Ο Τύρναβος, που κατά τον 17ο και 18ο αι. ήταν πνευματικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο, δέχτηκε και αυτός τις επιπτώσεις από τα αποτυχημένα επαναστατικά κινήματα των Ελλήνων με τα Ορλωφικά (1770-74), για την καταστολή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν μισθοφόροι εμπειροπόλεμοι Αλβανοί στρατιώτες. Μετά το 1774 (συνθήκη Κιουτσούκ – Καϊναρτζή) ληστές και αντάρτες μουσουλμάνοι ή και χριστιανοί εμφανίζονται σε πολλά μέρη.
Όμως, επειδή η ανεξέλεγκτη δράση των Αλβανών επιδρομέων ληστών πήρε μεγάλες διαστάσεις, η Υψηλή Πύλη κατεδίωξε με σκληρότητα τους Αλβανούς με τον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζάερλη, που ήρθε στον Τύρναβο τον Μάιο του 1779. Αυτός έκαψε το σπίτι του Αλβανού αρχιληστή Μπεκιράκου και έδωσε στους Τυρναβίτες άδεια οπλοφορίας δημιουργώντας έτσι ένοπλα τμήματα εναντίον των επιδρομέων.
Το φαινόμενο των ληστρικών επιδρομών περιορίστηκε και από τις ενέργειες του γενικού επόπτη ασφάλειας δρόμων και διαβάσεων Ηπείρου και Θεσσαλίας Κουρτ Αχμέτ πασά (κουρδικής καταγωγής) μέχρι τον θάνατό του, το 1787, οπότε και πήρε τη θέση του ο Αλής, πρώην αρχιληστής συμμορίας Αλβανών ατάκτων, που τον ίδιο χρόνο έγινε πασάς Ιωαννίνων. Με την ανοχή του Αλή οι αλβανικές συμμορίες άρχισαν πάλι να δρουν ανεξέλεγκτα στον θεσσαλικό κάμπο.
Ο Τυρναβίτης δάσκαλος και μετέπειτα διευθυντής για πολλά χρόνια του Προτύπου σχολείου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Λάρισας, Ιωάννης Μ. Τσιμπλούλης (1905-1968), μελέτησε το σύγγραμμα του Κωνσταντίνου Κούμα «Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων» (1832) και συγκινημένος από τις πληροφορίες του συγγραφέα για τον Τύρναβο δημοσίευσε σε περιοδικό ένα κείμενο με τίτλο «Μία ληστρική επιδρομή Αλβανών εναντίον του Τυρνάβου» που έγινε τον Ιούνιο του 1790. Αφού πρώτα αποδώσει ευγνωμοσύνη στον Κούμα για την καταγραφή του φοβερού αυτού γεγονότος, προσπαθεί να το εντάξει στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής, δίνοντας βαρύτητα στην επιτυχημένη προσπάθεια του Κουρτ πασά εναντίον των Αλβανών ληστών και στην ενταγμένη σε σατανικό σχέδιο αδιαφορία για αυτούς από τον Αλή πασά. Την εποχή αυτήν ο πληθυσμός του Τυρνάβου ήταν 10.000 περίπου, σύμφωνα με τον Κούμα, ενώ το 1797 ο F. Beauzour αναφέρεται σε 6.000 κατοίκους. Επίσης υπήρχαν 9 συνοικίες (μαχαλάδες).
Τον Μάρτιο του 1790 ο Αλβανός αρχιληστής Σουλικερόσης με τον Γκαβολίατζιο λεηλάτησαν με τις συμμορίες τους το μοναστήρι της Παναγίας Ολυμπιώτισσας στην Ελασσόνα (Ενθύμηση 431 - Κ. Σπανός). Μια νύχτα, όμως, μετά τα μέσα Ιουνίου του 1790, στις 3:00 η ώρα, ο τρομερός Σουλικερόσης με 400 Αλβανούς ληστές έκαναν ληστρική επιδρομή στον Τύρναβο. Η εξιστόρηση αυτού του γεγονότος από τον Τσιμπλούλη συνδυάζει τη γραμμική δραματική αφήγηση με μια λεπτομερή περιγραφή που μέσα από οπτικές και ακουστικές εικόνες βοηθάει τον αναγνώστη να ανασυνθέσει τη φρικτή εκείνη κατάσταση, αλλά και την ηρωική επέμβαση των Τυρναβιτών.
Ήταν ο μήνας του θερισμού και οι Τυρναβίτες, αφού αμπάρωσαν πολύ καλά, όπως πάντα, τις μεγάλες ξύλινες εξώπορτες, κοιμήθηκαν νωρίς ξέγνοιαστοι για το πολύ πρωινό ξεκίνημα της εργασίας τους και ήσυχοι, γιατί ένας περαστικός πασάς με μεγάλη φρουρά είχε στρατοπεδεύσει πολύ κοντά. Τα επίμονα ομαδικά γαυγίσματα των σκυλιών την 3η πρωινή ώρα τα δικαιολόγησαν με την υποτιθέμενη αναχώρηση του πασά. Δυστυχώς όμως, οι ληστές άρχισαν να γκρεμίζουν τις εξώπορτες και να σπάζουν τα παράθυρα των πρώτων σπιτιών πυροβολώντας. «Ήρχισαν με τας πυροβολήσεις», αφηγείται ο Κούμας, «κατά των πυλών να θραύωσι τας κλειδωνίας και εμβαίνωσιν εις τους οίκους». «Σε λίγα λεπτά», περιγράφει με συναισθηματική φόρτιση ο Τσιμπλούλης, «ο Τύρναβος είχε μεταβληθεί σε κόλαση φρικτή. Κραυγές διάτορες των γυναικών, επικλήσεις σπαρακτικές των κοριτσιών, ξεφωνητά απεγνωσμένα των μικρών παιδιών, θρήνοι και κοπετοί και βογκητά αναμειγνύονται με τους πυροβολισμούς και τα ουρλιάγματα των σκυλιών, με τις βρισιές και τα χαχανίσματα των ληστών και συνθέτουν τον τρομερώτερο κύκλο της Δαντικής κολάσεως. Ανάλγητοι οι κακούργοι… συνεχίζουν με θηριωδία απερίγραπτη το απαίσιο έργο τους...».
Την ψυχική αναστάτωση και τη συναισθηματική αγανάκτηση ακολουθεί η επική απάντηση ων Τυρναβιτών των άλλων 8 συνοικιών, που αντέδρασαν με ψυχραιμία. Πήραν τα όπλα και «στήσαντες ενέδρας έμπροσθεν των πυλών των οίκων ήρχισαν μάχην κατά των ληστών. Πτώματα Αλβανών έπιπταν χωρίς να αιματωθεί εις χριστιανός Τυρναβίτης». (Κούμας). Μετά από δύο ώρες οι ληστές αποχώρισαν παίρνοντας μαζί τους λάφυρα και αρκετούς αιχμαλώτους, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες, που άρπαξαν από τα πρώτα σπίτια, γιατί τους αιφνιδίασαν στον ύπνο. «Και φυσικά δεν θ’ αφήσουν οι Τυρναβίται τους δικούς τους στα χέρια των τεράτων αυτών. Και τους καταδιώκουν αδυσώπητα» (Τσιμπλούλης). «Οι ανδρείοι Τυρναβίται» με τη βοήθεια των Τούρκων από τη Λάρισα τους καταδιώκουν (προς Μπογάζι ή Γόννους), τους χτυπούν ξανά και τους υποχρεώνουν να εγκαταλείψουν λάφυρα και αιχμαλώτους και να φύγουν στα βουνά. «Έτσι ηρωικά αντιμετώπισαν οι Τυρναβίτες τη φοβερή αυτήν επιδρομή των Αλβανών».
Στο τέλος ο Τσιμπλούλης διατυπώνει την άποψη πως η επιδρομή ήταν μέρος σατανικού σχεδίου του Αλή πασά που σκοπό είχε να αναγκάσει τους δημογέροντες να ζητήσουν από το «Διβάνι» να του δώσει την εξουσία για προστασία από ληστές -κάτι που απαγορεύαν τα προνόμια του Τυρνάβου- και το κατάφερε. Όμως, ο Αλής έδιωξε αρκετούς Αλβανούς από την περιοχή, αλλά άφησε και πολλούς για την προστασία των χριστιανών ορίζοντάς τους αρχηγούς των.
[1] Aλβανοί στρατιώτες. CHOISEUL-GOUFFIER, Gabriel Florent Auguste de. Voyage pittoresque de la Grèce, Παρίσι, J.-J. Blaise M.DCC.LXXXII, [=1782]. Συλλογή: Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.