Τα τελευταία σαράντα χρόνια στην Αμερική, η πολιτική του ανταγωνισμού περιστρεφόταν γύρω από τον καταναλωτή. Αυτό αποτελούσε εν μέρει κληρονομιά του βιβλίου του Ρόμπερτ Μπορκ με τίτλο «Το αντιμονοπωλιακό παράδοξο», όπου υποστηρίζεται ότι ο βασικός στόχος της αντιμονοπωλιακής πολιτικής θα έπρεπε να είναι η προώθηση της «επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας», που από τη δεκαετία του ’80 κι ύστερα αποτυπώνεται στις τιμές για τον καταναλωτή. Οι τιμές αυτές θεωρούνταν το βασικό κριτήριο της ευημερίας του καταναλωτή, που με τη σειρά της ήταν το κέντρο της οικονομικής ευφορίας.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν. Ένα διάταγμα του Λευκού Οίκου για την πολιτική του ανταγωνισμού, που υπεγράφη τον περασμένο μήνα, περιλαμβάνει 72 μέτρα που στοχεύουν στην εξάλειψη των πρακτικών κατά του ανταγωνισμού σε όλους τους τομείς της αμερικανικής οικονομίας. Το πλαίσιο όμως εδώ δεν είναι οι χαμηλές τιμές, αλλά οι υψηλότεροι μισθοί.
Όπως η επανάσταση των Ρίγκαν-Θάτσερ, που αφαιρούσε δύναμη από τα συνδικάτα και απελευθέρωνε τις αγορές και τις επιχειρήσεις, το διάταγμα του Μπάιντεν μπορεί να μείνει στην ιστορία ως μια μείζων οικονομική καμπή: η προτεραιότητα της αμερικανικής οικονομίας δεν είναι πλέον οι καταναλωτές, όπως συμβαίνει με τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά οι εργαζόμενοι.
Από μια άποψη, αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από τις λεπτομέρειες του διατάγματος. Πολλοί σχολιαστές υποστηρίζουν ότι αυτά τα διατάγματα, από μόνα τους, δεν μπορούν να πετύχουν πολλά. Όμως τα διατάγματα δείχνουν την κατεύθυνση μιας Κυβέρνησης. Και το συγκεκριμένο, μας απομακρύνει από την εποχή του Μπορκ, δίνοντας έμφαση στη σύνδεση ανάμεσα στην ισχύ της αγοράς και τους μισθούς.
«Όταν υπάρχουν τόσο λίγοι εργοδότες τριγύρω, οι εργαζόμενοι έχουν λιγότερες ευκαιρίες να διαπραγματευθούν για υψηλότερους μισθούς», δήλωσε ο Μπάιντεν, αναφερόμενος στο γεγονός ότι σε περισσότερες από το 75% των αμερικανικών βιομηχανιών ένας μικρότερος αριθμός μεγάλων εταιρειών ελέγχει σήμερα μεγαλύτερο μέρος του επιχειρηματικού τομέα απ’ ό,τι πριν από 20 χρόνια.
Κι εδώ ερχόμαστε στον πυρήνα του αμερικανικού μύθου, ότι εργοδότες και εργαζόμενοι είναι ίσοι, όπως φαίνεται και σε οργουελιανού τύπου όρους σαν το «δικαίωμα στην εργασία». Στις ΗΠΑ, αυτό δεν αναφέρεται στην ισότητα στους χώρους εργασίας, αλλά στη δυνατότητα ορισμένων πολιτειών να εμποδίζουν τα συνδικάτα να εκπροσωπούν όλους τους εργαζόμενους σε μια εταιρεία.
Εκτός από τα μέτρα που συνδέονται καθαρά με την εργασία, όμως, το προεδρικό διάταγμα αναφέρεται και στην ευρύτερη σύνδεση ανάμεσα όχι μόνο στη δύναμη των μονοπωλίων και τις τιμές, αλλά τη συσσώρευση των επιχειρήσεων και την κατανομή της εργατικής δύναμης.
Όπως λέει ο οικονομολόγος Γιαν Ικχαουτ στο νέο του βιβλίο «Το παράδοξο του κέρδους», οι ταχείες τεχνολογικές αλλαγές μετά τη δεκαετία του ’80 βελτίωσαν την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, αύξησαν τα κέρδη τους, αλλά δεν βελτίωσαν τη θέση των εργαζομένων.
Τη δεκαετία του 1980, το μέσο κέρδος των επιχειρήσεων ήταν το ένα δέκατο του κόστους του μισθολογίου. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, το ποσοστό αυτό έφτασε το 30% και το 2012 ανέβηκε στο 43%. Ενώ η τεχνολογία μπορεί να οδηγήσει στη μείωση των τιμών και άρα να ωφελήσει το κοινωνικό σύνολο, «αυτό λειτουργεί σωστά μόνο αν οι αγορές είναι ανταγωνιστικές. Ιδού το παράδοξο του κέρδους», γράφει ο Ικχαουτ. Όταν οι εταιρείες έχουν ισχύ στην αγορά, μπορούν να αποκλείουν ανταγωνιστές που προσφέρουν καλύτερα προϊόντα και υπηρεσίες. Μπορούν επίσης να πληρώνουν τους εργαζόμενους λιγότερο, αφού υπάρχουν λιγότεροι εργοδότες.
Η βασική πρόκληση, σύμφωνα με την Κυβέρνηση Μπάιντεν, είναι να μετατοπιστεί η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Κι εδώ επιστρέφουμε στις ρίζες του σύγχρονου καπιταλισμού. Όπως παρατήρησε ο Άνταμ Σμιθ πριν από δύο αιώνες, «όλος ο πλούτος του κόσμου δεν αγοράστηκε αρχικά με χρυσό ή με ασήμι, αλλά με εργασία».
*Η Ράνα Φορούχαρ είναι αρθρογράφος των Financial Times.
(Πηγή: Financial Times)