Σε κάθε δημοκρατική χώρα, ο πολίτης είναι ελεύθερος, αφ’ ενός, να σκέφτεται, φωναχτά, και να δρα, σύμφωνα με τις επιλογές του, αρκεί να μην ξεχνά, ότι η ελευθερία του καθενός φθάνει ως εκεί, που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Έλα, όμως, που για πολλούς και ποικίλους λόγους αρκετοί το ξεχνούν και, γι’ αυτό, θεσπίζονται νόμοι και περιοριστικές διατάξεις, προκειμένου να μη μετατρέπονται οι οργανωμένες κοινωνίες σε ζούγκλα από ταραχοποιούς και αρνούμενους τον αυτοπεριορισμό, οπότε απόλυτη ελευθερία δεν μπορεί να υπάρχει. Η άσκηση εξουσίας και η εφαρμογή του νόμου, αφ’ ετέρου, είναι μια, εξαιρετικά, σύνθετη και δύσκολη υπόθεση, κυρίως, όταν έχεις να κάνεις με ανυπότακτους λαούς σαν το δικό μας, που δεν χαλιναγωγείται, εύκολα.
Όπως και να το κάνουμε, όμως, οι αναρχικοί, οι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, οι απατεώνες, τα κλεφτρόνια, οι τρομοκράτες, τα παντός είδους φασιστοειδή και τόσοι άλλοι είναι υπαρκτοί και επιβάλλεται να ελέγχονται χάριν της κοινωνικής ομαλότητας. Υπάρχει, όμως, ένας προβληματισμός, κατά καιρούς, εκ μέρους των ασκούντων την εξουσία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αντικοινωνικών συμπεριφορών. Να εφαρμόζουν τον νόμο και να επιβάλουν την τάξη διά της πυγμής ή να ακολουθούν πολιτική του εφικτού διά της πειθούς;
Στην πρώτη περίπτωση και ενώ η τακτική αυτή φαντάζει πιο αποτελεσματική, επιτυγχάνεται, πολλές φορές, το αντίθετο απ’ το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, επειδή, συνήθως, η δράση γεννά αντίδραση και, επί πλέον, αποκτούν οντότητα, βγαίνουν απ’ την αφάνεια και νιώθουν σπουδαίοι ορισμένοι, που έχουν αντικοινωνική συμπεριφορά. Άλλωστε, τις μεθόδους πυγμής τις εφαρμόζουν, συνήθως, τα αυταρχικά καθεστώτα και, γι’ αυτό, στις δημοκρατικές κοινωνίες χρησιμοποιούνται με περίσκεψη απ’ τους ασκούντες εξουσία. Σίγουρα, όμως, είναι αποτελεσματικές, όταν συναινούν για τη χρήση τους όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις ενός τόπου και όχι μόνο οι κυβερνητικές, πράγμα σπάνιο στη χώρα μας.
Η τακτική της πειθούς, απ’ την άλλη, ταιριάζει, περισσότερο, στις δημοκρατικές κοινωνίες, μια που σ’ αυτές, θεωρητικά τουλάχιστον, πρέπει να επικρατεί ο διάλογος, η συναίνεση και το ήπιο πολιτικό κλίμα, αφού οι κυβερνήσεις τους έρχονται και παρέρχονται, ενώ μένει μόνο το έργο τους, απ’ το οποίο και κρίνονται. Πέραν τούτου, η κοινωνική και οικονομική ανισότητα, η ανεργία, η ανέχεια, η αδικία, τα εμπόδια στη μόρφωση και στις ίσες ευκαιρίες τροφοδοτούν, συνεχώς, αντικοινωνικές συμπεριφορές, οπότε η εφαρμογή της πολιτικής του εφικτού χρειάζεται χρόνο και υπομονή για την άμβλυνση των προβλημάτων, που δημιουργούνται. Κάτι τέτοιο, όμως, επειδή, πολλές φορές, τα συμφέροντα των πολιτών είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους, απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ισορροπίες εκ μέρους των εκάστοτε κυβερνώντων, αλλά και κατανόηση εκ μέρους των πολιτών, πράγμα δύσκολο και, συνήθως, αναποτελεσματικό, ιδίως, όταν οι στόχοι τους είναι μαξιμαλιστικοί και οι αγώνες υποκινούμενοι.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, επειδή και οι δύο μέθοδοι παρουσιάζουν αδυναμίες στην εφαρμογή τους, το καλύτερο, που έχουν να κάνουν οι εκάστοτε κυβερνώντες, κατά την άποψή μου, είναι να αφουγκράζονται τα προβλήματα του κόσμου και να τις χρησιμοποιούν ανάλογα με την περίσταση, ξεκινώντας, πάντα, με την πολιτική του εφικτού διά της πειθούς. Αν αποτύχουν και το απαιτούν οι συνθήκες, οφείλουν, χάριν των πολλών, να εφαρμόζουν τον νόμο και την τάξη διά της πυγμής, αναλαμβάνοντας και το κόστος, που συνεπάγεται μια τέτοια μέθοδος. Άλλωστε, και το να μένουν θεατές σε φαινόμενα ανομίας και βίας και να επιτρέπουν, με τη στάση τους, να πυορροούν κοινωνικές πληγές, που ταλαιπωρούν το κοινωνικό σύνολο, έχει, επίσης, τεράστιο κόστος και για τους, εκάστοτε, κυβερνώντες και για τους πολίτες.
Αντί, όμως, να φθείρεται και να γαντζώνεται, με κάθε τρόπο, στην εξουσία μία, δημοκρατικά, εκλεγμένη κυβέρνηση, όταν αδυνατεί ν’ αντιμετωπίσει τα προβλήματα και την αντικοινωνική συμπεριφορά των πολιτών, το καλύτερο, που έχει να κάνει, είναι να παραιτείται και να οδηγεί τη χώρα σε εκλογές δίνοντας στον λαό τη δυνατότητα να βγάζει αυτός τη χώρα απ’ τα αδιέξοδά της. Κάθε άλλη δυναμική λύση, που στερεί, επί μακρόν, πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες, είναι καταδικαστέα και απευκταία.
Ωστόσο, επειδή, έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν, σήμερα, και θα υπάρχουν, στο μέλλον, άνθρωποι, που ρέπουν προς το κακό, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες, ότι μπορεί να εξαλειφθεί στο έπακρο η παραβατικότητα, αλλά να περιορισθεί αισθητά και πάντα με τη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων και τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Διαφορετικά, θα ματαιοπονούμε χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, όποια μέθοδο κι αν χρησιμοποιούν οι εκάστοτε κυβερνώντες.