Του Χρήστου Τσαντήλα
ΣΤΗΝ Ελλάδα του σήμερα, (έτσι όπως μας την κατάντησαν), κάτι με κάνει να στέκομαι σε εικόνες της καθημερινότητας τις οποίες θα προσπερνούσα αδιάφορα, σε άλλες (πιο απονήρευτες) εποχές. Όπως κάποιες σκηνές σε κοσμικό παραλιακό θέρετρο, βραδάκι, εν μέσω πολυκοσμίας...
ΑΚΡΟΒΟΛΗΣΜΕΝΟΙ, σε αποστάσεις μερικών μέτρων, στην παραλιακή οδό της... πασαρέλας, (όπου κατά χιλιάδες οι νεόπλουτοι προσπαθούν να ξεγελάσουν τη... φτώχεια τους) κάποιοι μεροκαματιάρηδες ηλιοκαμένοι μικροπωλητές, αλλά και ζευγάρια αγροτών, βιοπαλαιστές που έχουν στήσει τους πάγκους τους για να πουλήσουν, ό,τι μπορέσουν...
Ο ΕΝΑΣ, όρθιος δίπλα στην καρότσα του ημιφορτηγού, πουλάει ροδάκινα, νεκταρίνια, σταφύλια και άλλα φρούτα της εποχής. Ο μεσαίος, με τη γυναίκα του βοηθό, και οι δυο τους με κάτασπρα τα φρύδια από αραχνοΰφαντο, ζαχαρωμένο έως καραμελωμένο ιστό, πουλάει ... μαλλί της γριάς! Αυτό το γνωστό που, όπως και ο γύρος, ξετρελαίνει τους ξένους και ιδιαίτερα τις μικρές ηλικίες. Και ο τρίτος λίγο παρακάτω, κι αυτός με την αγρότισσα, μια δουλεμένη Ελληνίδα της υπαίθρου, με παλάμες ανδρικές, γεμάτες πληγές και ρόζους... καψαλίζονται ψήνοντας ρόκες! Ζουμερά και ολόφρεσκα, ζεστά, πεντανόστιμα καλαμπόκια...
Σ’ ΑΥΤΟΥΣ τους τρεις πάγκους, έχει ακουμπήσει την ταυτότητά της (και αντικατοπτρίζεται) πλέον η μισή Ελλάδα. Κι από μπροστά της, λες και σε παρέλαση, να βολτάρει ασταμάτητα η άλλη μισή. Στο πουθενά... Κόσμος φορτωμένος προβλήματα, άγχος και νευρικότητα. Αλλά κόσμος, πολύς κόσμος. Ένα ποτάμι κόσμος. Να λες, πού στο καλό βρίσκεται αυτή η κρίση...
ΩΣ ΕΔΩ οι περιγραφές. Γιατί παρακάτω «παίζει» η νοοτροπία. Που χαρακτηρίζει και τον βαθμό αντίστασης της κοινωνίας απέναντι στην κρίση που μας μαστίζει. Ο πρώτος με τα φρούτα της εποχής, ξεκίνησε μάλλον στραβά. Δύο ευρώ τα τρία κιλά! Ελάχιστοι πλησίαζαν. Μετά δίωρο περίπου άλλαξε συμπεριφορά. Ήρθε πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ένα ευρώ τα δύο κιλά! Ώσπου λίγο αργότερα πλησίασε περισσότερο (και ξεπούλησε). Ένα ευρώ τα τρία κιλά... κι ας ζυγίζουν και παραπάνω! Άδειασε η καρότσα στο πι και φι...
ΤΟ ζευγάρι με τη μηχανή αλέσματος της ζάχαρης, έκανε ανάλογες κινήσεις. Το μαλλί της γριάς, κοντά στα μεσάνυχτα «άσπριζε» στη βόλτα. Οι τιμές χαμήλωναν κι ο κόσμος πλησίαζε. Οι πιτσιρίκοι με άσπρα μουστάκια, γεμάτοι κόλλα, όλο και πιο πολλοί. Μεγάλη η προσφορά ανάλογη και η ζήτηση. Το τσουβάλι με τη ζάχαρη άδειασε κοντά στα μεσάνυχτα. Λιγότερο κέρδος, καλό μεροκάματο. Το ίδιο συνέβη και με το ζευγάρι των αγροτών με τις ρόκες. Ουρές μπροστά στα κάρβουνα, «άρπαζαν» τα καλαμπόκια, όταν η τιμή έπεσε στο μισό ευρώ! Άδειασαν γρήγορα τα τσουβάλια, ξέμειναν από καλαμπόκι οι αγρότες, την άλλη μέρα θα ξέρουν...
ΑΥΤΗΝ τη λογική, δεν είδαν δυστυχώς οι περισσότεροι καταστηματάρχες στα παράλια. Οι οποίοι βεβαίως έχουν και το νοίκι. Αλλά και την εφορία. Οι μικροπωλητές είναι τα «ξεσκέπαστα» μαγαζιά. Οι μαύρες συναλλαγές. Και ο κόσμος, σε ένα ατέλειωτο πήγαινε έλα. Με στάσεις πλέον της λογικής. Μ’ εκείνη τη λογική που επιβάλλει η τσέπη! Την κατάσταση της οποίας διαμορφώνει η κρίση...