Η εικόνα που παρουσιάζουν κάποιες σχολικές μονάδες σε κοινωνικά και πολιτισμικά «ευαίσθητες» περιοχές της χώρας, κυρίως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αποτυπώνει σε μικροκλίμακα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Ως φαίνεται, ό,τι έως σήμερα ξορκίζαμε, πολύ σύντομα επανακάμπτει, ασύνταχτα, βέβαια, και με διαφορετικό μανδύα, για να κλονίσει βεβαιότητες και να μας ξεβολέψει από τη μακαριότητα που ζούμε εν μέσω πανδημίας.
Πράγματι, έναν χρόνο μετά την ιστορική δικαστική απόφαση για την καταδίκη των μελών της Χρυσής Αυγής, τα θλιβερά γεγονότα στη Σταυρούπολη, τον Εύοσμο και το Νέο Ηράκλειο έρχονται να επιβεβαιώσουν τις υφέρπουσες ανησυχίες ότι απολιθώματα του επαχθούς ναζιστικού μορφώματος μπορεί να επιζούν, καθώς «ρήγματα» αρχίζουν να ενεργοποιούνται ξαφνικά, ρίχνοντας βαριά σκιά στην κοινωνία και τον μικρόκοσμο του σχολείου.
Δεκαεπτάχρονοι μαθητές, έφηβοι, να χαιρετούν ναζιστικά, να βιαιοπραγούν σε βάρος συνομηλίκων τους, να «εκπαιδεύονται» στη χρήση στιλέτων, σιδερογροθιών, αλυσίδων και «νέων τεχνολογιών» άσκησης βίας, να προπηλακίζουν, να επουλώνουν ψυχικά τραύματα προκαλώντας πόνο και οδύνη στον διπλανό τους, τον συμμαθητή, τον δάσκαλο, τον γείτονα.
Ασυγκράτητος θυμός που εκφράζεται με τυφλή βία. Θύματα ακραίων που καταντούν οι ίδιοι θύτες. Αδυναμία και δυσανεξία προς την κοινωνία που εκλαμβάνεται ως «δύναμη», επίδειξη πυγμής. Όταν η βία και ο φόβος ελλοχεύουν στις αίθουσες και τους διαδρόμους των σχολείων, το τελευταίο που ενδιαφέρει είναι ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας του σχολείου, η μάθηση, η γνώση, η καινοτομία. Προέχει ο παιδαγωγικός και υποστηρικτικός ρόλος σχολείου και δασκάλου.
Το σχολείο οφείλει να μην περιθωριοποιεί και στιγματίζει τους μαθητές του που έχουν παραστρατίσει και μπλεχτεί στα δίχτυα ακραίων, που ως φαίνεται καιροφυλαχτούν και επιχειρούν να αλιεύσουν σε θολά νερά. Να τους συμπαραστέκεται αγόγγυστα, να αντιμετωπίζει καθέναν τους εξατομικευμένα, να αναζητά αιτίες, να υποστηρίζει και να επικουρεί. Να καλλιεργεί την επικοινωνία μέσα στις τάξεις και να συζητά τα προβλήματα των νέων και τις ανησυχίες τους.
Οι μαθητές δεν είναι, ποτέ δεν ήταν άλλωστε, πόσο μάλλον τώρα, παθητικοί δέκτες των αλλαγών που επισυμβαίνουν στην κοινωνία. Δέχονται ερεθίσματα και αντιδρούν με τον δικό τους τρόπο, ανάλογα με τα βιώματα, την ψυχοσύνθεσή τους, τις «πληγές» που κουβαλούν.
Είναι βέβαιο ότι έχουν επηρεαστεί από τον κοντά δίχρονο αναγκαστικό εγκλεισμό τους στο σπίτι λόγω της πανδημίας. Αναμφίβολα, στερήθηκαν τη ζωογόνο ελευθερία, τις παρέες, τους φίλους, τη χαρά της ζωής. Σε αρκετούς μάλιστα επέδρασε αρνητικά και η άσχημη οικονομική κατάσταση των γονιών τους σε συνάφεια και με την πρόσφατη οικονομική κρίση, αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικογένειας (συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας…).
Η βία, εξάλλου, γεννά βία, και στην κοινωνία. Πώς μπορεί να προσδοκά κανείς από έφηβους να παραμένουν «αλώβητοι» όταν θεωρίες συνωμοσίας βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στον κοινωνικό περίγυρο, όταν κυριαρχεί κλίμα διχασμού για το θέμα του εμβολιασμού, όταν, γενικότερα, επικρατεί αβεβαιότητα για το μέλλον, ατομικό και κοινωνικό.
Το σύγχρονο σχολείο που υπηρετεί πραγματικά τις ανάγκες της ελληνικής οικογένειας και κοινωνίας ενδυναμώνει και θωρακίζει πνευματικά και ψυχικά τους μαθητές του. Ο ρόλος του διεκπεραιωτή και παρόχου γνώσης δεν ταιριάζει σε αυτό. Αδικεί τον ίδιο τον εκπαιδευτικό, μαζί και τους μαθητές.