Στην υπό τον τίτλο «Εκκλησία και επιστήμη στον αγώνα κατά της πανδημίας» επίκαιρη εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου που αναγνώστηκε χθες από του άμβωνος των ιερών ναών ακούσαμε τη φωνή της Εκκλησίας μας αφενός μεν να μας υπενθυμίζει ότι χριστιανική μας διδασκαλία επικροτεί και καταφάσκει την πρόοδο της επιστήμης (και εν προκειμένω της Ιατρικής), αφετέρου δε -και ως συναγωγή της εν λόγω παραδοχής- να μας καλεί να αξιοποιήσουμε το εμβόλιο που μας χάρισε ο Θεός, ως δώρο μέσω της επιστήμης, προκειμένου να προστατεύσουμε εαυτούς και αλλήλους από την επελεύνουσα πανδημία του κορονοϊού (Covid-19).
«Με τον φωτισμό του Θεού και την επίπονη προσπάθεια των επιστημόνων ερευνητών η ανθρωπότητα έχει πλέον στη διάθεσή της το εμβόλιο, το οποίο είναι ικανό να υψήσει τοίχος στην εξάπλωση της πανδημίας», τονίζει η Ιερά Σύνοδος, αισιοδοξώντας ότι «η ελπίδα ανατέλλει για επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά, κυρίως, για την ανεμπόδιστη συμμετοχή στα Θεία Μυστήρια της Εκκλησίας μας, με κορύφωση την Κοινωνία όλων μας κατά το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας». Η Ιερά Σύνοδος αναγνωρίζοντας ότι ο εμβολιασμός αποτελεί μεγίστη πράξη ευθύνης απέναντι στον συνάνθρωπο, συνιστά σε όλους, σε συνεννόηση με τον γιατρό τους, να αξιοποιήσουν το δώρο αυτό που μας χάρισε ο Θεός, προκειμένου να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας, αλλά και κάθε άνθρωπο από τους κινδύνους για τη ζωή που απορρέουν από τη μετάδοση του κορονοϊού.
Η εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου (την οποία υπογράφει, ως Πρόεδρος Αυτής, ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος Β' και οι 12 συνοδικοί Ιεράρχες – μέλη της παρούσης Δ.Ι.Σ.) είναι πολύ προσεκτική σε σχέση τόσο με τον ευαγγελικό λόγο όσο και με το ήθος που αρμόζει σε μια πιστεύουσα κοινότητα, η οποία σέβεται εν παντί την ελευθερία του (όποιου) «άλλου» (ακόμη και του ανήκοντος στην ίδια θρησκευτική πίστη και παράδοση), όπως η χριστιανική. Η Ιερά Σύνοδος, λοιπόν, (λίαν ευγενώς) «συνιστά» και (λίαν διακριτικώς) «προτρέπει» – ούτε υποχρεώνει, ούτε πιέζει, σεβομένη το «επ' ελευθερία εκλήθημεν» της Γραφής (Γαλ. 5, 13). Κρίνε και πράξε άνθρωπέ μου, σου λέει, καθώς έχεις το «αυτεξούσιο» -την υψίστη δωρεά της αγάπης του Θεού προς εσένα- επισημαίνοντας, ωστόσο, με θεμελίωση θεολογική, ότι το εμβόλιο δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με την Αγιογραφική, Πατερική και Κανονική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Τουναντίον, μάλιστα, η συμπόρευση της χριστιανικής πίστεως με το ιατρικό λειτούργημα, ως συνέργεια του θείου και ανθρώπινου παράγοντα, επιβεβαιώνεται τόσο από τα ιερά κείμενα της Αγίας Γραφής όσο και από την ίδια την πράξη της Εκκλησίας στο διάβα των αιώνων.
Στο ερώτημα που τέθηκε κάποτε στον Μέγα Βασίλειο για το αν πρέπει οι μοναχοί να μεταχειρίζονται την Ιατρική, ο μεγάλος αυτός Άγιος της Εκκλησίας μας όχι απλά υπεραμύνθηκε της αναγκαιότητας της ιατρικής επιστήμης, αλλά τόνισε και την προέλευσή της από τον ίδιο τον Θεό. H διαπίστωση του Μεγάλου Βασιλείου ότι «ὥσπερ ἑκάστη τῶν τεχνῶν βοήθεια ἡμῑν πρός τό τῆς φύσεως ἀσθενές ὑπό τοῦ Θεοῦ κεχάρισται, οὕτω καί ἰατρική» (Βασιλείου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας, «Τα ευρισκόμενα πάντα», «Opera omnia quae exstant», J.- P. Migne editorem, Paris, 1857-1865, Tomus secundus, p. 557) τονίζει τη βεβαιότητα της Εκκλησίας μας ότι η επιστήμη και μάλιστα η Ιατρική συνεχίζει το δημιουργικό έργο του Θεού αφού, κατά τον θεόπνευστο συγγραφέα της Σοφίας Σειράχ, «Κύριος ἔκτισεν ἐκ γῆς φάρμακα, καὶ ἀνὴρ φρόνιμος οὐ προσοχθιεῖ αὐτοῖς» (κεφ. 38, 4), δίδοντας στον γιατρό τη γνώση να θεραπεύει («Τίμα ἰατρὸν πρὸς τὰς χρείας αὐτοῦ τιμαῖς αὐτοῦ, καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος· παρὰ γὰρ Ὑψίστου ἐστὶν ἴασις», κεφ. 38, 1-2), καθώς ο ίδιος ο Θεός «ἔδωκεν ἀνθρώποις ἐπιστήμην ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ» (κεφ. 38, 6). Θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να καταγράψουμε την εμπιστοσύνη την οποία έτρεφαν για την ιατρική επιστήμη σύγχρονοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, όπως ο Άγ. Νεκτάριος, ο Άγ. Λουκάς ο Ιατρός (ο Συμφερουπόλεως και Κριμαίας), ο Όσιος Πορφύριος και δεκάδες άλλοι, το πνεύμα των οποίων συγκεφαλώνεται σε πρόσφατη σχετική αναφορά του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου. Ο Παναγιώτατος μιλώντας πριν και μετά τον εγκλεισμό λόγω της πανδημίας και ενεργώντας με την ύψιστη υπευθυνότητα που χαρακτηρίζει έναν λογικό και πνευματικό Πατέρα, χωρίς περισπασμούς και διπλωματικούς ελιγμούς, αλλά με αγάπη και πειθώ, που ξεπερνά κάθε ένοχη σιωπή, μέσα από τη λιτότητα και τη σοφία του λόγου του, αφουγκραζόμενος την καρδιά του προβλήματος, με σύνεση, πίστη και ελπίδα, έδωσε, κατά τη γνώμη μου, την πιο βαθιά θεολογική και φιλάνθρωπη απάντηση: «Δεν κινδυνεύει η πίστη μας, κινδυνεύουν οι πιστοί˙ δεν κινδυνεύει ο Χριστός, κινδυνεύουν οι Χριστιανοί˙ δεν κινδυνεύει ο Θεάνθρωπος, κινδυνεύουν οι άνθρωποι!».
Αξίζει, επίσης, να διαβάσει κανείς τα λόγια του κ. Βαρθολομαίου και να προβληματιστεί για όσους αρνητές επιχειρούν να προσδώσουν δήθεν θεολογικό περιεχόμενο στη στάση τους (εαυτοπαρουσιαζόμενοι ως «γνήσιοι» [orizinal] χριστιανοί και «υπέρ» [super] πατριώτες): «Είναι απαράδεκτο, ενώπιον τόσων θυμάτων και τόσου πόνου, να υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αρνούνται την πραγματικότητα της πανδημίας, θεωρώντας την κατασκεύασμα διαφόρων κύκλων. Ακόμη προκλητικότερο είναι όταν τέτοιες απόψεις διατυπώνονται από χριστιανούς, συχνά από κληρικούς, οι οποίοι αυτοανακηρύσσονται υπερασπιστές ενός δικού τους Θεού. Η Καινή Διαθήκη διαβεβαιώνει ότι όποιος δεν αγαπά τον άνθρωπο δεν μπορεί να αγαπήσει τον Θεό. Αυτοί αδιαφορούν για την προστασία του συνανθρώπου. Η απόρριψη της μάσκας και όλων των μέτρων προφύλαξης δεν προέρχεται απλώς από άγνοια, αλλά από νέκρωση της αγάπης μέσα τους. Η επιστήμη, όταν ανοίγει ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον της ανθρωπότητας, είναι δώρο του ουρανού. (...) Ο εμβολιασμός δεν είναι μόνο θέμα ανάγκης ή επιλογής, αλλά και ευθύνης προς τον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό ελπίζω», καταλήγει ο Πατριάρχης, «σύντομα να εμβολιαστεί μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού ώστε να παύσει η διασπορά του φονικού ιού».
Θαρρώ ότι σε τούτες τις στιγμές, κατά τις οποίες ο κορονοϊός μεταλλασσόμενος συνεχίζει να επελαύνει, θα πρέπει να ενώσουμε όλοι τις προσευχές μας στον αγώνα που δίνουν από την πρώτη γραμμή της μάχης οι γιατροί και οι νοσηλευτές και, ανατρέχοντας στις πηγές της Θεολογίας μας, να ξαναθυμηθούμε λίγο τις ξεκάθαρες περί της αξίας της επιστήμης αρχές που πρεσβεύει. Σ' αυτόν τον αγώνα η Εκκλησία μας οφείλει να παραμένει διαρκώς παρούσα, σε αγαστή συμπόρευση με την επιστήμη - γιατί η έννοια της Εκκλησίας, ως θεανθρώπινου οργανισμού, δεν μπορεί να χωριστεί από την έννοια της (ψυχή τε και σώματι) σωτηρίας του ανθρώπου.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/θμιας (ΠΕ01), δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr).