Κάτσε να σου πω μια ιστορία, γιατί εσείς οι νεότεροι τα περνάτε όλα για εύκολα και δεν είν’ έτσι. Το λοιπόν, άμα έπιανε καλοκαίρι εμένα σαν παιδί μ’ έπιανε ... τεταρταίος πυρετός. Γιατί με μαζεύανε να πάμε διακοπές.
Λέλεεεε μ’ ! Τι χνέρι ήταν αυτό; Έπρεπε να πάμε στο χωριό, στο βουνό, στο σπίτι της θιάς της Νούσαινας γιατί θκό μας σπίτι δεν είχαμε. Το σπίτι ήταν παλιό, αλλά ... εφτάψυχο. Στην Κατοχή -λέγανε- το είχαν κάψει οι Γερμανοί, όπως και πολλά σπίτια της Αβδέλλας, αλλά κάναν μισή δουλειά τα παλιόσκυλα και να τώρα που την πλήρωνα εγώ. Το επισκεύασαν με κάτι τσιμεντόλιθα, βάλαν και κάτι παλιοτσίγκια για σκεπή, έτοιμο.
Αυτό το σπίτι ήταν τρομακτικό. Αφού ο Καζαντζίδης το τραγούδι «νυχτερίδες κι αράχνες γλυκιά μου» γι’ αυτό το σπίτι το ’γραψε, να το ξερς. Κι όχι μόνο αράχνες. Αλλά και γκουστέρες - κάτι μεγάλες πρασινογκούστερες ναααα- και μπούρμπουλες , πού και πού και κάνας σκορπιός αλανιάρης. Όλα αυτά, καθώς και άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, πετάγονταν ξαφνικά από το πουθενά, ανάμεσα από τα τσιμεντόλιθα, κι εκεί που γλάρωνες να κοιμηθείς αντιλαμβανόσουνα ότι ο μπούμπουρας στεκόταν εκεί, ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι σου, σε κοιτούσε, τον κοιτούσες και σου έκανε ... χαρούλες. Κι όσο να πέσει η παντόφλα της μάνας που ανταποκρινόταν στις υστερικές σου φωνές, εκείνος - ο μπούμπουρας ντε!- ... εξαφανιζόλ! Έτρεχε και κρυβόταν στα τσίγκια της σκεπής, ο χέστης! Ο γελοίος!
Η «ψυχώ» που κατέληγαν να είναι οι διακοπές μας είχαν κι άλλα σημεία αναφοράς. Ήταν για παράδειγμα τα φίδια και οι «γκαχελώνες» που σουλατσάριζαν στην αυλή μας, απρόσκλητα, με θράσος, μέσα από τις τσουκνίδες και τα αγριόχορτα. Ήταν κείνος ο τρομερός κρότος που έκανε η βροχή, συχνά και το χαλάζι, καθώς έπεφτε στα τσίγκια - και κει πάνω βρέχει συχνά. Και μ’ αρέσει που μερικοί το βρίσκουν και ρομαντικό, λέει, τρίχες ρομαντικό είναι, που σου πιάνεται η ψυχή σ’ . Και να τρέχει μετά η δόλια η μάνα σ’ να μάσει τα νερά γιατί τα τσιγκια έμπαζαν. Κράαααου οι αστραπές κι οι κεραυνοί, κάτω απ’ τη βελέντζα το κεφάλι εσύ.
Αλλά το μεγαλύτερο δράμα όλης αυτής της διαδικασίας ξεβολέματος που ήταν κείνες οι διακοπές, ήταν η ... τουαλέτα. Ο καμπινές που τον λέγαμε τότε. Το «μέρος». Το αποχωρητήριο, μια που μ’ έπιασε το μπαμπινιώτικό μου. Βέβαια, δεν ξέρω κατά πόσο δικαιούνταν να λέγονται καμπινές τα τέσσερα τσίγκια (τα δύο σκουριασμένα) που είχαν στήσει όρθια στην άκρη της αυλής, με μια τρύπα στη μέση. Ξεσκέπαστα, έμπαζαν από παντού, ενώ ένα απ’ τα τσίγκια αυτά παρίστανε την ... πόρτα που έκλεινε με ένα πρόχειρο σύρμα. Σοκ! Πώς να βολευτεί εκεί μέσα, ο βουτυρομπεμπές της πόλης, που έμενε σε σπίτι με ... κανονικό καμπινέ, με τα πλακάκια του τα λευκά, τη λεκάνη του που μοσχομύριζε απ’ το «Χάρπικ» και τη χλωρίνη, και με πόρτα που έκλεινε κανονικά; Η Ελλάδα είχε περάσει ήδη σε φάση αστικού εκσυγχρονισμού, αλλά τα χωριά δεν είχαν ακόμη ακολουθήσει. Στο χωριό, τα όρθια τσίγκια που ... κουνιούνταν κι έτριζαν τρομακτικά από τον δυνατό αέρα ήταν ο κανόνας. Τα έφτιαχναν μάλιστα κοντά στο σπίτι, στην άκρη της αυλής, κι ας μύριζε όλος ο χώρος, κάνοντας τη λογική σκέψη πως έτσι και σε πιάσει το ... βράδυ, πού να τρέχεις προς νερού σου; Σου πάει πέντε - πέντε, καθώς ακούς και τα γαβγίσματα και αλυχτίσματα των μαντρόσκυλων από τα κοντινά μαντριά. Το ακόμη πιο ζόρικο ήταν πως στις αυτοσχέδιες αυτές τουαλέτες, φύτρωναν τσουκνίδια! Και - καταλαβαίνετε!- η αίσθηση να σε ... χαϊδεύουν τσουκνίδια την ώρα της σωματικής σου ανάγκης δεν ήταν διόλου ευχάριστη... Και φυσικά, για χαρτιά υγείας κομμάτια εφημερίδας - αν μη τι άλλο οι εφημερίδες επιτελούσαν ανέκαθεν πολλαπλώς χρήσιμο έργο.
Μετά το σοκ των πρώτων ημερών τη συνήθιζες τη ζωή στο χωριό. Σα να σκλήραινες ένα πράμα, σα να αγρίευες. Συνήθιζες και τις γκουστέρες, και τους μπούμπουρες και τις «γκαχελώνες» και τα τσίγκια που παρίσταναν τις τουαλέτες. Και με νοσταλγία πια θυμάσαι κάτι πλακίτσες που γίνονταν με μια γριά γειτόνισσα. Την είδαμε ένα μεσημέρι να τραβάει στα γρήγορα για την ... τουαλέτα και τη στήσαμε παράμερα. Μετά, αρχίσαμε να πετάμε ... χαλίκια. Λίγα στην αρχή, μετά βροχή από χαλίκια. Έξαλλη η γριά βλάχα, μια βλάχα ρωμαλέα και τσαμπουκαλού, πετιέται έξω και μας πήρε στο κυνήγι. Τώρα οι πέτρες σημάδευαν εμάς ... Ου να μου χαθείτε ζωντόβολα.... Έτσι και σας πιάσω...
Ευτυχώς δεν μας έπιασε ποτέ, τα ποδάρια στην πλάτη και δρόμο για την επόμενη φασαρία.
Τι ζήσαμε κι εμείς ως γενιά!
Και τα θυμήθηκα προχτές, το χωριό, και τις αυτοσχέδιες τουαλέτες με τα τσίγκια σαν κάθισα στον υπολογιστή μου να καταθέσω το ηλεκτρονικό δελτίο της Απογραφής Κατοικιών. Μου ζητούσαν -μεταξύ άλλων- να δηλώσω αν το σπίτι διαθέτει ... εσωτερική τουαλέτα με... καζανάκι ή χωρίς ... Δεν ξέρω ποια είναι η σκοπιμότητα αυτού του αναχρονισμού. Να είναι άραγε τόσο ηλίθιοι; Όταν ακόμη και η απομονωμένη Αβδέλλα - όπως και όλα τα αντίστοιχα χωριά- διαθέτουν εδώ και δεκαετίες τουαλέτες τόσο σύγχρονες που δεν βρίσκεις καλά - καλά στις πόλεις, προς τι η ερώτηση;
Αλλά έπαψα να αναρωτιέμαι. Ποιο το νόημα άλλωστε; Κράτησα έτσι μοναχά τις εικόνες που μου ξανάρθαν στον νου με αυτήν την ευκαιρία. Ήταν εικόνες αγαπησιάρικες από την Ελλάδα της αθωότητας και της ξενοιασιάς η οποία βέβαια ακολούθησε τον δρόμο του εκσυγχρονισμού όπως όλα τα σύγχρονα δυτικά κράτη. Εικόνες ενσωματωμένες μέσα μας, πάνω στις οποίες χτίσαμε όχι απλά την παιδικότητα, αλλά την ίδια μας την ταυτότητα, αυτό που ζήσαμε και, εν τέλει, αυτό που είμαστε σήμερα.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr