ανταποκριτές εφημερίδων και άτομα του στρατού της απελευθέρωσης) έχουν αφήσει γραπτά τις αναμνήσεις τους από την ημέρα εκείνη σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Και η στήλη αυτή έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με τις χαρμόσυνες εκείνες στιγμές[1]. Στο σημερινό μας όμως κείμενο, θα βασισθούμε σε μια άλλη μαρτυρία για το γεγονός της απελευθέρωσης, του γνωστού δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας «Μικρά» Θρασύβουλου Μακρή. Τις κατέγραψε στο φύλλο αριθμ. 185 της εφημερίδας της Λάρισας «Νέα Ημέρα» της 29ης Σεπτεμβρίου 1935 με τον τίτλο «Δημοσιογραφικές Αναμνήσεις», με την ευκαιρία των πανθεσσαλικών εορτών για τα 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, οι οποίες είχαν γίνει κάπως καθυστερημένα λόγω διαφόρων στρατιωτικών και πολιτικών γεγονότων κατά το διάστημα αυτό (Μικρασιατική εκστρατεία, δικτατορικές κυβερνήσεις, κλπ.). Ο Μακρής γεννημένος το 1874, την ημέρα της απελευθέρωσης της Λάρισας ήταν 7 ετών, έλαβε μέρος με το σχολείο του στις εορταστικές εκδηλώσεις, αλλά όπως αναφέρει «Μικρούληδες τότε, ως εν ονείρω ενθυμούμεθα την είσοδον του ελληνικού στρατού εις την πόλιν μας, αφήνομεν όμως την αφήγησιν των κατ’ αυτήν εις τους γηραιούς συμπολίτας μας Αθανάσιον Όθωνα και Αριστοτέλην Παπαζήσην, οι οποίοι παρακολουθήσαντες εκ του σύνεγγυς τότε τα γεγονότα, μας παρέχουν λεπτομερείας». Η περιγραφή αυτή θεωρείται αυθεντική και χωρίς αμφιβολία ακριβής, καθώς η παρουσία του Μακρή επί χρόνια στα δημοσιογραφικά τεκταινόμενα της Λάρισας μαρτυρεί την αξιοπιστία του. Αναφέρει γεγονότα, μικρές όμορφες ανθρώπινες στιγμές και ονόματα από την ιστορική αυτή ημέρα, τα οποία σε επιστημονικά συγγράμματα είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς. Γι’ αυτό και οι αναμνήσεις του παραμένουν σημαντικές. Γράφει λοιπόν ο Θρασ. Μακρής:
«Ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής Λαρίσης και απάσης της Θεσσαλίας Χικμέτ πασάς, ματαίως αναμείνας την αναστολήν της Βερολινείου αποφάσεως, διέταξε σύντομον την προετοιμασίαν και την αναφοράν των στρατευμάτων του, των πολιτικών και δικαστικών αρχών και γραφείων, ως και των εν ταις φυλακαίς Λαρίσης και Τυρνάβου κρατουμένων καταδίκων. Εξ άλλου ο πολιτικός διοικητής Λαρίσης, εδρεύων εις μεγάλην οικίαν κάποιου Ταφούρ μπέη, ήτις κατόπιν εχρησίμευσεν και ως στρατών του εγκατασταθέντος ενταύθα 5ου Πεζικού Συντάγματος, καταβιβάσας την σημαίαν, διέταξεν να απέλθωσιν οι άνδρες της ασφαλείας, εγκαταστήσας δε περί τας δέκα περιπόλους εις τας συνοικίας της πόλεως, εκάλεσε τους εν αμηχανία ευρισκομένους Τούρκους προύχοντας και τους συνέστησεν ή να τον ακολουθήσουν εις Ελασσώνα ή να παραμείνωσιν αφόβως υπό το νέον καθεστώς.
Την μεσημβρίαν του Σαββάτου, 30 Αυγούστου του 1881, επιτροπή αξιωματικών Ελλήνων όλων των όπλων και απάντων εφίππων, κατέφθασεν εκ Τρικάλων και παρέλαβεν τυπικώς παρά του πασά την διοίκησιν της πόλεως, του στρατιωτικού διοικητού αυτής Χικμέτ παραλαβόντος το τελευταίον τάγμα των ατάκτων γκέκηδων, εγκατέλειψεν το Διοικητήριον, το οποίον ως γνωστόν κείμενον επί της Κεντρικής πλατείας, εχρησίμευσεν αργότερον ως «Θέμιδος Μέλαθρον».
Η άφιξις των Ελλήνων αξιωματικών ενεθουσίασε τους χριστιανούς κατοίκους- φοβουμένους σφαγήν- οίτινες ήρχισαν αναρτώντες εις τα καταστήματα και τας οικίας των ελληνικάς σημαίας… Εις τους ανωτέρω αξιωματικούς διαμείναντας εις το μόνον τότε ξενοδοχείον και εστιατόριον του Χρήστου Βαμβακά, του δράσαντος κατά την επανάστασιν του 1878, κείμενον όπισθεν της νυν Εθνικής Τραπέζης, οι προύχοντες Λαρισαίοι παρέθεσαν γεύμα και δείπνον, κατά το οποίον οι συνδαιτυμόνες εγεύθησαν δια πρώτην φοράν των περιφήμων πεπονίων της Μπακραίνης, των σταφυλών του Καζακλάρ και του ονομαστού οίνου της Ραψάνης.
Καθ’ όλην την νύκτα του Σαββάτου οι Λαρισαίοι έρραπτον σημαίας και επρομηθεύοντο κούκους (κάλυμμα κεφαλής) μαύρους, τους οποίους εγκαίρως είχε προετοιμάσει προνοητικός έμπορος, ούτω δε την πρωΐαν της Κυριακής 1ης Αυγούστου 1881, η Λάρισα έπλεεν εις το κυανόλευκον και οι πλείστοι των κατοίκων της ήσαν κουκοφορεμένοι.
Εξημέρωσε τέλος η Κυριακή και η πόλις με την ελληνικήν και εορτάσιμον όψιν της, ευρίσκεται από βαθείας νυκτός επί ποδός. Προ του μητροπολιτικού-πενιχρότατου τότε- ναού του Αγ. Αχιλλείου εστήθη υπερύψηλος και πλατύτοξος αψίς, διακοσμηθείσα δια επιγραφών και σημαιών ελληνικών και των προστατίδων δυνάμεων υπό του βιβλιοπώλου Γεωργίου Μακρή (πατρός μου), ετέρα δε τοιαύτη εις την Πύλην των Τρικάλων, όπου νύν το νέον Στρατιωτικόν νοσοκομείον[2], οπόθεν θα εισήρχετο ο στρατός. Ο φαρμακοποιός Κωνσταντίνος Αστεριάδης[3], φορών κατάλευκον ωραίαν φουστανέλλαν, ο νεαρός τότε ιατρός Ευριπίδης Μακρής κρατών πολύτιμον μεταξωτήν σημαίαν, της οποίας ο σταυρός δια γνησίου χρυσού εκεντήθη υπό Λαρισαίων κυριών και δεσποινίδων, εξήλθον μετ’ άλλων νέων μέχρι της παρά το Μπαϊσλάρ (Τερψιθέας) θέσεως «Νταούλια» ή «Τσατάλι» και υπεδέχθησαν Λόχον εισελθόντα και παραλαβόντα την πόλιν παρά του Τούρκου διοικητού αυτής, όστις μετά των λοιπών Τούρκων ανωτέρων διοικητικών υπαλλήλων διηυθύνθη κατόπν δια της όπισθεν του ναΐσκου του Αγ. Βησσαρίωνος οδού προς την γέφυραν, ιππεύσας δε ώδευσε προς Τύρναβον.
Εις την δεξιά της αφίδος στηθείσαν εξέδραν ανέρχονται αι μαθήτριαι λευκά ενδεδυμέναι, κρατούσαι άνθη και δροσερούς πρασίνους κλάδους, εις την αριστερά δε ετέραν εξέδραν τοποθετούνται οι μαθηταί, με κυανολεύκους ταινίας επί του στήθους και μικράς σημαίας εις τας χείρας. Εις την Πύλην καταφθάνει μετ’ ολίγον και ο μητροπολίτης Λαρίσης Νεόφυτος Πετρίδης, συνοδευόμενος υπό του εν Τυρνάβω αγιοταφίτου αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Δροσινά και του κλήρου, όλοι φέροντες ωραίας και πολυτελείς στολάς. Η στιγμή είναι ιερά, δυσπερίγραπτον δε το εθνικόν αίσθημα το οποίον εκσπά εις ταχείς της καρδίας παλμούς. Όταν μετ’ ολίγον ο στρατός επλησίασε πάντες δακρύουσιν, ενώ συγχρόνως εκσπώσιν εις ουρανομήκεις ζητωκραυγάς. Ακολουθεί μετ’ ολίγον η Μουσική του στρατού, έπονται οι σαλπιγκταί και κατόπιν η Σημαία και ο αρχηγός της καταλήψεως Σούτσος, επί ωραίου λευκού ίππου. Απερίγραπτος ο επικρατήσας την στιγμήν εκείνην πανζουρλισμός, φέσια ξεσκίζονται και πετώνται εις τον αέρα, οι μαθηταί και οι μαθήτριαι ζητωκραυγάζοντες υψώνουσι και κινούσι δαιμονιωδώς τας σημαίας και ρίπτουν άνθη, άδουσαι μετ’ ολίγον ωραίον ειδικόν εμβατήριον προς την Θεσσαλίαν. Ο Στρατηγός κατελθών του ίππου ασπάζεται το Ευαγγέλιον και την δεξιάν του μητροπολίτου, η δε διδασκάλισσα Αγγελική Σκόδρα με ηχηράν φωνήν προσφωνεί τον Σούτσον, τον οποίον στεφανώνει και δια στεφάνου δάφνης.
Το πλήθος έξαλλον δεν παύει ζητωκραυγάζων, οι δε κατά σειράν ιστάμενοι υδροφόροι (σακατζήδες), προσφέρουν νερό εις τους κουρασμένους στρατιώτας. Ενώ δε ο κόσμος προχωρεί συνοδεύων τον στρατόν, ακούεται διαλαλουμένη η πρώτη εκδοθείσα την ημέραν εκείνην εν τη πόλει μας εφημερίς «Αστήρ της Θεσσαλίας» του δικηγόρου και είτα πολιτευτού Αγυιάς Ανδρέου Πεταλά, γενομένη ανάρπαστος υπό του πλήθους. Πάντες κατευθύνονται εις τον μητροπολιτικόν Ναόν όπου μετά την δοξολογίαν ψάλλεται υπό του καλλιφώνου πρωτοψάλτου Μιχ. Γαλανίδου (πατρός του μετέπειτα δικηγόρου Δ. Γαλανίδου) το πρώτον ο πολυχρονισμός του βασιλέως Γεωργίου του Α΄. Ο στρατός παρουσιάζει όπλα, η Μουσική ανακρούει ειδικόν εμβατήριον και ο μητροπολίτης, μετά ενθουσιώδη σύντομον λόγον, ζητωκραυγάζει υπέρ του Έθνους, του στρατού και του στρατηγού Σούτσου, ο οποίος μετά των επιτελών του διευθύνεται κατόπιν εις το Διοικητήριον, εις τον εξώστην του οποίου υψώθη υπερμεγέθης σημαία.
Μέχρι της 3ης απογευματινής ώρας εξηκολούθει η είσοδος εις την πόλιν διαφόρων τμημάτων του στρατού, άτινα κατηυλίσθησαν: Το ορειβατικόν Πυροβολικόν εντός του περιφραγμένου τότε Φρουρίου, επί του οποίου και ανυψώθη η κυανόλευκος. Το πεδινόν Πυροβολικόν εις τον Πέραν Μαχαλά και το Αλκαζάρ.
Το Ιππικόν εις Σάλια (βορείως του υπάρχοντος κεραμοποιείου) και το Πεζικόν πέριξ του Διοκητηρίου, εις τον προ του Φρουρίου χώρον και εις τον προ του ατμομύλου Παππά αναπεπταμένον τότε έρημον χώρον. Μεταξύ των σαλπιγκτών συγκαταλέγονται οι: Δημ. Γραφειάδης και Γ. Φαρμάκης, οι οποίοι αφυπηρετήσαντες του στρατού αργότερον, παρέμειναν ενταύθα, ο μεν ως βιβλιοδέτης εις το βιβλιοπωλείον του πατρός μου Γεωργίου, ο δε ως μάγειρος ονομαστός δια την τέχνην του. Εις την Μουσικήν υπηρέτει τότε ως φλαουτίστας ο Κ. Χαρίτος, γνωστός δια τα αστεία του κουρεύς…
Η υποδοχή του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού τον οποίον διοικούσε ο στρατηγός Σκαρλάτος Σούτσος και οδηγούσε ο ηγέτης της Θεσσαλικής Επαναστάσεως του 1878 ταγματάρχης Κωνσταντίνος Ισχόμαχος υπήρξεν ιστορική και απεθανατίσθη με την ονομασίαν μιας εκ των κεντρικοτέρων οδών της πόλεως εις «Οδόν 31ης Αυγούστου 1881».
Κατά την απελευθέρωσιν της θεσσαλικής πρωτευούσης παρευρέθησαν εις την Λάρισαν και οι Τούρκοι Δήμαρχοι Τρικάλων Καδρής Μεχμέτ βέης, Καρδίτσης Καχριμάν βέης και Φαρσάλων Χουσνή Ταχσίν, με τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του.
Ούτω κατελήφθη η Θεσσαλική Μητρόπολις και τοιουτοτρόπως εισήλθεν ο στρατός μας εις την Λάρισαν, γενόμενος αντικείμενον θερμών εκδηλώσεων και εκτάκτων περιποιήσεων επί πολλάς ημέρας εκ μέρους των κατοίκων».
————————————————————————
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η απελευθέρωση της Λάρισας το 1881, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλα της 28ης Αυγούστου και της 3ης Σεπτεμβρίου 2014. Του ιδίου: «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα- Α΄(2014). σελ. 155-162.
[2]. Μην ξεχνάμε ότι το κείμενο του Μακρή έχει γραφεί το 1935, χρονολογία κατά την οποία το 404 Στρατ. Νοσοκομείον μόλις είχε κατασκευασθεί.
[3]. Πρόκειται για τον πατέρα των ζωγράφου Αγήνορα και φαρμακοποιού Αγαμέμνονα Αστεριάδη.