Γράφει ο Πέτρος Παπαπολυβίου, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Κύπρου, στην Εφημερίδα Καθημερινή, 29-12-2019: «Το Στρατιωτικό Πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, εκδηλώθηκε στις 8.20 το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974... Οι συνωμότες αξιωματικοί της ομάδας Ιωαννίδη, που είχαν τον απόλυτο έλεγχο της ελληνικής κυβέρνησης από τον Νοέμβριο του 1973, μισούσαν θανάσιμα τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και πίστευαν ότι έπρεπε να απαλλαγούν από την παρουσία του με κάθε τρόπο διακηρύσσοντας μάλιστα ότι έτσι θα έφτανε η Κύπρος στην ένωση με την Ελλάδα».
Το πραξικόπημα αυτό έδωσε αφορμή στην Τουρκία να εισβάλλει στο νησί, καταλαμβάνοντας σχεδόν το μισό έδαφος της Κύπρου. Η τουρκική κατοχή συνεχίζεται, δυστυχώς, μέχρι σήμερα.
Οι αντάρτες που στις 6 Ιανουαρίου 1947 είχαν στα χέρια τους τον ανθυπολοχαγό Δημήτρη Ιωαννίδη στην Ανατολή, δεν ήταν δυνατόν φυσικά να προβλέψουν ότι ο αξιωματικός που είχαν αιχμαλωτίσει, 27 χρόνια μετά, θα προκαλούσε στη χώρα τη μεγαλύτερη εθνική τραγωδία, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Η ιστορία της αιχμαλωσίας του Δημήτρη Ιωαννίδη ήταν γνωστή ως γεγονός στην Ανατολή, από τις διηγήσεις των συγχωριανών μου. Το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη ήταν η αφορμή να το ερευνήσω τώρα, ζητώντας από τους συγχωριανούς μου να ανακαλέσουν στη μνήμη τους αυτό το γεγονός.
Ο Λάζαρος Αρσενίου στο βιβλίο του «Η Λάρισα στον εμφύλιο», εκδόσεις Γνώμη, 1988, γράφει ότι ο Δημήτρης Ιωαννίδης βρίσκεται στη Λάρισα την άνοιξη του 1946, μετέχοντας ενεργά σε διάφορες επιχειρήσεις. Στην Ανατολή, σύμφωνα με τις διηγήσεις των γερόντων, ανεβαίνει τον Δεκέμβριο του 1946, επικεφαλής 15 περίπου ανδρών. Οι άνδρες του Ιωαννίδη διαμένουν διασκορπισμένοι στα σπίτια του χωριού, συμμετέχοντας στο μεταξύ σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις που διαδραματίζονται στο χωριό.
Θεοφάνεια 1947.
Η Ανατολή δέχεται επίθεση από αντάρτες. Ο ανθυπολοχαγός Δημήτρης Ιωαννίδης φεύγει από το σπίτι του Κώστα Μπόκοτα -το σπίτι αυτό ανήκει σήμερα στον Δημήτριο Σέτσικα- και ανηφορίζει προς το σπίτι του Ν. Μαρούδα (Σισιού). Λίγα μέτρα πριν φτάσει στο σπίτι του Σισιού συλλαμβάνεται στη Βρύση του Χατζή.
Οι αντάρτες που συλλαμβάνουν τον Ιωαννίδη είναι ο Πράττος Στέργιος (Πρατοστέργιος), επικεφαλής των ανταρτών, από την Ανατολή, ο Δρόλιας Βαβίλης από το Γερακάρι και ο Γκαραβέλης Δημήτριος από την Αγιά. Στο μεταξύ οι μάχες στο χωριό μαίνονται από σπίτι σε σπίτι.
Το βράδυ εκείνο, μέσα στον καπνό της μάχης, συμβαίνει ένα συγκλονιστικό γεγονός που πρέπει να διδάσκεται στις σχολές που διερευνούν τα ανθρώπινα.
Σελιτσιανιώτες κρύβουν στα σπίτια τους στρατιώτες.
Ο αντάρτης Μήτσος Πατσάς κρύβει στο σπίτι του 5-6 στρατιώτες την ώρα της μάχης. Τους φυγαδεύει το πρωί, γιατί «τους περιμένει η μάνα τους» όπως είπε. Λεπτομέρειες για τα δραματικά αλλά και τα συγκλονιστικά γεγονότα που διαδραματίζονται στο χωριό θα δημοσιευθούν στο βιβλίο μου, το οποίο με τον τίτλο «Ζωντανή μνήμη» θα κυκλοφορήσει προσεχώς. Μια ομάδα ανταρτών οδηγεί τον Ιωαννίδη στο μοναστήρι του Ι. Προδρόμου και από εκεί στο παρακάρλιο χωριό Κουκουράβα. Ηγέτης αυτής της επιχείρησης είναι ο Στέργιος Πράττος (Πρατοστέργιος), ο οποίος σπουδάζει στο Πολυτεχνείο και τον φιλοξενεί στο σπίτι του στην Αθήνα, ο θείος του, στρατιωτικός, Νίκος Κυριάκος, και τον βοηθάει να ανταπεξέρχεται σε όλα του τα έξοδα. Ρώτησα τον αιωνόβιο φίλο μου, Κυριαζή Δαλαβίκα, να μου πει τι άνθρωπος ήταν ο Πρατοστέργιος. «Ήταν έξυπνο παιδί, αλλά φτωχός και ορφανός», μου απάντησε.
Στο τελευταίο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη διαβάζουμε:
«Ο πατέρας του Δημήτρη Ιωαννίδη, παλιός αξιωματικός του Μηχανικού, ήταν επιτυχημένος, εμπειρικός μηχανικός εργολάβος. Είχε συμβουλεύσει τον γιο του να χρησιμοποιήσει το παράθυρο της Σχολής Ευελπίδων για να σπουδάσει στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, πολιτικός μηχανικός». Οι δύο συμφοιτητές, Στέργιος Πράττος και Δημήτρης Ιωαννίδης, αντίπαλοι τώρα στον εμφύλιο, συναντώνται κάτω από αυτές τις τραγικές συνθήκες. Για τρεις μέρες ο Ιωαννίδης κρατείται στην Κουκουράβα, στο σπίτι του Αχιλλέα Καματέρη. Απελευθερώνεται στην Κάρλα, όπου ο Στέργιος Πράττος τον αποχαιρετά με τη φράση «Εύχομαι να μη συναντηθούμε ξανά».
Το φθινόπωρο του 1949 ο Στέλιος Πράττος παίρνει εντολή να συγκεντρώσει όλους τους διασκορπισμένους αντάρτες του Κισσάβου με σκοπό να περάσουν τα σύνορα. Η δράση αυτή προδίδεται και ο Στέργιος Πράττος συλλαμβάνεται στην Καλύβα του Λέλλη, στην Μπελμά του Κισσάβου. Οι διώκτες του τον οδηγούν προς την Αγιά. Σταματούν για λίγο στον Άγιο Ευστάθιο Μεταξοχωρίου, περιμένοντας εντολές. Η εντολή που έρχεται ήταν αναμενόμενη. Εκτέλεση.
Λέγεται ότι ο Δημήτρης Ιωαννίδης πληροφορείται τη σύλληψη του σωτήρα του, σπεύδει στην Αγιά, αλλά δυστυχώς δεν προλαβαίνει. Βρίσκει τη σορό του Στέργιου Πράττου να «εκτίθεται» στην αγορά της Αγιάς. Δίπλα του κείτονταν ένας νεκρός αντάρτης και έντεκα κεφάλια «συναγωνιστών». Άγριες και δραματικές σκηνές μιας εμφύλιας τραγωδίας, γεμάτη αποχαιρετισμούς και σταυρούς για πολλές οικογένειες.
Στέλιος Τσιανίκας