Η τιμή που γνώρισε ο Χρήστος Χωμενίδης με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του «Νίκη», είναι αναμφισβήτητα μία αναγνώριση για την Ελλάδα. Όμως, πώς αυτό το προβεβλημένο βραβείο θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά υπέρ της εξωστρέφειας της σύγχρονης λογοτεχνίας μας και δεν θα παραμείνει μετέωρη επιβράβευση, όπως απέδειξε η πορεία της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, μετά την κατάκτηση του «Euro»;
Ίσως αυτό το ερώτημα περισσότερο ακούγεται ρητορικό, αφού δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για να στηρίξουμε εμείς οι ίδιοι τη βιβλιοπαραγωγή μας. Δεν γράφουμε λογοτεχνία, γιατί το ελληνικό βιβλίο δεν αρχίζει και τελειώνει με την παραγωγή ποίησης και πεζογραφίας. Η ελληνική εκδοτική παραγωγή κυρίως στρέφεται στις ξένες αγορές για να χτυπήσει τις τιμές στα παζάρια των ευπώλητων ξένων συγγραφέων, παρά να πουλήσει δημιουργίες με ελληνική υπογραφή.
Όλα αυτά ως προοιμιακά και ως προλεγόμενα, γιατί δεν σας κρύβουμε ότι δεν είμαστε και πολλοί αισιόδοξοι, παρά τα συγχαρητήρια της πολιτικής ηγεσίας. Αλλά, ας προχωρήσουμε στη διατύπωση κι άλλων ερωτημάτων, όσο κι αν θα παραμείνουν προσκολλημένα στα ερωτηματικά.
ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ
Ας συνεχίσουμε στο ίδιο αναπάντητο περιβάλλον. Τι διαβάζουν οι ξένοι, όταν μεταφράζεται ένα ελληνικό βιβλίο σε μία άλλη γλώσσα, στη γλώσσα τους; Η γλώσσα του πρωτοτύπου τείνει να εξαφανιστεί και να ενταφιαστεί σ’ ένα άλλο έργο; Π.χ., η γαλλική μετάφραση ενός κειμένου, όπως της «Νίκης», είναι ένα άλλο κείμενο, σε μία άλλη γλώσσα; Για ποιο κείμενο μπορούμε να μιλάμε, όταν ο Καβάφης ή ο Καζαντζάκης, οι δύο περισσότερο διαβασμένοι Έλληνες συγγραφείς έχουν κερδίσει αναγνωστικά τις αγορές βιβλίου; Γιατί παραμένουν ακόμη ενεργοί στις επιλογές του δυτικού κόσμου; Για τη γλώσσα τους ή για το θέμα τους;
Πάντως, η ιστορία της μεταφρασμένης λογοτεχνίας έχει δείξει ότι το ελληνικό βιβλίο συνήθως δεν μπορεί ν’ αποκτήσει διάρκεια ως παράδειγμα, καθώς προέρχεται από μία χώρα του Νότου με ελάχιστες δυνατότητες επιρροής, γιατί δεν έχει τον κυρίαρχο οικονομικό ρόλο της ψευδεπίγραφης ευρωπαϊκής ενοποίησης. Τα τελευταία χρόνια, ο μόνος που έσπασε το φράγμα της απομόνωσης, όχι μόνο γλωσσικής αλλά και πολιτιστικής, ήταν ο Πέτρος Μάρκαρης. Τον αστυνομικό που επέλεξε να αξιοποιήσει με το τάλαντο που διαθέτει του παρατηρητή και του αναλυτή, συγκράτησε τις νέες ροές μεταναστών ως πρωτόγνωρη θεματογραφία για τα ευρωπαϊκά αναγνωστικά ήθη.
Τι κομίζει, το έργο του Χρήστου Χωμενίδη στον δυτικό κανόνα, που συνήθως βραβεύει βιβλία που προέρχονται από τις μητροπόλεις των αποικιών και από τις πρώην -μετά την αυτοδιάθεση και την ανεξαρτησία τους- αποικίες τους; Εάν γράψουμε ότι συνεισφέρει κάτι ελάχιστο, ίσως να αδικήσουμε τον αναγνωρίσιμο συγγραφέα. Τα βραβευμένα έργα δεν κλείνονται στα σύνορα μιας αυτάρεσκης εθνικής θριαμβολογίας, αλλά συγκρούονται, συγκρίνονται και κερδίζουν ή χάνουν με τα κομβικά μυθιστορηματικά έργα, που είναι και παγκόσμια.
ΤΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΤΡΑΥΜΑ ΩΣ ΑΝΟΙΧΤΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
Ωστόσο, το μυθιστόρημα «Νίκη» που πραγματεύεται το εμφύλιο τραύμα, είναι ακόμη ενεργό με κάμποση δόση ιδεολογικής μνησικακίας και ανοιχτών λογαριασμών. Αυτό που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με σιγουριά είναι ποιο είναι το κοινό του. Οι νεότεροι που διαπαιδαγωγήθηκαν με τις νέες τεχνολογίες, και χωρίς να χαρακτηρίζονται από έλλειψη (υπερ)πληροφόρησης, ο Εμφύλιος και ο μετά-Εμφύλιος φαντάζει σ’ αυτούς μια παλιά ιστορία, βγαλμένη από τους ακόμη (επι)ζώντες παππούδες τους.
Πολύ φοβάμαι ότι στον κυρίαρχο δημόσιο διάλογο των παλαιότερων, εδώ και χρόνια, το ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί στην απαξίωση της Αντίστασης, με κύριο επιτελικό όργανο το ΚΚΕ. Και οι ξένοι, φίλοι κι εχθροί μας; Μήπως θέλουν να ξαναγραφεί μία αιματηρή σελίδα του νεοελληνικού βίου, χωρίς τα βαρίδια του φανατισμού, είτε από τα δεξιά, είτε από τα αριστερά;
Κι αν ναι, υιοθετούν με την περιγραφή του μυθιστορήματος από τον συγγραφέα του; «Γράφτηκε την εποχή που το εμφύλιο πνεύμα βρυκολάκιαζε στην πατρίδα μας. Που ποικιλώνυμοι δημαγωγοί επεδίωκαν να διχάσουν ξανά τους Έλληνες. Να στήσουν -με το πρόσχημα της λαϊκής αγανάκτησης- κρεμάλες. Ως συγγραφέας επεδίωξα να παρουσιάσω την Ιστορία μέσα απ’ την ιστορία μιας οικογένειας, όπως αληθινά είναι: Πολυεπίπεδη και πολυσήμαντη, πέρα απ’ το άσπρο και το μαύρο, την απλοϊκή διαίρεση μεταξύ καλών και κακών. Πιστεύω ότι η επιτυχία της «Νίκης» αποδεικνύει πως οι αναγνώστες δεν μασάνε στα εύκολα συνθήματα και αναγνώσματα. Ότι προσβλέπουν στην κατανόηση και όχι στον φανατισμό».
Ο ΝΕΟΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΜΑΣ
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο ξεκίνημά του. Ο ποιητής και ο κριτικός Δημήτρης Δασκαλόπουλος είχε κάποτε χαιρετίσει τον Χρήστο Χωμενίδη ως νέο Καραγάτση για το πρώτο του μυθιστόρημα «Το σοφό παιδί» (1989), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία. Αν δεν μας απατά η μνήμη μας, στα «Νέα» του Χρήστου Λαμπράκη και με διευθυντή τον Λέοντα Καραπαναγιώτη. Χαιρετίστηκε κι ως μεταμοντέρνο δημιούργημα από τον Θεόφιλο Δ. Φραγκόπουλο της αντικομουνιστικής «Τειχομαχίας». Αργότερα, ο συμπαθής ως άνθρωπος Φραγκόπουλος το γύρισε και ήρθε εγγύτερα στην Αριστερά. Πάντως, η «Τειχομαχία»(1954) ξανακυκλοφόρησε, το 1977, από τις εκδόσεις Διογένης του Κώστα Κουλουφάκου.
ΕΛΕΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΤΑΛΕΝΤΟ ΤΟΥ
Ο Χωμενίδης ελεείται κι ευλογείται από το πλεονάζον τάλαντο που διαθέτει να γεμίζει τη μία σελίδα μετά την άλλη, με την αφέλεια ενός παιδιού που διαλύει το παιχνίδι του. Κι αυτό δεν είναι σημείο των καιρών, είναι κομμάτι της ιδιοσυγκρασίας του. Σμαλτώνει το περίβλημα με την τεχνική των παλαιών κοσμηματοποιών, φιλοτεχνεί επιτραπέζια ωρολόγια της παλιννόστησης της γαλλικής μοναρχίας και τα κουρδίζει με τη γνώση-αγνωσία ότι τα ελατήρια, λίγο περισσότερο να τα πιέσεις, θα σπάσουν.
Αυτό το σπασμένο παιχνίδι είναι η λογοτεχνία του: εν ωρολόγιον σε σαλόνι με σταματημένους τους δείχτες, με απόντες όλους τους καλεσμένους. Μάλλον καλύτερα, που έχουν φύγει όλοι οι προσκαλεσμένοι. Αυτός είναι ο απρόσκλητος επισκέπτης του αστικού ερειπιώνα, κρεμασμένος στη σιδερόβεργα που έχει απομείνει από μία έκρηξη φανταστική.
Η χώρα του είναι η γη, η θάλασσα κι ο ουρανός της κατερειπωμένα, μια νεκροφάνεια ενοχικού παρελθόντος, με μοναδικό εναπομείναντα τον εαυτό να απωθεί τις πληγές της Ιστορίας. Γι’ αυτό το ξεκούρδιστο παιχνίδι του αρμόζει στο διαρκές ξεκούρδισμα του ευρωπαϊκού πνεύματος μέχρι το σημείο μηδέν του ακατάληπτου Λόγου.
ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΕΠΟΣ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση θα θύμιζε το «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή κι ο Χρήστος Χωμενίδης δεν έπεσε στο λάθος να ξαναγράφει ένα αισθηματικό έπος με την εκ των υστέρων γυναικεία ματιά πάνω στον Μεσοπόλεμο και στην Κατοχή. Κράτησε την εκ των υστέρων ματιά και το αίσθημα, ανεβάζοντας στη σκηνή της Ιστορίας του Μεταπολέμου ένα κορίτσι που βάλλεται από φίλους κι εχθρούς.
Η «Νίκη» είναι ένα μάθημα απεγκλωβισμού από τα γεγονότα ως τραυματικά μολύσματα υπέρ της έμφυλης απελευθερωτικής καθαρότητας. Ένα εγκώμιο στη μητριαρχία που διευθύνει τα του οίκου, ενώ στους δρόμους πέφτουν νεκροί, τα ξερονήσια γεμίζουν εξόριστους, οι εσωκομματικές έριδες απειθαρχούν μπροστά στο όραμα για έναν καινούργιο κόσμο.
Ο Χρήστος Χωμενίδης έθεσε το πρόβλημα και δεν το έλυσε, γιατί η λογοτεχνία θέτει ερωτήματα. Αρκεί να μην είναι λάστιχα που άλλοτε χάνουν κι άλλοτε βρίσκουν την ελαστικότητά τους.