, παίζαμε όλη την υπόλοιπη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι, παρά μόνο αφού νύχτωνε. Κανείς δεν μπορούσε να μας βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάζαμε τα κόκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους». Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Χτυπούσαμε τα γόνατα... τα φτύναμε με το σάλιο μας, τα καθαρίζαμε όπως - όπως με τα χέρια μας ή τα ρίχναμε και λίγο ουρικό οξύ (τηρούσαμε κατά γράμμα, όπως θα καταλάβατε, ό,τι ακριβώς προέβλεπε το υγειονομικό πρωτόκολλο του χωριού)... έτσουζε, ξέτσουζε... συνεχίζαμε το παιχνίδι... κι όταν γυρίζαμε με το καλό σπίτι και το έβλεπαν οι γονείς μας τρώγαμε και καμιά σβουριχτή... και μετά με ένα πανί βρεγμένο άρχιζε το πλύσιμο...και τότε ουρλιάζαμε, γιατί τότε πονούσαμε, αλλά παρ’ όλα αυτά ακόμη και σήμερα παρακαλώ και λέω μέσα μου: Θεέ μου, πόσο θα ήθελα να ήμουν παιδί, γιατί μια φορά παιδί, για πάντα παιδί! Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καβγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλον (πάντα βέβαια φιλικά και καλοπροαίρετα), αλλά πάντα το ξεπερνούσαμε.
Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Πίναμε το μουρουνόλαδο για τα σκουλήκια και τρομάζαμε. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν, πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι. Δεν είχαμε Playstations, τηλεοπτικά κανάλια, κινητά, υπολογιστές ή Ιnternet. Είχαμε μόνο φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στον δρόμο ή στην πλατεία και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε ποδόσφαιρο, τσουλήθρες, τραμπάλες, κυνηγητό, κρυφτό, ...μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Πίναμε νερό με το χέρι από τη βρύση, αλλά και πολλές φορές κατευθείαν με το στόμα και δεν μας ένοιαζε αν έχει πιει και όλο το χωριό από εκεί. Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με τα λάστιχα, τα φλόμπερ και τα αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν «υπήρχαν» ενήλικοι, για να μας επιβλέπουν. Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω. Χωρίς κανέναν υπεύθυνο. Πώς τα καταφέραμε; Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση.
Το μπάνιο γινόταν με τον τενεκεδένιο νιπτήρα (ένα μαστορεμένο κατασκεύασμα σε σχήμα κορμού δέντρου, σχισμένου στη μέση σε όρθια στάση, με το πίσω μέρος ίσιο για να κρεμιέται στον τοίχο και το μπροστινό μέρος του καμπυλωτό και πάνω του κολλημένη μια μπρούτζινη βρυσούλα), κρεμασμένο από ένα καρφί και για πάρα πολλά χρόνια, μέχρι που μπήκαν (αρχές της δεκαετίας του ‘70) οι βρύσες, οπότε βγήκε σε αχρηστία, αλλά μέσα μας παραμένει κρεμασμένος για τα καλά, απ’ το καρφί της μνήμης μας και μένει και θα μείνει εκεί για πάντα!
Η σωματική μας ανάγκη «λάμβανε χώρα» και εξελισσόταν σε μια επαρκώς αεριζόμενη, ηλιόλουστη και φεγγαρόλουστη, «πολυτελή» κατασκευή. Με λίγα και απλά υλικά (σανίδια, κουρελούδες και έναν τσίγκο για σκεπή), γιατί αφενός μεν ζούσαν τότε όλες και όλοι στο ίδιο επίπεδο διαβίωσης και δεν «έμπαινε στο μάτι το κατιτίς παραπάνω ή δεν ξεχώριζε κανείς ή καμία», αλλά αφετέρου υπήρχε και η αντίληψη ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τη φύση και να σέβεται με τον τρόπο του, τον χώρο και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και κινείται, γι’ αυτό και οι κατασκευές, η λίπανση [υπήρχε απευθείας σύνδεση με το αμπέλι και τα κηπευτικά, γι’ αυτό και γίνονταν (πρόκοβαν δηλ.)], τα ήθη και τα έθιμα και γενικά όλες οι κινήσεις και οι συμπεριφορές, έπρεπε να μην παρεκκλίνουν από αυτόν τον κανόνα. Όμως στη ζωή, όλα σχεδόν τα πράγματα έχουν δύο όψεις. Είχε και τα καλά του (αφενός μεν απολάμβανες το καλοκαίρι τη φύση και τον έναστρο ουρανό), είχε όμως και τα μειονεκτήματά του, γιατί τον χειμώνα ήταν πάρα πολύ δύσκολη η πρόσβαση (λόγω και του παγετού και του σκότους), όπου με το φαναράκι πετρελαίου ή με τον φακό (για όσους και όσες θυμούνται, εκείνον με την τετράγωνη μπαταρία), προσπαθούσες να φτάσεις ως εκεί και από τον φόβο σου (και γάτα να πέρναγε, κρύος ιδρώτας σ’ έπιανε), δεν έφτανες σχεδόν ποτέ χωρίς απώλειες, σώος και αβλαβής!
Έφτανε επιτέλους το βράδυ και έπρεπε «να μαζευτούμε στο σπίτι» και να διαβάσουμε. Τι διάβασμα να κάνεις τώρα; Έπαιρνες τον φεγγίτη ή τη λάμπα πετρελαίου (με κατεβασμένο το φυτίλι, χαμηλωμένη τη φλόγα, για να μην καίει πολύ πετρέλαιο, αλλά και πολλές φορές με καπνισμένο και μαυρισμένο το λαμπόγυαλο), τα έβαζες στη μέση στο τζάκι, για να φέγγουν (όσο μπορούσαν να φέξουν σε όλο το δωμάτιο) και έψαχνες να βρεις το σκαμνί, για να το βάλεις εκεί κοντά στο φως και επάνω του να «φτιάξεις το ωραίο γραφείο σου», για να μπορείς να γράψεις και να διαβάσεις και δεν έφτανε βέβαια μόνο αυτό, αλλά έπρεπε όλα αυτά να συνοδεύονται και με την απαραίτητη μουσική κάλυψη και τα «ηχεία» (τις φωνές δηλ. από τα αδέλφια σου). Έρχονταν οι γονείς και ρωτούσαν: Όλα καλά, διαβάσαμε για την άλλη μέρα; Η απάντηση όπως πάντα ήταν καταφατική και «όλα καλά», αφού έμεναν αυτοί ήσυχοι και εμείς ευχαριστημένοι. Κάποιοι, όπως είναι φυσικό, δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη, πολλές φορές και με τη συγκατάθεση του πατέρα, ώστε «να τα μάθει καλύτερα του χρόνου», όπως έλεγε. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι.
Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στα παιχνίδια. Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε.
Γίναμε άνθρωποι... και μένουμε πάντα παιδιά μέσα μας κι ας μεγαλώσαμε. Αν και εσύ είσαι απ’ τους ανθρώπους, που τις ασπρόμαυρες εκείνες παιδικές και εφηβικές στιγμές και εικόνες, τις έχει αποθηκεύσει στη μνήμη σου, σαν ένα όμορφο, έγχρωμο και ζωντανό βίντεο και άλμπουμ, τότε είσαι αξιέπαινη/-ος. Αν και εσύ είσαι από τους «παλιούς» ή τις «παλιές», τότε «Συγχαρητήρια»! Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί...