Ήταν ένα γλυκό πρωινό του φθινοπώρου. Ένα ψιθύρισμα έμπαινε απ’ τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα, από μια σιγανή βροχούλα που έπεφτε. Η Μαρία είχε ξυπνήσει από ώρα, αλλά δεν ήθελε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Ο άντρας της δίπλα κοιμόταν βαθιά. Τα παιδιά επίσης, ήταν Σάββατο και αυτήν την ημέρα που δεν είχαν σχολείο κοιμόταν μέχρι αργά.
Η Μαρία έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στις σκέψεις της. Το μυαλό του ανθρώπου τρέχει με… χίλια. Απ’ το ένα γεγονός πετιέται στο άλλο, έπειτα στο άλλο και πάει λέγοντας. Η σκέψη της εκείνη την ημέρα αφού θυμήθηκε διάφορα απ’ το παρελθόν, σταμάτησε εκεί σε ένα χαμηλό σπιτάκι, με μια τεράστια αυλή κατάφυτη, με λογής - λογής λουλούδια και φυτά.
Σε αυτό το όμορφο σπιτάκι, έμενε μια μοναχική γερόντισσα, η Αλεξάνδρα. Μια καλοσυνάτη και αξιαγάπητη γυναίκα, που είχε περάσει πολλά στη ζωή της. Παιδιά δεν είχε, ζούσε ολομόναχη εδώ και χρόνια που πέθανε ο άντρας της. Όσο προχωρούσε η ζωή και περνούσαν τα χρόνια σκεφτόταν τι να κάνει με εκείνο το σπιτάκι.
Ήταν μια θρησκευόμενη γυναίκα, δεν έλειπε απ’ την εκκλησία καμιά Κυριακή, γιορτή και εσπερινό. Αποφάσισε να το κάνει δωρεά στην εκκλησία. Έτσι και έγινε, αφού το συζήτησε και με τον ιερέα της ενορίας. Ο ιερέας ανέλαβε τη φροντίδα της και δεν έλειπε τίποτα απ’ την καθημερινότητά της. Πλήρωνε και μια γυναίκα να τη βοηθάει απ’ το πρωί ως το μεσημέρι. Το απόγευμα μαζευόταν εκεί τρεις - τέσσερις κυρίες του φιλοπτώχου της ενορίας και της πρόσφεραν ότι ήθελε. Μαζί τους και ο ιερέας. Ένας αξιοσέβαστος και αξιαγάπητος με πολύ χιούμορ.
Είχαν γίνει μια παρέα με τις κυρίες του φιλοπτώχου και συζητούσαν διάφορα. Σ’ αυτήν την παρέα ανήκε και η Μαρία. Όλα τα απογεύματα τα περνούσε στο σπίτι της Αλεξάνδρας. Ό,τι μαγείρευε και ό,τι γλυκό έκανε της το πήγαινε, όπως και οι άλλες κυρίες.
Η Αλεξάνδρα τις έλεγε κάποιες φορές καλοσυνάτα «Μη μου κουβαλάτε τόσα φαγητά βρε κορίτσια, δεν προλαβαίνω να τα φάω». Κάποια ημέρα εκεί μέσα στο δωμάτιο της Αλεξάνδρας και στην παρέα έγινε μια αναταραχή. Η Αλεξάνδρα είχε σταματήσει τη γυναίκα που τη φρόντιζε τα πρωινά γιατί δεν της άρεσε. Ο ιερέας, ήπια βέβαια, τη… μάλωσε. Το ίδιο και οι κυρίες του φιλοπτώχου, εκτός απ’ τη Μαρία.
«Δεν είναι εύκολο να βρούμε άλλη γυναίκα, της είπανε…»
Η Αλεξάνδρα κατέβασε το κεφάλι προσβεβλημένη, όπως τα μικρά παιδιά που τρώνε χαστούκι απ’ τον πατέρα. Της Μαρίας δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Πήρε λοιπόν τον λόγο. «Εντάξει, εντάξει, σταμάτησε τη γυναίκα δεν χάλασε κι ο κόσμος, μην τη μαλώνετε, θα βρούμε άλλη. Έχω εγώ μια γυναίκα που με βοηθάει κάπου - κάπου στις βαριές δουλειές, είναι εξαιρετική και θα τη φέρω εδώ στην Αλεξάνδρα». Ο παπάς χαμογέλασε. «Μαρία είσαι… επαναστάτρια, μου αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι, που δεν συμφωνούν πάντα με το σύνολο. Σε χρειάζομαι στο εκκλησιαστικό συμβούλιο…».
Η Αλεξάνδρα σήκωσε το κεφάλι, σαν να πήρε λίγο θάρρος απ’ την… επανάσταση της Μαρίας.
Τώρα η Μαρία έπρεπε να δώσει μια απάντηση στον ιερέα.
«Πάτερ μου, ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά άφησέ με εμένα απ’ έξω, δεν είμαι εγώ γι’ αυτά. Στα συσσίτια να βοηθήσω όσο μπορώ, αλλά πέραν αυτού τίποτα. Έχω και την απασχόληση που ξέρεις. - Συγγραφέας ήταν η Μαρία, δημοσίευε άρθρα και διηγήματα, σε όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά της πόλης και είχε εκδώσει αρκετά βιβλία.
Είχε πολλά βραβεία απ’ τη Διεθνή Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και από άλλους συλλόγους. Αλλά δεν είχε έπαρση, δεν είχε καβαλήσει καλάμι όπως λέει ο λαός. - Αυτόν τον καιρό πάτερ, γράφω και ένα βιβλίο για την αγαπημένη μας Αλεξάνδρα. Μου το ζητάει επίμονα αλλά το θέλω κι εγώ. Η ζωή της ήταν και είναι πονεμένη, αλλά ενδιαφέρουσα. Φυσικά γράφω και για όλους εσάς. «Α Μαρία δεν ήξερα ότι γράφεις για την Αλεξάνδρα, ελπίζω να μην αναφέρεις και το όνομά μου, δεν θέλω».
«Να μην γνωρίζει η δεξιά τι ποιεί η αριστερά» είπε ο Χριστός.
«Ησύχασε πάτερ σε… βάφτισα αλλιώς.
Πατέρα Αναστάσιο, σου… κάνει; Δεν μπορούσες να λείψεις από μέσα, προσφέρεις τόσα πολλά στην Αλεξάνδρα». Γέλασαν όλοι και η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε εκεί σ’ εκείνη την παρέα.
Αυτά και άλλα σκεφτόταν η Μαρία ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ακούγοντας τη σιγανή βροχούλα. Σε λίγο ξύπνησε κι ο άντρας της. Της έπιασε το χέρι. «Ξύπνια είσαι Μαρία μου;» «Από πολλή ώρα Νίκο μου» - Αυτό ήταν το όνομά του. -Ο Νίκος, ήταν ένας πολύ τρυφερός σύζυγος, λιγάκι αυταρχικός, πολλές φορές, ίσως λόγω επαγγέλματος -στρατιωτικός ήταν- αλλά κατά τα άλλα όλα καλά.
Σε λίγο ξύπνησαν και τα παιδιά, έπρεπε να σηκωθεί να ετοιμάσει το πρωινό τους. Τίναξε το κεφάλι, άφησε πίσω το παρελθόν και σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα…