Προτού όμως προχωρήσει η εξέταση του θέματος, μία υπενθύμιση: η βία αφορά στην πρόκληση βλάβης, σωματικής και ψυχικής, σε πρόσωπα και περιουσία που πηγάζει τόσο από την κατάχρηση εξουσίας όσο και από την εγκληματικότητα. Δεν είναι, φυσικά, μονοδιάστατη έννοια, αλλά συναντάται με περισσότερες κλιμακούμενες εκφάνσεις, οι συχνότερες και πιο αντιπροσωπευτικές από τις οποίες είναι η λεκτική (προσβολές και απειλές) και η σωματική, έμπρακτη εφαρμογή και κορύφωση της πρώτης.
Αναρωτιέται κανείς λοιπόν, μετά από αυτήν τη σύντομη εισαγωγή, για το ποια είναι η προέλευση αυτού του φαινομένου και μάλιστα της πρόσφατης όξυνσής του. Αν και το θέμα χρήζει σφαιρικότερης αντιμετώπισης, θα μπορούσε να συναχθεί από την εμπειρική παρατήρηση της κοινωνικής πραγματικότητας της επί Covid-19 εποχής, πως ο εγκλεισμός μάλλον έχει συμβάλει στην εμφάνιση όλο και περισσότερων «κρουσμάτων» βίας. Ως γνωστόν, η καραντίνα και η συνακόλουθη παραμονή στο σπίτι δημιουργώντας «πλεόνασμα» ελεύθερου χρόνου, κίνησαν το ενδιαφέρον ων συμπολιτών μας για την επικαιρότητα. Το μέρος όπου καλύφθηκε η ανάγκη πολλών για ενημέρωση δεν ήταν άλλο από το Facebook και τους υπόλοιπους προσφιλείς ανά ηλικιακή ομάδα ιστοτόπους. Πράγματι, πληθώρα άρθρων μπορεί να συναντήσει εκεί ο μέσος αναγνώστης και ακόμα μεγαλύτερο αριθμό θεμάτων. Επιπλέον, πέραν των τετριμμένων σχολιασμών των τηλεπαιχνιδιών, οι αναγνώστες εστίασαν σε θέματα μείζονος σημασίας: στον εμβολιασμό, στη μετανάστευση, στις πυρκαγιές, στα ελληνοτουρκικά… Εκ των πραγμάτων πολιτικά θέματα εξαιτίας των εκτεταμένων συζητήσεων των ημερών και του ενδιαφέροντος που προκάλεσε η νέα πραγματικότητα της καραντίνας για τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις. Όπου χωρεί πολιτική αντιπαράθεση, εξάλλου, η διάσταση απόψεων είναι επακόλουθη και αυτή κατέστη η αφετηρία του προβλήματος.
Καθώς, λοιπόν, η βία χαρακτηρίζεται από κλιμάκωση, γίνεται κατανοητό ότι το πρώτο επίπεδό της μπορεί να προσεγγιστεί με σχετική ευκολία, αρκεί να ληφθεί η πρωτοβουλία και αφού αυτό επιτρέπεται από τις τωρινές συνθήκες, δηλαδή τον περισσότερο χρόνο εντός -κατάλοιπο της πολύμηνης καραντίνας- και τη φαινομενική ασφάλεια της εξ αποστάσεως επικοινωνίας, τα αποτελέσματα δεν αργούν να φανούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα σχόλια των «επίμαχων» άρθρων καθημερινά συγκεντρώνουν ικανό αριθμό υποστηρικτών ποικίλων (πολιτικών) απόψεων σχετικών ή μη με το αντίστοιχο θέμα, οι οποίοι πίσω από την ψευδαίσθηση ανωνυμίας και ασφάλειας που δημιουργεί η οθόνη ενός υπολογιστή, ξεπερνούν συχνά τα όρια. Εδώ έγκειται και η πρώτη φάση της κλιμάκωσης της βίας, οι λεκτικές απειλές και προσβολές προς άλλους «απρόσωπους» συνομιλητές, αν βέβαια η κατάσταση θα μπορούσε να παρομοιαστεί με συζήτηση (!).
Βέβαια, η κλιμακούμενη εξέλιξη ενός κοινωνικού φαινομένου, αφού δρομολογηθεί, έχει την τάση να είναι απρόβλεπτη και να παίρνει γρήγορα σημαντικές διαστάσεις που καθιστούν δύσκολη την άμβλυνση των επιπτώσεών της. Παρατηρείται, ταυτόχρονα, μια αναλογία: όσο μεγαλύτερη η έξαρση τόσο δυσκολότερος ο κατευνασμός, απλώνεται σαν πυρκαγιά. Για τον λόγο αυτόν από τις εξ αποστάσεως απειλές και προσβολές, περάσαμε σχεδόν αμέσως στους διά ζώσης διαπληκτισμούς και οδομαχίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης αποτελεί ο σάλος που προκάλεσε η άφιξη στην πόλη μας, της Αμάλ ως μια στάση στο συμβολικό της ταξίδι προς τη Δύση. Πρώτα υπήρξαν διαδικτυακές διαφωνίες για την εκδήλωση που είχε οργανωθεί προς υποδοχήν της και έπειτα απειλές προς αποφυγήν της πραγματοποίησής της. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι μια ειρηνική, αρχικά, εκδήλωση υπέρ της αλληλεγγύης και της αποδοχής του διαφορετικού, θα κατέληγε σε βίαιη αντιπαράθεση και θα έβαζε σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα ανήλικων παιδιών, που δεν αποκόμισαν παρά μια δυσάρεστη, το λιγότερο, εμπειρία.
Ως προς το ζήτημα της αντιμετώπισης αυτής της μάστιγας, της κλιμακούμενης βίας, δυστυχώς, δεν υπάρχει πανάκεια. Χρειάζεται αυτό που ομολογουμένως είναι δύσκολο και αυτό που ούτε και το παρόν άρθρο καταφέρνει στο έπακρο: σφαιρική αντιμετώπιση. Μια προσπάθεια που θα μπορούσε να καταβληθεί για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα ήταν η κριτική ενημέρωση, η σύγκριση των διαθέσιμων πηγών και η συναγωγή συμπερασμάτων. Προφανώς πρόκειται για χρονοβόρα διαδικασία και για πολλούς ο επιπλέον ελεύθερος χρόνος, «δώρο» του εγκλεισμού, δεν μοιάζει αρκετός. Ας ελπίσουμε ότι με τον καιρό θα επέλθει ωριμότητα και μαζί με αυτή κριτική ικανότητα και έτσι, ίσως, αυξηθούν οι πιθανότητες για ειρηνικότερη διά ζώσης και εξ αποστάσεως επίλυση των διαφορών.
Από τον Κων. Αγοραστό,
φοιτητή Νομικής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών