Τόσο οι “ανθρώπινες απώλειες” όσο και οι επιβιώσαντες μετά από νόσο Covid-19, ξεπερνούν τους επίσημους αριθμούς που ανακοινώνονται. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν και οι ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ απώλειες όλων εκείνων που υποφέρουν από άλλα μη μεταδοτικά νοσήματα και παθήσεις οι οποίοι στερήθηκαν και εξακολουθούν να στερούνται την πρόσβαση και τις υπηρεσίες στα δημόσια νοσοκομεία. Επίσης ο φόβος της νοσοκομειακής μετάδοσης κρατά μακριά έναν σημαντικό αριθμό ανθρώπων με ηπιότερα νοσήματα που σταδιακά επιδεινώνονται.
Συνέπεια των προηγουμένων είναι να αυξάνεται η γενική νοσηρότητα και θνητότητα σε πάσχοντες από καρκίνο, καρδιοαγγειακά νοσήματα, ανοσοκατασταλμένους, και πάσχοντες από χρόνιες επιδεινούμενες ασθένειες. Χιλιάδες ασθενείς με χειρουργικές παθήσεις έχουν στερηθεί τις ενδεδειγμένες και απαραίτητες χειρουργικές θεραπείες, δίνοντας προτεραιότητα σε έκτακτα χειρουργικά περιστατικά όλων των ειδικοτήτων. Όμως στις χειρουργικές ειδικότητες μόλις ένα ποσοστό 10-15% αφορά σε έκτακτα περιστατικά. Οι πολλαπλάσιοι χρονίως πάσχοντες που έχουν ανάγκη χειρουργικής θεραπείας, εδώ και 18 μήνες, δεν είναι δυνατό να νοσηλευθούν στα δημόσια Νοσοκομεία και κατ’ εξοχήν στα τριτοβάθμια. Με αυτόν τον τρόπο έχουν δημιουργηθεί δύο ομάδες ασθενών (όλων Ελλήνων πολιτών που δικαιούνται ίδιας ποιότητας και ποσότητας υπηρεσίες υγείας): εκείνων που πάσχουν από κορόνα-ιό (κατά το πλείστον ανεμβολίαστων με δική τους απόφαση) και στους οποίους διατίθενται αφειδώς όλοι οι πόροι του ΕΣΥ (ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, κλίνες νοσηλείας, ΜΕΘ, οικονομικοί πόροι), και εκείνων με όλα τα χρόνια νοσήματα, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό δεν μπορούν να αναζητήσουν έγκαιρα τις ενδεικνυόμενες θεραπείες στο ΕΣΥ (κυρίως τις χειρουργικές), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πρόοδο της ασθένειας τους και εν τέλει της υγείας τους και της ίδιας της ζωής τους.
Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας κατά το πρώτο 11μηνο της πανδημίας (2020), στερήθηκαν χειρουργικής θεραπείας 4.000 περίπου ασθενείς σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Σήμερα, (Οκτώβριος) 19 μήνες από την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων, η νοσηρότητα του γενικού πληθυσμού από Covid-19 παραμένει πιεστική, οι μη εμβολιασμένοι εξακολουθούν να ανθίστανται και τα δημόσια νοσοκομεία να παραμένουν με περιορισμένες δυνατότητες. Οι στερηθέντες χειρουργικής θεραπείας ασθενείς στο ΠΓΝΛ μέχρι σήμερα υπολογίζεται ότι φτάνουν τους 7.000 περίπου, και πολλές χιλιάδες σ’ ολόκληρη τη χώρα. Είναι αυτονόητο ότι η νοσηρότητα και η θνητότητα σ’ αυτή την κοινωνική ομάδα είναι μεγάλη και συγκρίσιμη με την εκείνη του κορονοϊού.
Παράλληλη συνέπεια είναι και η παρατεταμένη στέρηση εκπαίδευσης των φοιτητών και κυρίως των ειδικευομένων γιατρών σε όλες τις χειρουργικές ειδικότητες. Αυτή η επίπτωση δεν είναι αμελητέα, καθώς διαρκεί ήδη δύο ακαδημαϊκά έτη από τα 6 της διάρκειας των σπουδών και της ειδίκευσης. Ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να αναπληρωθεί εύκολα με παράταση, γιατί θα απορρύθμιζε τη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, με σημαντικό οικονομικό και ευρύτερο κοινωνικό κόστος. Για να ανασχεθεί αυτή η πορεία και να περιοριστεί η περαιτέρω επιβάρυνση είναι επιβεβλημένο να αλλάξει ΑΜΕΣΑ το “μοντέλο” διαχείρισης αυτής της κρίσης στα δημόσια νοσοκομεία, και ιδιαίτερα στα τριτοβάθμια που παρέχουν και τις πιο εξειδικευμένες χειρουργικές υπηρεσίες.
Δυστυχώς μέχρι τώρα ΔΕΝ έχει γίνει η καμία ρύθμιση που να μετριάζει τουλάχιστον αυτές τις επιπτώσεις στους ασθενείς κυρίως αλλά και στους εκπαιδευόμενους. Οι προσλήψεις επικουρικού νοσηλευτικού προσωπικού και γιατρών σε μεγάλο βαθμό εξανεμίστηκαν από την αναστολή της απασχόλησης στους ανεμβολίαστους υγειονομικούς, και την κάλυψη χρόνιων ελλείψεων προσωπικού. Οι λίστες αναμονής ασθενών για χειρουργικές επεμβάσεις έχουν εκτιναχθεί στα ύψη.
Οι χειρουργικές υπηρεσίες του ΠΓΝΛ χρειάζονται ένα άλλο σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την καθημερινή διαχείριση της χειρουργικής περίθαλψης και την ανακούφιση των πιεστικών αναγκών χιλιάδων ασθενών. Είναι αδήριτη ανάγκη τα χειρουργεία του ΠΓΝΛ να λειτουργήσουν ΑΜΕΣΑ σε ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ (από το 20-50% που λειτουργούν τους προηγούμενους 18 μήνες).
Στις άμεσες προτεραιότητες απαιτείται:
Α. Η ενίσχυση του χειρουργείου και της αποστείρωσης με νοσηλευτικό προσωπικό.
Β. Η ενίσχυση της Αναισθησιολογικής κλινικής και της Ανάνηψης με Γιατρούς και Νοσηλευτές.
Γ. Η μεγαλύτερη πρόσβαση των χειρουργικών ασθενών σε κλίνες ΜΕΘ.
Δ. Η κατασκευή επιτέλους της Μονάδας Μεταναισθητικής Φροντίδας που θα λύσει σε κάποιο βαθμό την έλλειψη κλινών ΜΕΘ
Ε. Ταχύτερη διεκπεραίωση στις διαδικασίες των προμηθειών και των ελλείψεων σε αναλώσιμα.
ΣΤ. Ενίσχυση των εργαστηρίων για την εξυπηρέτηση των ασθενών χωρίς καθυστερήσεις.
Ο Τομέας Χειρουργικής του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, απευθύνει έκκληση προς όλους τους αρμόδιους και εμπλεκόμενους φορείς (5η ΥΠΕ, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, Περιφέρεια Θεσσαλίας, Τμήμα Ιατρικής κ.λπ.), να δράσουν άμεσα στις παραπάνω κατευθύνσεις αναγνωρίζοντας και επιλύοντας το πρόβλημα των χιλιάδων χειρουργικών ασθενών της Θεσσαλίας, αλλά και των εκπαιδευόμενων φοιτητών και ιατρών.
Από τον Κων. Μαλίζο*
* Ο Κων. Μαλίζος είναι καθηγητής Ορθοπεδικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, διευθυντής της Ορθοπεδικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας