Του Ηλία Κωτούλα
Κάθε φορά που ο νους μου γυρίζει στα παιδικά μου χρόνια, είναι αδύνατο να μην σταθεί και στις αγωνίες και τα ψαξίματά μου για φωλιές.
Ώρες ολάκερες γυρίζαμε στ’ αμπέλια, στα χερσάδια και στις βουνοπλαγιές για να βρούμε καμιά φωλιά.
Μόλις τη βρίσκαμε, το λέγαμε στους φίλους και σ’ όλη την παρέα, με κάθε λεπτομέρεια. Πόσα αβγά έχει, από ποιο πουλί είναι κ.λπ.
Οι μεγαλύτεροι μας συμβούλευαν μην την πειράξουμε γιατί είναι αμαρτία, μεγάλο κρίμα. Απ’ όλες τις περιπτώσεις, μια θα μου μείνει αξέχαστη. Μια περδικοφωλιά, στη βουνοπλαγιά απέναντι απ’ την πόλη, μέσα σε μια φουντωτή παλιουριά.
Μια μέρα που έκοβα παλιούρια, για το φούρνο, με ξάφνιασε μια πετροπέρδικα που πέταξε ανάμεσα απ’ τα πόδια μου. Τη φωλιά της είχε σ’ ένα βαθούλωμα με 18 αβγά. Η φιλόστοργη μάνα χιλιάδες δύο τρόπους μεταχειρίστηκε για να με απομακρύνει.
Μπερδεύτηκε στα πόδια μου, έκανε την κουτσή και άλλα τερτίπια. Δεν την πείραξα και τραβήχτηκα παράμερα από τη φωλιά. Κάθε πρωί όμως πήγαινα και παρακολουθούσα πότε θα βγουν τα περδικόπουλα, ώσπου μια μέρα έκπληκτος είδα τα’ αβγά σπασμένα, αλλά περδικόπουλα πουθενά. Όσοι είναι από επαρχία ξέρουν από πέρδικες και θα με καταλάβουν.
Τα περδικόπουλα ήταν στα πόδια μου και καμουφλάρονταν τόσο καλά, που ήταν αδύνατο να τα διακρίνω. Γύρισαν ανάποδα, πήραν ένα ξυλάκι στα πόδια τους και δεν φαίνονταν πουθενά.
Η μητέρα η πλάση έχει τον τρόπο να προστατεύει τα παιδιά της. Η πετροπέρδικα είναι τόσο όμορφη, που ο λαός μας την τραγούδησε πολύ.
«Πού ήσουν πέρδικα γραμμένη κι ήρθες το πρωί βρεγμένη; τη ρωτά. Κι αυτή απαντάει. «Ήμουνα πέρα στα πλάγια... Κι έτρωγα το Μάη τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι.
Είναι αλήθεια πως τσιμπολογάει τα σταφύλια και κάνει και ζημιές. Όμως ο λαός μας της τα σχωρνάει όλα, γιατί είναι όμορφη, αντίθετα με την κουκουβάγια που είναι απ’ τα πιο ωφέλιμα πουλιά. Εξολοθρεύει χιλιάδες αρουραίους και ποντίκια κάθε χρόνο, όμως δεν της έχει τόση συμπάθεια. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα την παραξηγεί από άγνοια και την αντιπαθεί. Στα παλιά δεν υπήρχε το ηλεκτρικό φως και στα σπίτια έκαιγαν γκαζόλαμπες όταν μάλιστα είχαν και κανένα άρρωστο και τον ξενυχτούσαν. Η κουκουβάγια είναι νυκτόβια κι όταν βλέπει φως, πλησιάζει στη στέγη και φωνάζει.
Καμιά φορά τυχαίνει ο άρρωστος να πεθάνει κι η μπόρα παίρνει την καημένη την κουκουβάγια, που αυτή φταίει που φώναξε. Στις μέρες μας φυσικά, τίποτε δεν ισχύει απ’ όλα αυτά, μάλιστα την κουκουβάγια την έχουνε για σύμβολο των γραμμάτων και της σοφίας. Και μάλιστα με πολλή περηφάνια και καμάρι, την είχαμε για έμβλημα στα πηλίκια, όταν πηγαίναμε στο Γυμνάσιο. Απ’ τα παλιά οι άνθρωποι θαύμαζαν και υμνούσαν το δυνατό και το ωραίο και καταδίκαζαν το άσχημο. Τον ανάπηρο μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις το πετούσαν στον Καιάδα.
Όλα τέλειωσαν όταν ο Χριστιανισμός άλλαξε τα πράγματα, υποστήριξε και βοήθησε τον αδύνατο, τον ανάπηρο, τον άσχημο και ό,τι είχε ανάγκη από συμπαράσταση και βοήθεια. Και σήμερα όμως πέφτουμε πολλές φορές έξω. Παρασυρόμαστε από την εξωτερική εμφάνιση, γιατί η ψυχή δεν δείχνει την ομορφιά της και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις την κρύβει με ταπείνωση. Θέλει ό,τι καλό, ωραίο και ωφέλιμο να τα βλέπει ο ουρανός και Αυτός να το κρίνει. Να το επιβραβεύει ή να το καταδικάζει.
Με την περδικοφωλιά αρχίσαμε και αυτό ήταν το θέμα μας. Όμως το πήγα λίγο παραπέρα, για να τονίσω πόση σημασία δίνουμε πολλές φορές στην εξωτερική εμφάνιση και αδικούμε την ουσία και την πραγματικότητα, που αυτός θα πρέπει να ’ναι πάντα ο σκοπός και ο στόχος μας.