Οι περιορισμοί που τέθηκαν στις μετακινήσεις και στην παγκόσμια βιομηχανική δραστηριότητα, το 2020, είχαν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της ταξιδιωτικής κίνησης και τη μεγάλη μείωση της ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου και κατά συνέπεια των τιμών τους. Η σταδιακή ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, από τον Μάιο του 2020, οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για όλα τα καύσιμα, παρά το άκρως ευμετάβλητο περιβάλλον που προκάλεσαν το δεύτερο και το τρίτο κύμα της πανδημίας.
Η ζήτηση ήταν εντονότερη για το φυσικό αέριο, καθώς η καύση του έχει λιγότερο επιβλαβείς συνέπειες για το περιβάλλον σε σύγκριση με άλλα καύσιμα, όπως το πετρέλαιο, γεγονός που το καθιστά ως το ενδιάμεσο καύσιμο στη διαδικασία μετάβασης προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, η αυξανόμενη ζήτηση για φυσικό αέριο δεν καλύπτεται από την προσφορά, γεγονός που έχει οδηγήσει στην αύξηση της τιμής του κατά 108% από την αρχή του έτους (22.10.2021), με την τιμή του να ξεπερνά κατά τον τρέχοντα μήνα τα 6 δολάρια ανά εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες, για πρώτη φορά από το 2014.
Η συγκριτικά μεγαλύτερη άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου έχει καταστήσει το πετρέλαιο μία σχετικά φθηνότερη εναλλακτική λύση για την παραγωγή ενέργειας, με αποτέλεσμα η ζήτηση για αυτό να αυξάνεται εντονότερα από την προσφορά, τροφοδοτώντας την αύξηση της τιμής του.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΔΟΥ
Tο πετρέλαιο αποτελεί ένα αναγκαίο αγαθό που επηρεάζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις τόσο σε επίπεδο ζήτησης, όσο και σε επίπεδο προσφοράς. Ειδικότερα, στο πεδίο της ζήτησης, μία αύξηση της τιμής του, με δεδομένη τη σχετικά ανελαστική του ζήτηση, επηρεάζει άμεσα το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, περιορίζοντας την αγοραστική τους δύναμη. Όσον αφορά την προσφορά, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου αυξάνει το κόστος της παραγωγής. Στον βαθμό που η αύξηση αυτή απορροφάται από τις επιχειρήσεις συμπιέζει τα περιθώρια κέρδους τους. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου ασκεί πληθωριστικές πιέσεις. Η μετακύλιση μέρους της αύξησης του κόστους παραγωγής στις τιμές των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών αυξάνει το γενικό επίπεδο τιμών.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην πρόσφατα δημοσιευθείσα έκθεσή του, εκτιμά ότι ο παγκόσμιος πληθωρισμός θα αυξηθεί από 3,2% το 2020 σε 4,3% το 2021. Η αναθεωρημένη πρόβλεψη του ΔΝΤ για το 2021, η οποία είναι κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από την αντίστοιχη του Απριλίου, αντανακλά την πληθωριστική επίδραση τόσο του ενεργειακού κόστους όσο και των διαταράξεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ
Στις αρχές Οκτωβρίου, τα κράτη-μέλη του ΟΠΕΚ και οι σύμμαχοί τους (ΟΠΕΚ+) ανακοίνωσαν ότι εμμένουν στην απόφαση του Ιουλίου για ημερήσια αύξηση της παραγωγής κατά 400 χιλ. βαρέλια κάθε μήνα μέχρι τουλάχιστον τον Απρίλιο του 2022. Η απροθυμία του ΟΠΕΚ+ να αυξήσει περαιτέρω την παραγωγή, σε συνδυασμό με την αύξηση της ζήτησης λόγω της ανάκαμψης των οικονομιών από την πανδημική κρίση διατηρούν συνθήκες υπερβάλλουσας ζήτησης. Επιπρόσθετα, οι ανησυχίες για ελλείψεις σε φυσικό αέριο και άνθρακα σε Ευρώπη και Ασία, λόγω και της μείωσης των αποθεμάτων τους, δημιουργούν προσδοκίες για υψηλότερες τιμές πετρελαίου το προσεχές διάστημα. Σημαντική παράμετρος για την εξέλιξη της ζήτησης βραχυπρόθεσμα και, κατά συνέπεια, των τιμών ενδέχεται να αποδειχθεί η επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης στην Κίνα. Το ΑΕΠ της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη αυξήθηκε κατά 4,9% σε ετήσια βάση, το τρίτο τρίμηνο του έτους, η οποία είναι η κατώτερη επίδοση των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων. Οι συμμετέχοντες στις αγορές δεν αποκλείουν περαιτέρω επιβράδυνση στα επόμενα τρίμηνα, εξέλιξη η οποία θα έχει επίπτωση και στη ζήτηση για πετρέλαιο. Όσον αφορά στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές, αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, η υλοποίηση του σχεδιασμού για μηδενικές εκπομπές ρύπων έως το 2050 προϋποθέτει κορύφωση της ζήτησης για το πετρέλαιο το 2025.
Επιπλέον, εκτιμούν οι αναλυτές της AlphaBank, απαιτείται να υπερτριπλασιαστούν από τα τρέχοντα επίπεδα οι ετήσιες επενδύσεις σε «καθαρές» μορφές ενέργειας, σε 4 τρισ. δολάρια έως το 2030. Ωστόσο, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση δεν αποκλείεται να λειτουργήσει ως «επιταχυντής εξελίξεων» στη διαδικασία μετάβασης προς φιλικότερες προς το περιβάλλον μορφές ενέργειας. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και οι γεωπολιτικές εντάσεις θα εξακολουθήσουν να αποτελούν αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι θα επηρεάζουν την πλευρά της προσφοράς, αυξάνοντας τη μεταβλητότητα των διεθνών τιμών του πετρελαίου. (Πηγή: ΑΠΕ)