* Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέα
Α΄ ΠΤΕΛΕΟΝ (ΠΤΕΛΕΟΣ): Βρισκόταν 3 χλμ. ΝΑ του σημερινού Πτελεού. Ίσως μάλιστα ο πρώιμος βυζαντινός οικισμός να βρισκόταν στην περιοχή του γειτονικού Αχιλλείου, όπου βρέθηκαν ψηφιδωτά δάπεδα και κιονόκρανα εκείνης της εποχής. Ο οικισμός αναφέρεται σε πηγές μετά τα τέλη του 12ου αιώνα. Ονομαστός ήταν ο οίνος της περιοχής, ο «οίνος πτελεατικός», που πουλιόταν μέχρι και στα ακριβά καταστήματα και καπηλειά της Κων/λης. Ο Πτελεός γνώρισε μια σύντομη φραγκική κατάκτηση, από το 1204-1218, ενώ έπειτα ο Θεόδωρος Α΄ της Ηπείρου τον προσάρτησε στο Δεσποτάτο του μέχρι το 1259. Το Πτελεόν πέρασε στα χέρια της κεντρικής βυζαντινής εξουσίας αμέσως μετά, και για σύντομο χρονικό διάστημα, γιατί λίγο αργότερα η περιοχή υπαγόταν στη Θεσσαλική Σεβαστοκρατορία (κράτος Υπάτης). Το 1319 η περιοχή καταλήφθηκε από την περιβόητη Καταλανική Εταιρεία ενώ το 1322 οι Ενετοί κατέλαβαν το κάστρο του Πτελεού με τη σύμφωνη γνώμη και των κατοίκων και της κεντρικής αυτοκρατορικής διοίκησης. Οι νέοι κύριοι του κάστρου προέρχονταν από της κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στην Εύβοια, οπότε, ως φυσική εξέλιξη, το 1416 ο Πτελεός έγινε επίσημα κτήση των Ενετών υπό την εξουσία του Βάιλου του Εγρίπου (Χαλκίδα). Ο Πτελεός λεηλατήθηκε τουλάχιστον δύο φορές από Καταλανούς και μάγκες(1) Αλβανούς. Η πόλη παραδόθηκε από τους Βενετούς στους Οθωμανούς το 1470. Το 1365 υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή τρεις μικρές Ι. Μονές, με πιο γνωστή αυτή του Αγίου Γεωργίου, στο ομώνυμο ακρωτήρι. Το 1213 Ιωαννίτες ιππότες κατείχαν, για σύντομο χρονικό διάστημα, μια αποικία στον Πτελεό. Πριν το 1400 αναφέρονται συχνές πειρατικές επιδρομές στην περιοχή, ενώ μάλιστα ένας γνωστός Οθωμανός αρχιπειρατής, ο Ομούρ, άραξε με τον στόλο του στον κόλπο του Qoc (βόρεια του Τραγοβουνίου στο σημερινό Αχίλλειο). Εκτός των ευρημάτων του Αχιλλείου, διατηρούνται ως σήμερα οχυρωματικά ερείπια σε βραχώδη προεξοχή κοντά στην παραλία Πηγάδι καθώς και ερείπια πύργου και στέρνας, ενώ στις πλαγιές του υψώματος υπάρχουν ερείπια οικιών. Άλλος πύργος ελέγχου ήταν ο λεγόμενος Αλατόπυργος(2).
Β΄ ΦΑΝΑΡΙ: Ο βυζαντινός οικισμός και το κάστρο του βρίσκονται στην περιοχή της αρχαίας Ιθώμης. Με το όνομα Ιθώμη ήταν γνωστή η πόλη και την Πρωτοβυζαντινή Εποχή(3). Το 1304 το κάστρο του Φαναρίου καταλήφθηκε από την Άννα Παλιολογίνα, χήρα του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Α΄. Το 1333, μετά τον θάνατο του Στέφανου Γαβριηλόπουλου, το κάστρο και ο οικισμός παραχωρήθηκαν στον νέο Δεσπότη της Ηπείρου Ορσίνι. Το 1336 ολόκληρη η περιοχή ονομάζεται «Θέμα Φαναρίου». Γνωστό είναι και το «Ορκωτικόν γράμμα» του Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου προς τους ανησυχούντες με τις αλβανικές εισβολές κατοίκους του Φαναρίου. Φαίνεται πως το Φανάρι κατά τα τέλη του 14ου αιώνα εξουσιαζόταν από μια ομάδα πλούσιων φεουδαρχών («άρχοντες»), οι οποίοι αναφέρονται και στην τοπική Σύνοδο των Ζαβλαντίων (1382). Το 1393 το κάστρο της περιοχής πέρασε προσωρινά στα χέρια των Οθωμανών. Το 1444 ο δεσπότης του Μυστρά, Κων/νος Παλαιολόγος, που έμελλε να γίνει ο τελευταίος μαρτυρικός αυτοκράτορας της Βασιλεύουσας, κατέλαβε, πιθανότατα, το φρούριο εκδιώκοντας τους Τούρκους. Η Επισκοπή Φαναρίου, συνενωμένη με τη γειτονική της Κάππουας, υπαγόταν στο Μητροπολίτη Λάρισας, που τότε είχε την έδρα του στα Τρίκαλα. Κατά την Πρώιμη Τουρκοκρατία το Φανάρι έγινε έδρα Αρχιεπισκοπής. Διατηρούνται τα τείχη του κάστρου καθώς και υπολείμματα των πέντε τετράπλευρων πύργων. Στο οχυρό, που έχει κυκλικό σχήμα με διάμετρο περί τα 100 μέτρα, υπάρχουν ερείπια μιας στέρνας καθώς και ενός μακρόστενου οικήματος, ίσως κοιτώνα της φρουράς(4).
Γ΄ ΔΟΥΠΙΑΝΗ: Πρόκειται για την εγκαταλειμμένη Ι. Μ. του Παντοκράτορα Δούπιανης, κοντά στο Καστράκι. Το μοναστήρι κτίστηκε το αργότερο τον 12ο αιώνα. Σε χρυσόβουλο του 1336, του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου, το μοναστήρι της Θεοτόκου, που υπήρχε τότε στο βράχο της Δούπιανης, τέθηκε υπό τη δικαιοδοσία του Επισκόπου Σταγών. Από το 1341 όλοι οι μοναχοί των γύρω μονών πλήρωναν φόρο στην Ι. Μ. Δούπιανης. Μάλιστα ο εκάστοτε ηγούμενος της Δούπιανης είχε τον τίτλο «Πρώτος της Σκήτης των Σταγών». Ο παλαιότερος; «Πρώτος» ήταν κάποιος ιερομόναχος Μακάριος. Το 1362, όταν ήταν ο Νείλος Πρώτος της Σκήτης, παραχωρήθηκε ανεξαρτησία στη Σκήτη από τους Σέρβους κατακτητές, ενώ ο Συμεών Ουρός παραχώρησε στη Μονή διάφορα κτήματα. Για προστασία από τους Αλβανούς ληστές, ο Νείλος έκτισε τέσσερα ναΰδρια σε σπηλιές γύρω από τη Δούπιανη. Ένας απ’ αυτούς ήταν το καθολικο της Ι. Μονής Υπαπαντής που διατηρείται ακόμη. Στο εσωτερικό αυτού του ναού υπάρχει επιγραφή που φανερώνει ότι ο Νείλος ήταν πράγματι ο κτήτορας του ναού. Ο διάδοχος του Νείλου, Νεόφυτος, έκτισε στη βόρεια πλευρά του βράχου της Δούπιανης την Ι. Μ. Παντοκράτορα, την οποία παραχώρησε με τη διαθήκη του ως μετόχι του Μεγάλου Μετεώρου. Στα τέλη του 14ου αιώνα η Δούπιανη χάνει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, ο οποίος θα ανήκει από τότε στην Ι. Μονή του Μ. Μετεώρου. Στη Σκήτη των Σταγών υπάγονταν οι Ι. Μονές του Α. Δημητρίου, του Θεοστηρίκτου και των Κοφινίων καθώς και η σπηλιά του Κυρίλλου, η τοποθεσία της Μηκάνης (Μουργκάνη) κ.α. Σήμερα σώζονται ακόμα υπολείμματα τοιχογραφιών στο εσωτερικό του ναού της Ζωοδόχου Πηγής, που βρίσκεται χαμηλά στο βράχο της Δούπιανης (13ος αιώνας). Στη βόρεια πλευρά του βράχου υπάρχουν ερείπια του παλιού μοναστηριού του Παντοκράτορα(5).
Δ΄ ΠΟΡΤΑ–ΠΑΝΑΓΙΑ Ή ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΥΛΩΝ: Τέως μοναστήρι της Βυζαντινής Εποχής λίγο μετά την Πύλη Τρικάλων. Η ονομασία (Πόρτα) οφείλεται στο άνοιγμα των βράχων αριστερά και δεξιά του Πορταΐτικου ή Πορταϊκού ποταμού, που θυμίζει πύλη περάσματος. Η βυζαντινή ονομασία ήταν Μεγάλες Πύλες και, εκτός του ομώνυμου μοναστηριού, φαίνεται ότι υπήρχε οικισμός γύρω από αυτό, προγενέστερος της σημερινής Πύλης. Ο ναός, που διατηρείται σώος ως τις μέρες μας, ήταν το καθολικό της σταυροπηγιακής Ι. Μονής της Παναγίας Ακαταμαχήτου. Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1283 από το Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Α΄ Άγγελο. Οι ιδιοκτησίες της Ι. Μονής επικυρώθηκαν διαδοχικά από τον Ανδρόνικο Β΄ και τον Ανδρόνικο Γ΄. Το 1342 η Μονή παραχωρήθηκε στους άρχοντες του Φαναρίου. Στις επικυρώσεις της Ι. Μονής καταγράφονται τα εξής: 1. Μετόχια: Α. Αθανάσιος Φαναρίου, Α. Δημήτριος Πυργητού Τρικάλων, Α. Νικόλαος Λυκουσάδας, Νέα Μονή, Α. Θεόδωροι του Παύλου, Θεοτόκος Μαυροβουνίου, Θεοτόκος Φαναρίου και Θεοτόκος Βοξίστας. 2. Ναοί: Α. Άνθιμος, Α. Γεώργιος του Νάσκου, Σωτήρα Χριστού κάστρου Τρικάλων. 3. Τοποθεσίες – τοπωνύμια: Αργυρολίμνη, Δέση, Α. Κυριακή, Λεσσιανά, Λάψιστα, Μελέοι, Μέρτσιο, Πελετζή, Δροβίστιανη, Φανάρι, Βελάς, Πυργητός, Ράξα, Σλοντοβάν, Ακονίτις Πέτρα, Αραμηνός, Βάρβορα, Κλερινού. Ο ναός κτίστηκε το 1283 και είναι τρίκλιτη σταυρεπίστεγος βασιλική. Το τέμπλο είναι μαρμάρινο με ψηφιδωτές εικόνες του Κυρίου και της Θεοτόκου, αντίστροφα όμως από ότι συνηθίζεται (η Θεοτόκος είναι δεξιά της Ωραίας Πύλης). Ο εξωνάρθηκας είναι προσθήκη του 14ου αιώνα(6).
www.scribd.com/oikonomoukon konstantinosa.oikonomou@gmail.com
(1) Μάγκες ονομάζονταν οι άτακτοι ένοπλοι Αλβανοί.
(2) Μ. Χωνιάτης, 2, 83, Marcus Sanudus, Lettere 353, Ν .Γιαννόπουλος, ΕΕΒΣ 8 (1931), σ. 413.
(3) Στ. Βυζάντιος, 329.
(4) Καντακουζηνός, 1, 474, Κ. Κύρρης, «Κοινωνική κατάσταση των αρχόντων του Φαναρίου της Καρδίτσας το 1342», μτφρ. Ν. Ντεσλή, Θ. Η. 12 (1987), σ. 123-127, Στ. Σδρόλια, «Συμβολή στην Ιστορία του Φαναρίου της Καρδίτσας (1289-01453)», Θ. Η 12 (1987), σ. 129-144.
(5) Νικονάνος, Α.Δ., 25(1970), Β΄ 294
(6) Heuzey, Θ. Η., Θ΄ (Λάρισα 1986), σ. 203-208.