Γι’ αυτό, το 1982 και επί Κυβέρνησης ΠΑ.ΣΟ.Κ., καταργήθηκε, αλλά βιαστικά και απότομα, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό, οι συνέπειες του οποίου φάνηκαν στην πορεία και, επί δεκαετίες, ταλαιπωρούν, σημαντικά, την εκπαιδευτική κοινότητα.
Πάνω στη βιασύνη, όμως, έγινε, κατ’ εμέ, ένα βασικό λάθος. Ακολουθήθηκε η συνταγή του «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», χωρίς, ωστόσο, να προβλεφθεί ένας καλύτερος τρόπος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, που θα αντικαθιστούσε τον παλιό. Αυτή η επιλογή είχε ως συνέπεια να επικρατήσει η ισοπεδωτική αντίληψη στην επιλογή στελεχών, η αναξιοκρατία και η προώθηση ημετέρων, αλλά και η αδιαφορία πολλών εκπαιδευτικών μέσα στην τάξη, αφού έπαυσε να υπάρχει ο φόβος της αξιολόγησης, που, θέλοντας και μη, κρατά σε εγρήγορση και φυλάει τα έρμα, πάντα και εφόσον σέβεται κανείς τον εαυτό του. Άλλωστε, ο επί θητεία Σχολικός Σύμβουλος, που διαδέχθηκε, κάποια στιγμή τον μόνιμο Επιθεωρητή, δεν αξιολογούσε, αλλά μόνο συμβούλευε, αν συμβούλευε. Ποιές, όμως, ήταν οι αδυναμίες του θεσμού του Επιθεωρητή;
Πρέπει να επισημάνουμε, κατ’ αρχήν, ότι η απόκτηση της ιδιότητας του Επιθεωρητή ήταν καρπός της βαθμολογικής του εξέλιξης, που ίσχυε, τότε, στην Εκπαίδευση, οπότε, όταν την αποκτούσε κανείς, την ασκούσε, σταθερά και ως το τέλος της ενεργούς σταδιοδρομίας του. Δεν πρέπει, ακόμα, να ξεχνάμε, ότι η μετάβαση των εκπαιδευτικών από βαθμό σε βαθμό και από μισθολογικό κλιμάκιο σε άλλο γινόταν είτε κατ’ εκλογήν, είτε κατ’ αρχαιότητα, και με βάση τη βαθμολογία στις αξιολογικές υπηρεσιακές εκθέσεις, που συντάσσανε, τότε, οι Διευθυντές των σχολικών μονάδων και οι Επιθεωρητές ειδικότητας. Και επειδή ο κατ’ εκλογήν τρόπος εξέλιξης του εκπαιδευτικού, σε μια εποχή που οι μισθοί ήταν πενιχροί, εξασφάλιζε, νωρίτερα, και μια μικρή οικονομική αύξηση, δεν ήταν λίγοι οι εκπαιδευτικοί, που ήταν δυσαρεστημένοι, γιατί νόμιζαν, ότι αδικήθηκαν στην αξιολόγηση.
Πέραν τούτου, οι Διευθυντές των σχολείων και, προπάντων, οι Επιθεωρητές είχαν το δικαίωμα να μπουν στην αίθουσα διδασκαλίας χωρίς, καν, να προειδοποιήσουν τον εκπαιδευτικό και, πολλές φορές, χωρίς, προηγουμένως, να δείξουν οι ίδιοι, πώς θέλουν να γίνεται το μάθημά τους. Αυτός ο αιφνιδιασμός, όπως αντιλαμβανόμαστε, ήταν αντιπαθητικός, γιατί έρχονταν στην επιφάνεια προβλήματα, που με κλειστή την πόρτα της αίθουσας διδασκαλίας δεν φαίνονται. Γι’ αυτό, και οι υπερεξουσίες αυτές καθιστούσαν πολλούς απ’ αυτούς αυταρχικούς, απρόσιτους και μισητούς, κάποιες φορές, σε πολλούς απ’ τους μάχιμους εκπαιδευτικούς. Βεβαίως, υπήρχαν και Επιθεωρητές, που προειδοποιούσαν και έκαναν υποδειγματικές διδασκαλίες σε πρωτοδιόριστους και όχι μόνο, αλλά από μόνη της η παρακολούθηση της διδασκαλίας από επισκέπτες στην αίθουσα, πόσο μάλλον η αιφνιδιαστική, αναστατώνει τον διδάσκοντα και τον επηρεάζει, συνήθως, αρνητικά, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει τα αναμενόμενα.
Αν, μάλιστα, σκεφθεί κανείς, ότι οι κακές αξιολογικές εκθέσεις μπορούσαν, κάποτε, να οδηγήσουν σε εισήγηση ακόμη και για απολύσεις εκπαιδευτικών, έστω κι αν αυτές απαγορεύονταν μετά την καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, αντιλαμβάνεται κανείς, γιατί ήταν τέτοια η αποστροφή και το μένος εναντίον της αξιολόγησης εκ μέρους πολλών εκπαιδευτικών. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι στο κέντρο της Αθήνας υπάρχει, ακόμα, η πλατεία Κλαυθμώνος, για να θυμίζει, πού κατέληγαν, κάποτε, για να κλάψουν τον πόνο τους οι απολυμένοι, εξαιτίας του ότι ήταν διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων απ’ τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Την ύπαρξη αυτής της πλατείας και τις αδυναμίες των επιθεωρητών τις εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο οι πολέμιοι της αξιολόγησης, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στην κατάργησή της. Αυτές τις αδυναμίες, άλλωστε, επικαλούνταν, μέχρι πρότινος, και οι σημερινοί πολέμιοι της αξιολόγησης, στην προσπάθειά τους να αποφευχθεί και να μην καθιερωθεί εκ νέου. Έτσι, επί σαράντα, περίπου, χρόνια η εκπαιδευτική κοινότητα στερήθηκε την ουσιαστική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η οποία, ομολογουμένως, εφόσον εφαρμόζεται, αντικειμενικά και με ασφαλιστικές δικλείδες, επιτυγχάνει θετικά αποτελέσματα στη λειτουργία των σχολείων.
Πρόσφατα, ωστόσο, έχει ψηφισθεί νόμος, που προβλέπει την αξιολόγηση του έργου των Εκπαιδευτικών και γίνεται, αυτόν τον καιρό, προσπάθεια εφαρμογής του. Επειδή, όμως, γνωρίζω, καλά, το σινάφι μου και τις προφάσεις εν αμαρτίαις, που χρησιμοποιεί, διαρκώς, για να μην προχωρήσει η αξιολόγηση, η προσπάθεια θα είναι δύσκολη. Παρόλα αυτά, αν αποφευχθούν αδυναμίες και λάθη του παρελθόντος, ελπίζω, ότι θα αποδώσει καρπούς για το καλό και της εκπαίδευσης και της χώρας.
Από τον Κώστα Γιαννούλα