Απαραίτητοι οι ταμιευτήρες περιμετρικά της Θεσσαλίας
Πρέπει άμεσα να προετοιμαστούμε για να πετύχουμε την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού σε τρόφιμα λύνοντας το πρόβλημα της διαχείρισης του νερού. Πρέπει να καλύψουμε τόσο την πλευρά της διαθεσιμότητας με ταμιευτήρες περιμετρικά της πεδιάδας, αλλά και να επιτύχουμε ουσιαστική εξοικονόμηση με δημιουργία έργων μεταφοράς και διανομής του νερού με ελάχιστες απώλειες, βελτίωση των μεθόδων άρδευσης και χρήση νέων τεχνολογιών για την ορθολογική εφαρμογή του νερού και με αυτόν τον τρόπο θα συμβάλλουμε στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών του πληθυσμού. Αυτό αναφέρει η ΕΔΥΘΕ απαντώντας σε σχετική ερώτηση της «ΕτΔ» για τον εάν και κατά πόσο η κακή διαχείριση νερών αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη της γεωργίας στη Θεσσαλία και αν η έως τώρα, κακή, πορεία μπορεί να αντιστραφεί.
Πιο συγκεκριμένα:
Ερώτηση «ΕτΔ»:
Στη χώρα μας και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, η κακή διαχείριση των υδάτων και η έλλειψη νερού αποτελούν τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη της γεωργίας, σε μια περίοδο που η αύξηση του πληθυσμού του πλανήτη απαιτεί αύξηση της παραγωγικότητάς της. Μπορεί να αναστραφεί αυτό και με ποιον τρόπο; Εάν δεν συμβεί αυτό, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην οικονομία της περιοχής;
Απάντηση ΕΔΥΘΕ:
Ο πληθυσμός του πλανήτη συνεχίζει να αυξάνεται και αναμένεται να φτάσει τα 9 δισ. μέχρι τα μέσα του αιώνα. Ταυτόχρονα, η καλλιεργούμενη γη φαίνεται να μειώνεται καθώς γόνιμες εκτάσεις καταστρέφονται από φαινόμενα όπως η διάβρωση των εδαφών, καταστροφή τους από αλατότητα ή οξύνιση, αλλά και από κάλυψη από τεχνικά έργα. Παράλληλα, παρατηρείται μείωση της γονιμότητας και της υγείας τους από τις ακολουθούμενες καλλιεργητικές πρακτικές. Για τις διατροφικές ανάγκες του αυξημένου πληθυσμού η γεωργία μέχρι τα μέσα του αιώνα πρέπει να αυξήσει ουσιαστικά την παραγωγικότητά της. Εκτιμάται ότι είναι απαραίτητη μια αύξηση της τάξης του 70%. Και αυτό πρέπει να γίνει στις συνθήκες που αναμένεται να δημιουργήσει η κλιματική κρίση. Η χώρα μας και η Θεσσαλία ειδικότερα πρέπει να προετοιμαστούν και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να επιτύχουν τις επιθυμητές αυξήσεις της παραγωγής για κάλυψη των αναγκών.
Το κύριο χαρακτηριστικό της θεσσαλικής γεωργίας είναι η υψηλή παραγωγικότητα που φαίνεται από τον κύκλο εργασιών ανά στρέμμα των 300€ όταν ο μ.ο. της χώρας είναι στα 200€. Αυτό αποδίδεται σε στοιχεία όπως η δυνατότητα άρδευσης του 50% των καλλιεργειών, τα πολλά μικροκλίματα που καλύπτουν πολλές καλλιέργειες, τα μεγαλύτερα αγροκτήματα, τις ικανότητες των αγροτών της στη χρήση μηχανικού εξοπλισμού και νέων τεχνολογιών.
Ένα κρίσιμο σημείο είναι η άρδευση των καλλιεργειών. Στηρίζεται κατά 70% σε αντλήσεις νερού από υπόγειους υδροφορείς χρησιμοποιώντας νερά σε μεγάλο ποσοστό μη ανανεώσιμα. Αυτό δημιουργεί ανασφάλεια για το μέλλον των αρδευόμενων καλλιεργειών, καθώς η στάθμη των υδροφόρων οριζόντων συνεχώς κατεβαίνει με αποτέλεσμα υψηλό ενεργειακό και οικονομικό κόστος άρδευσης, ενώ υπάρχει κίνδυνος εισόδου θαλασσινού νερού που θα κάνει ακατάλληλα τα νερά για κάθε χρήση. Παράλληλα, σε πολλές περιοχές της Ανατολικής Θεσσαλίας δημιουργούνται καθιζήσεις με ρωγμές να εμφανίζονται στην επιφάνεια. Είναι προφανές ότι η κατάσταση όπως έχει σήμερα δεν είναι βιώσιμη. Η προτεινόμενη λύση είναι η ταμίευση υδάτων σε ταμιευτήρες που θα αποθηκεύουν νερό που θα χρησιμοποιείται για άρδευση των καλλιεργειών.
Η Θεσσαλία είναι μια πεδιάδα που περιβάλλεται από ορεινούς όγκους. Εκεί υπάρχουν αρκετές δυνατότητες δημιουργίας ταμιευτήρων που θα αποθηκεύουν τα νερά των χειμερινών βροχοπτώσεων για να μην καταλήγουν στη θάλασσα και να είναι διαθέσιμα το καλοκαίρι για την άρδευση των καλλιεργειών. Μέχρι σήμερα έχουν κατασκευαστεί δύο μεγάλοι ταμιευτήρες σε ορεινές περιοχές (του Ν. Πλαστήρα και του Σμοκόβου) και ένας στην πεδιάδα γνωστός με το όνομα της πρώην λίμνης Κάρλας. Το νερό που συγκεντρώνουν προσθέτει ποσότητες νερού στο ισοζύγιο που ατυχώς μένει αρνητικό. Εκτιμάται ότι από τους υπόγειους υδροφορείς έχουν υπεραντληθεί περισσότερα από 3 δισ. κ.μ. που σύμφωνα με τη Νομοθεσία της ΕΕ πρέπει να αποκατασταθούν στο προσεχές μέλλον.
Είναι προφανές ότι η διατήρηση της σημερινής γεωργίας και η αύξηση της παραγωγικότητας στο μέλλον απαιτεί άμεσα μέτρα στήριξης του ισοζύγιου νερού με κατασκευή ταμιευτήρων, αλλά σύμφωνα με τα ΣΔΥ του 2014 και με μεταφορά 250 εκατομμυρίων κ.μ. νερού από την όμορη λεκάνη του Αχελώου. Η αδυναμία κάλυψης του ελλειμματικού υδατικού ισοζυγίου θα οδήγηση σε μείωση των αρδευόμενων εκτάσεων και σε αντίστοιχη μείωση των αποδόσεων. Διότι μια ξηρική καλλιέργεια αποδίδει λιγότερο από το μισό μιας αρδευόμενης. Αν στην εξίσωση προσθέσουμε τα προβλήματα της κλιματικής κρίσης οι ξηρικές καλλιέργειες γίνονται πιο επισφαλείς και ενδεχομένως να χρειάζονται και αυτές συμπληρωματική εφαρμογή νερού.
Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι πρέπει άμεσα να προετοιμαστούμε για να πετύχουμε την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού σε τρόφιμα λύνοντας το πρόβλημα της διαχείρισης του νερού. Πρέπει να καλύψουμε τόσο την πλευρά της διαθεσιμότητας με ταμιευτήρες περιμετρικά της πεδιάδας, αλλά και να επιτύχουμε ουσιαστική εξοικονόμηση με δημιουργία έργων μεταφοράς και διανομής του νερού με ελάχιστες απώλειες, βελτίωση των μεθόδων άρδευσης και χρήση νέων τεχνολογιών για την ορθολογική εφαρμογή του νερού. Έτσι θα συμβάλλουμε στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών του πληθυσμού.
Για την ΕΔΥΘΕ: *Κώστας Γιαννακός, πρόεδρος Γεωπονικού Συλλόγου Λάρισας,
*Φάνης Γέμτος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Απαιτούνται καθαρές, πραγματικά ανεξάρτητες απόψεις για το υδατικό πρόβλημα Θεσσαλίας
Από τον Δημήτρη Γελαλή*
Αγαπητοί φίλοι μέλη της επιτροπής Ε.ΔΥ.ΘΕ., όταν αποφάσισα να παρέμβω στην ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΡΑΜΜΗ της «ΕτΔ», είχα την ελπίδα ότι στο εξής θα προσπαθήσουμε όλοι να μιλήσουμε με ειλικρίνεια και με μόνο σκοπό τη συμβολή μας στην επίλυση του υδατικού προβλήματος. Ύστερα από την τοποθέτησή σας για το πρόβλημα της διαχείρισης των νερών στη Θεσσαλία (βλ. «ΕτΔ» 15-11-21, σελ. 8), φοβάμαι ότι δυστυχώς αυτή η προσδοκία μου δεν υπάρχει, έχοντας δώσει τη θέση της στη βεβαιότητα, ότι από την πλευρά σας είναι πλέον καθαρό ότι η στόχευσή σας δεν είναι μόνο/και αποκλειστικά η ανάδειξη του μεγάλου υδατικού προβλήματος της Θεσσαλίας, αλλά η αποσιώπηση των τεράστιων ευθυνών όσων είχαν την ευθύνη διαχείρισης του προβλήματος επί δεκαετίες και ο χονδροειδής συμψηφισμός ευθυνών τους με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που κυβέρνησε κάτω από τελείως διαφορετικές δημοσιονομικές συνθήκες για πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα.
Συγχάρηκα την εφημερίδα που παραχώρησε και χώρο και χρόνο για να ανοίξει ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα σε μία επιτροπή που δημιουργήθηκε αυτόβουλα, αλλά με σύνθεση που έχει συγκεκριμένη «θέση» απέναντι στη λύση του υδατικού προβλήματος όπως αποδεικνύεται από τις συνεχείς τοποθετήσεις της.
Δυστυχώς αγαπητοί φίλοι η επιτροπή σας δεν φαίνεται να έχει τα χαρακτηριστικά που να πιστοποιούν την απαιτούμενη αντικειμενικότητα και ουδετερότητα, παρ’ ότι ατομικά τα μέλη της είναι αξιόλογοι επιστήμονες, που πρέπει:
1. Να είναι ανεξάρτητη και όχι κατευθυνόμενη από κόμματα, φορείς ή υπηρεσίες.
2. Να είναι συνεκτική, να συνδέει και να συνθέτει προτάσεις.
3. Να απαντάει στα θέματα που σχετίζονται με το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας.
Απευθύνομαι επομένως στην επιτροπή και όχι στις προσωπικές απόψεις του καθένα από τα μέλη, έχω να επισημάνω :
Α. Είναι θετικό και ελπιδοφόρο το γεγονός ότι η επιτροπή συμφωνεί με τις εκφραζόμενες απόψεις μου, όπως ρητά διατυπώθηκε, που είναι και απόψεις πιστεύω μεγάλης μερίδας του Θεσσαλικού λαού.
Β. Παρ’ ότι προσωπικά αναφέρθηκα σε ευθύνες όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων 40 περίπου χρόνων, εσείς σύμφωνα με τη ρότα σας επιμερίσατε τις ευθύνες ΙΣΟΠΟΣΑ σε δύο κόμματα του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ. Στα 40 λοιπόν χρόνια η 4ετία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ισόποση και μάλιστα σε εποχή μνημονίων.
Δεν γράφω για να υπερασπιστώ καμία κυβέρνηση από όσες πέρασαν αυτά τα χρόνια, κανένα κόμμα και καμία επιτροπή. Έχουν τη δυνατότητα και την ευχέρεια, μπορούν και πρέπει να απαντούν με τους εκπροσώπους τους και δεν χρειάζονται άλλους «συνηγόρους» να τους υπερασπίζονται. Μπορούν και πρέπει να βγαίνουν και να απαντάνε στις εκφραζόμενες απόψεις.
Όσο για τους φορείς που στέκονται στο ύψος των περιστάσεων, θα σας αναφέρω τον τίτλο του άρθρου σας «Ξεπερασμένο το θεσμικό πλαίσιο, ανύπαρκτη η στήριξη των ΤΟΕΒ-ΓΟΕΒ» («Ε», 15-11-2021) και ερωτώ: Μήπως αντί της επιτροπής σας έπρεπε να υπάρχει μία επιτροπή που θα αποτελούνταν από εκπροσώπους φορέων, συλλόγων, πανεπιστημίων και ειδικούς τεχνοκράτες σε θέματα υδάτων, εδαφών κλπ. Που θα έκανε ουσιαστικότερη δουλειά και θα μπορούσε να πιέζει καλύτερα την εκάστοτε κυβέρνηση (πρόταση).
Και αυτό γιατί εξώφθαλμα αποσιωπάτε τις ευθύνες των διοικήσεων των ΤΕΟΒ-ΓΟΕΒ που ήταν σε ρόλο κλειδί και έχουν τεράστια ευθύνη για τη δημιουργία του υδατικού προβλήματος.
Με όλο τον σεβασμό αγαπητοί μου, για το τι έπραξα στη βουλευτική μου θητεία δεν θα σας απαντήσω. Έχετε τη δυνατότητα να ανατρέξετε στα φύλλα της εφημερίδας «Ελευθερίας», στα πρακτικά της Βουλής (ερωτήσεις, επερωτήσεις, τοποθετήσεις), αλλά και στις επισκέψεις μου στα χωριά και στους χώρους εργασίας και στις υπηρεσίες. Εκεί θα βρείτε την απάντηση στο ερώτημά σας. Αν βρείτε κάποιον άλλο εκείνη την εποχή με μεγαλύτερη παρέμβαση σε θέματα του πρωτογενή τομέα ενημερώστε και μένα να το μάθω.
Αγαπητέ πρόεδρε του ΓΕΩΤΕΕ πιστεύω ότι η συνεργασία μου με την προηγούμενη διοίκηση ήταν πολύ ικανοποιητική. Προς επιβεβαίωση μπορείτε να ρωτήσετε τα μέλη της επιτροπής για τη συνάντησή μας για το θέμα του Αχελώου:
Δέχτηκα την επιτροπή, άκουσα τις απόψεις της και την πρότασή της για μερική εκτροπή του Αχελώου μόνο για ενεργειακή χρήση, παρ’ όλο που δεν ήταν ειλικρινής στις θέσεις της (π.χ. τα έργα δεν είχαν προχωρήσει στο 75-80%, όπως ισχυρίσθηκε, αλλά στο 50% ίσως και λιγότερο).
Δέχτηκα τη συζήτηση και την πρότασή της ότι άξιζε να συζητηθεί, έστω και μόνο το ενεργειακό κομμάτι.
Δεν είμαι της λογικής ούτε να γκρεμίζονται έργα που έχουν γίνει έστω και με λαθεμένο τρόπο, αλλά στη λογική αν μπορούμε να βρούμε τους πόρους από ευρωπαϊκά προγράμματα να τα προχωρήσουμε, πάντα έχοντας στο μυαλό μας το μεγάλο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και της επερχόμενης ερημοποίησης.
Ανέφερα και στην παρέμβασή μου ότι κυρίαρχο στοιχείο κάθε φορά είναι ο σωστός προγραμματισμός και η ιεράρχηση των προβλημάτων και όχι ο δογματικός ισχυρισμός ή το έργο εκτροπής του Αχελώου ή τίποτα.
Και στο θέμα της παρέμβασης γενικά των βουλευτών και στελεχών των κομμάτων η τοποθέτησή σας είναι άστοχη. Για όλα τα θέματα που απασχολούν την κοινωνία, μπορείτε να εκφράζεσθε προσωπικά με αντιπαράθεση απόψεων με τον οποιονδήποτε για οποιοδήποτε θέμα, αλλά όχι ως επιτροπή. Σαν επιτροπή έχετε συγκεκριμένο έργο να επιτελέσετε που είναι η ανάδειξη του υδατικού προβλήματος και εκεί πρέπει να επικεντρωθείτε.
Και με την ευκαιρία ατάκες του τύπου «4 χρόνια δεν δρομολογήθηκε η κατεδάφιση», κρατάτε μικρό καλάθι μη βρεθείτε μπροστά στο ίδιο πρόβλημα από άλλη κατεύθυνση. Πάντως πρέπει να σας ξεκαθαρίσω ότι συμφωνώ και χαιρετίζω την πρόταση της επιτροπής για συζήτηση του υδατικού προβλήματος στη Βουλή. Σε αυτό είμαι μαζί σας.
Κλείνοντας να αναφέρω ότι τα ερωτήματα που έθεσα παραμένουν άλυτα και χρειάζεται ουσιαστικός και ειλικρινής αγώνας για να προχωρήσουν, μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Δεν θα επανέλθω ούτε στο υδατικό θέμα ούτε στο ενεργειακό (με τον τρόπο σας με απομακρύνατε), γιατί δεν είμαι διατεθειμένος να συμμετάσχω σε προσχεδιασμένες συζητήσεις.
Κλείνω επαναλαμβάνοντας ότι αυτοί που πρέπει να απαντούν στα ερωτήματα αυτά είναι οι ίδιοι οι φορείς που έχουν τη δυνατότητα, την ευχέρεια και την ευθύνη.
*Ο Δημήτρης Γελαλής είναι οικονομολόγος, πρ. βουλευτής και γεν. γραμματέας του ΥΠΑΑΤ
Εδαφοκλιματικές απαιτήσεις και καλλιεργητικές πρακτικές στην ακτινιδιά
Γράφει ο Χρ. Τσαντήλας*
Κλείνοντας την παρουσίαση των βασικών θεμάτων που αφορούν την καλλιέργεια της ακτινιδιάς, στο άρθρο αυτό συνοψίζονται οι απαιτήσεις της σε έδαφος, κλίμα και καλλιεργητικές φροντίδες. Η ακτινιδιά προτιμά περιοχές, στις οποίες δεν συμβαίνουν παγετοί στις αρχές της άνοιξης και νωρίς το φθινόπωρο. Θέλει αρκετή, αλλά όχι υπερβολική υγρασία σε όλη τη διάρκεια του έτους, καθώς και σχετικά μεγάλη ατμοσφαιρική υγρασία. Τον χειμώνα χρειάζεται αρκετή διάρκεια με ψύχος που πρέπει να φθάνει συνολικά τις 950-1.000 ώρες με θερμοκρασία 4οC, προκειμένου να διακοπεί ο χειμερινός λήθαργος και να έχει αρκετή άνθηση την επόμενη άνοιξη. Ο πλησιέστερος με κλιματικά κριτήρια μετεωρολογικός σταθμός στην περιοχή του Δέλτα του Πηνειού είναι της Μίκρας Θεσσαλονίκης, από τα στοιχεία του οποίου (για την περίοδο 1959-1975) φαίνεται ότι τα κλιματικά χαρακτηριστικά της περιοχής είναι κατάλληλα για την ακτινιδιά. Σημειώνεται ότι λόγω της κλιματικής κρίσης και ιδίως λόγω της μείωσης των χαμηλών θερμοκρασιών του χειμώνα, ενδεχομένως να επηρεασθεί αρνητικά η απόδοση της καλλιέργειας.
Σε ό,τι αφορά τις εδαφικές απαιτήσεις, τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του εδάφους για την ακτινιδιά, είναι η στράγγιση και η περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο. Τα εδάφη πρέπει να στραγγίζουν πολύ καλά, λόγω της μεγάλης ευαισθησίας της καλλιέργειας σε μυκητολογικές ασθένειες των ριζών (π.χ. φυτόφθορα). Το pH του εδάφους, το οποίο σχετίζεται στενά με την περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο, πρέπει να είναι όξινο ή ουδέτερο (τιμή ≤7.0), γεγονός που σημαίνει ότι δεν πρέπει να περιέχουν ελεύθερο ανθρακικό ασβέστιο. Οι ιδιότητες αυτές εξετάζονται με επί τόπου παρατηρήσεις και εργαστηριακές αναλύσεις του εδάφους, που πρέπει να προηγούνται της εγκατάστασης της καλλιέργειας, κάτι που δυστυχώς δεν εφαρμόζεται πλήρως, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα που δεν μπορούν να διορθωθούν εύκολα ή και καθόλου επιβαρύνοντας την καλλιέργεια σε ολόκληρη την παραγωγική της ζωή. Με τις εργαστηριακές αναλύσεις επί πλέον προσδιορίζονται και η περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία (φωσφόρος, κάλιο, μαγνήσιο, βόριο, σίδηρος, μαγγάνιο, ψευδάργυρος, χαλκός) που αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση μιας σωστής λιπαντικής πρότασης.
Τα κύρια σημεία που καθορίζουν την εξέλιξη της καλλιέργειας είναι η εγκατάσταση, η διαμόρφωση, το κλάδεμα, η λίπανση, η διαχείριση του εδάφους, η γονιμοποίηση, η φυτοπροστασία και η συλλογή των καρπών. Για όλα αυτά οι παραγωγοί πρέπει να συμβουλεύονται τους γεωπόνους της αρμόδιας Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας. Σημειώνεται δε ότι ύστερα από περισσότερα από σαράντα χρόνια από την εισαγωγή της ακτινιδιάς στην Ελλάδα, οι παραγωγοί έχουν αποκτήσει αρκετή εμπειρία, η οποία όμως δεν αρκεί και πρέπει να συμπληρώνεται από την επιστημονική γνώση, η οποία συνεχώς διευρύνεται μέσω της έρευνας.
Σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα τη διαχείριση του εδάφους και τη θρέψη των φυτών αναφέρεται ότι πρέπει να προσέχονται ιδιαίτερα τα ακόλουθα: προκειμένου να καθορισθεί το είδος και η ποσότητα των θρεπτικών στοιχείων που πρέπει να προστίθενται μέσω των λιπασμάτων, μεταξύ αρκετών άλλων, η διάγνωση της θρεπτικής κατάστασης των φυτών και της γονιμότητας του εδάφους, είναι τελείως απαραίτητα. Η πρακτική της προσθήκης όλων των θρεπτικών στοιχείων κάθε χρόνο σε μεγάλες ποσότητες, ώστε να καλύπτονται σίγουρα οι ανάγκες των φυτών δεν είναι σωστή, διότι αφ’ ενός αυξάνει αδικαιολόγητα το κόστος παραγωγής, ενώ παράλληλα βλάπτει σίγουρα το περιβάλλον. Πρόσφατη έρευνα στην περιοχή έδειξε ότι τα εδάφη του Δέλτα Πηνειού που καλλιεργούνται με ακτινίδια έχουν μέση ή κακή στράγγιση, υψηλή συγκέντρωση ανθρακικού ασβεστίου, χαμηλή συγκέντρωση καλίου και φωσφόρου και υψηλότερη του επιτρεπτού συγκέντρωση βορίου. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται ενημέρωση των παραγωγών για διόρθωση της λίπανσης ανάλογα με τα αποτελέσματα των εδαφικών και των αναλύσεων των φυτών, οι οποίες πρέπει να γίνονται ανά 3-4 χρόνια. Ένας βασικός κανόνας που ισχύει και εφαρμόζεται στη σοβαρότερη ακτινιδιοπαραγωγό χώρα του κόσμου, τη Νέα Ζηλανδία, συνοψίζεται στη φράση «πολύ κάλιο και καθόλου βόριο» («plenty of potassium and no boron»). Η έρευνα έχει δημιουργήσει δείκτες σε ό,τι αφορά την περιεκτικότητα του εδάφους και των φυτικών ιστών, που καθορίζουν με ασφάλεια την ανάγκη ή όχι για λίπανση και σε ποιον βαθμό. Ένα άλλο πολύ σημαντικό θέμα είναι η άρδευση της καλλιέργειας, η οποία σχετίζεται σοβαρά και με το σύστημα διαχείρισης του νερού. Λόγω του πλούσιου φυλλώματος, η ακτινιδιά απορροφά και εξατμίζει τεράστιες ποσότητες νερού, οι οποίες πρέπει να αναπληρώνονται. Σε καθημερινή βάση οι απαιτήσεις σε νερό της ακτινιδιάς εκτιμώνται σε 100-150 λίτρα ανά δέντρο. Η άρδευση, με όποιον τρόπο και εάν γίνεται, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός της μεγάλης ευαισθησίας των ριζών του φυτού στις μυκητολογικές ασθένειες και ιδιαίτερα της φυτόφθορας. Οι σταλακτήρες δεν πρέπει να είναι πολύ κοντά ή χειρότερα σε επαφή με τον κορμό των δέντρων, που δεν πρέπει ποτέ να μένουν μόνιμα υγροί. Οι κυριότερες ασθένειες είναι η φυτόφθορα, η αρμιλάρια, ο βοτρίτης, η σκλεροτίνια και η αλτερνάρια. Για τη συστηματική καταπολέμηση αυτών, η συμβουλή των γεωπόνων είναι τελείως απαραίτητη. Η περιοχή του Δέλτα του Πηνειού έχει το σημαντικότατο πλεονέκτημα να έχει επαρκείς ποσότητες και καλής ποιότητας νερό. Πρέπει όμως να εκσυγχρονισθεί το σύστημα διαχείρισής του, ώστε να αποφευχθούν στο μέλλον τα σοβαρά προβλήματα που εμφανίζονται στους καλοκαιρινούς μήνες λόγω της παλαιότητας μεγάλου μέρους του δικτύου και του συστήματος διανομής του νερού.Βιβλιογραφικές πηγές: 1) Warrington and Weston (Eds). 1990 Kiwifruit Science and Management. 2) Tsadilas et al. 2017. Characteristics of Pinios river delta soils in Greece cultivated with kiwifruit. DOI 10.17660/ActaHortic.2018.121861. Σημείωση: η φωτογραφία δεξιά δείχνει το πτηνό χωρίς φτερά kiwi, εθνικό σύμβολο της Νέας Ζηλανδίας, στο οποίο οφείλεται η διεθνής ονομασία kiwi-fruit του ακτινιδίου, με το οποίο έχει μεγάλη ομοιότητα.
*Ο Χρ. Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, ερευνητής, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Bιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
(e-mail: christotsadilas@gmail.com).