Την περιήγησή μας θα την ξεκινήσουμε από την οδό Αλεξάνδρας (Κύπρου) και θα ακολουθήσουμε το αριστερό πεζοδρόμιο. Στη γωνία ακριβώς τα πρώτα χρόνια ήταν κάποιο γαλατάδικο, για το οποίο δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Κατόπιν στη θέση του στεγάσθηκε η ποτοποιΐα των αδελφών Περρή. Οι ιδιοκτήτες εκτός από τσίπουρο και ούζο, πωλούσαν και διάφορα ηδύποτα, που τα παρασκεύαζαν οι ίδιοι. Και ήταν θαυμάσια σε γεύση και άρωμα. Δύο απ’ αυτά, η μέντα και το τριαντάφυλλο αποτελούσαν τις σπεσιαλιτέ τους. Όταν οι αδελφοί Περρή εγκατέλειψαν το μαγαζί, το αγόρασε η Λαϊκή Τράπεζα, το μετασκεύασε και το χρησιμοποίησε σαν το υποκατάστημά της. Η τράπεζα είχε πρόσοψη προς την Κεντρική πλατεία (Θέμιδος). Τη διεύθυνσή της ανέθεσαν στον Λαρισαίο Νίκο Φίλιο. Ο Φίλιος είχε σπουδάσει ιατρική, αλλά δεν εξάσκησε ποτέ την επιστήμη του και κατόρθωσε να σταδιοδρομήσει στον τραπεζικό κλάδο [1]. Από την πλευρά της οδού Φιλελλήνων υπήρχαν στο κτίριο της Λαϊκής Τράπεζας διάφορα καταστήματα, τα οποία άλλαζαν συχνά επαγγελματίες, φαινόμενο πολύ συχνό στον κεντρικό εμπορικό τομέα της πόλης. Κατά τη δεκαετία του 1930 στεγαζόταν στο σημείο αυτό και το βιβλιοχαρτοπωλείο του Ιωάννη Κουμουνδούρου, ο οποίος μας είναι γνωστός και από τις φωτογραφίες του που εκτύπωνε και κυκλοφορούσε σε κάρτες.
Δίπλα από το υποκατάστημα της Λαϊκής Τραπέζης υπήρχε το εμποροραφείο του Ιωάννη Ζιαζιά, πατέρα του δικηγόρου Σωτήρη Ζιαζιά[2]. Ο Ιωάννης Ζιαζιάς ήταν ένας από τους πρώτους «φραγκοραφτάδες» της Λάρισας, με ευρύτατο κύκλο εργασιών. Τα κέρδη τα οποία αποκόμιζε από το επάγγελμά του τα επένδυε σε αστικά και αγροτικά ακίνητα και θεωρείτο μεταξύ των πλέον οικονομικά ευκατάστατων Λαρισαίων της προπολεμικής περιόδου. Είχε όμως ένα άδοξο τέλος. Στη διάρκεια του πολέμου του 1940 (21 Δεκεμβρίου) σκοτώθηκε κατά τον πολύνεκρο βομβαρδισμό της πόλης μας από την ιταλική αεροπορία. Την ημέρα εκείνη επικρατούσε ομίχλη και η αντιαεροπορική άμυνα παραπλανήθηκε από πολλές κακές συγκυρίες και βράδυνε να δώσει σύνθημα συναγερμού[3]. Έτσι όταν τα ιταλικά αεροπλάνα βρέθηκαν πάνω από τη Λάρισα, τότε άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες. Και καθώς ο κόσμος έτρεχε να ασφαλισθεί στα καταφύγια, τον βρήκαν στον δρόμο τα συντρίμμια και οι μεταλλικές φολίδες του τρούλου του Στρατιωτικής Λέσχης (παλαιότερα μέγαρο Χατζημέτου), πάνω στο οποίο έπεσε βόμβα. Τα θύματα εκείνη την ημέρα υπήρξαν πολλά.
Πλάι από το ραφείο του Ιωάννη Ζιαζιά ήταν μια παράγκα, στην οποία στεγαζόταν η ταβέρνα-πατσατζίδικο του Αναστάση Νούλη και συνεχόμενο ήταν ένα μικρό μαγαζάκι που έφτιαχνε αποκλειστικά σάμαλι. Ανήκε στον Αριστείδη Τζιαμτζιούλη. Στη σημερινή εποχή δεν αποτελεί διαδεδομένο γλύκισμα γιατί η πλειονότητα προτιμάει τα γλυκά της εποχής που δεν είναι σιροπιαστά. Το σάμαλι το διένειμε χοντρικώς σε ελεύθερους πωλητές οι οποίοι το διέθεταν στις γειτονιές και κυρίως στα περάσματα των μαθητών των Δημοτικών Σχολείων και των Γυμνασίων. Υπήρχαν και μεγάλα άτομα που περνούσαν από το κατάστημά του και μεταξύ αυτών συχνός επισκέπτης ήταν ο υποπρόξενος της Ιταλίας Ιούλιος Βιανέλλι, ο οποίος ήταν μαγεμένος με το σάμαλι…
Συνεχόμενο ήταν το κουρείο του Κώστα Δερματίδη. Ήταν μεταξύ των συνδικαλιστών του κλάδου του και διετέλεσε ειδικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών, με τη βοήθεια ενός άλλου κουρέα συνδικαλιστή, του Φωκίωνα Μαλιχόβα.
Ακολουθούσε, εκεί όπου σήμερα υπάρχει η στοά, ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα οικοδομήσιμων υλικών. Ανήκε στην Εταιρεία Χατζίδη-Σκουρογιάννη. Ο τελευταίος αποχώρησε κατά τις αρχές της δεκαετίας 1930 και επιδόθηκε στα χρηματοοικονομικά. Όμως οι δουλειές του δεν πήγαν καλά και ξαναγύρισε στο πρώτο του επάγγελμά. Έγινε πάλι αμαξάς. Από το επάγγελμα αυτό ξεκίνησε, και όταν αισθάνθηκε οικονομικά επαρκής άνοιξε δικό του κατάστημα, πουλώντας οικοδομήσιμη ξυλεία. Ο Χατζίδης έμεινε μόνος και κράτησε την επιχείρηση μέχρι τα μεταπολεμικά χρόνια.
Δίπλα στο ξυλεμπορικό κατάστημα του Χατζίδη υπήρχε η αυλή του Καπνεργοστασίου, όπου το 1934 κατασκευάσθηκε ένα ισόγειο οίκημα στο οποίο στεγάσθηκε το Κέντρο Αυτομάτων Τηλεφώνων. Μέχρι τότε η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων δεν ήταν παρά μόνον η άμεση και προφορική. Στο κτίριο του Ταχυδρομείου-Τηλεγραφείου στη γωνία των σημερινών οδών Παπακυριαζή και Παναγούλη στεγάσθηκε και το πρώτο Τηλεφωνείο της Λάρισας, το οποίο εξυπηρετούσε συνδιαλέξεις μόνο με την Αθήνα και ήταν απαραίτητη η παρουσία του ατόμου στα γραφεία. Μέχρι το 1934 τηλέφωνο στη Λάρισα δεν είχε κανένας ιδιώτης και από τις δημόσιες υπηρεσίες εξαίρεση αποτελούσαν η Νομαρχία και οι μεγάλες και μικρές στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες όμως είχαν δικό τους δίκτυο. Φυσικά κανένα απ’ αυτά τα τηλέφωνα δεν ήταν αυτόματο. Για να επιτευχθεί η επικοινωνία έπρεπε ο κάτοχος της συσκευής να γυρίσει τον στρόφαλο, να ακούσει την κλήση το κέντρο και αυτό κατόπιν να κάνει τη σύνδεση με τον κάτοχο του τηλεφώνου που ζητούσανε, είτε μέσα στην ίδια είτε σε άλλη πόλη. Και η ακουστικότητα των τηλεφωνικών γραμμών, κυρίως των υπεραστικών, ήταν πανάθλια.
Από τους πρώτους που απέκτησαν χειροκίνητα τηλέφωνα στα γραφεία τους, εκτός από τις δημόσιες υπηρεσίες που αναφέρθηκαν, ήταν και οι εφημερίδες της Λάρισας, των οποίων οι συντάκτες μπορούσαν να επικοινωνούν με τους συναδέλφους τους των Αθηνών να μαθαίνουν τα ελληνικά και τα διεθνή νέα, και να τα δημοσιεύουν χωρίς να μετακινούνται από τα γραφεία τους.
Την περίοδο εκείνη άρχισε και μια πραγματική «σταυροφορία» για τη δημιουργία στη Λάρισα αυτόματου τηλεφωνικού κέντρου. Πρωτοστάτησαν οι εφημερίδες. Πύρινα άρθρα και παραινέσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο, με σκοπό να κινητοποιηθούν παράλληλα και οι τοπικές οργανώσεις. Χρειάσθηκε όμως να περάσουν δύο χρόνια για να δικαιωθεί ο αγώνας τους.
Η Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία, η οποία είχε την εκμετάλλευση όλων των τηλεφωνικών δικτύων της χώρας, έστειλε έναν τεχνικό της στην πόλη και διευκρίνισε ότι δεν υπάρχει από μέρους της κάποια αντίρρηση ώστε να δημιουργήσει στη Λάρισα Κέντρο Αυτόματης Τηλεπικοινωνίας. Έθετε όμως δύο προϋποθέσεις: να βρεθεί κατάλληλο κεντρικό οικόπεδο για να στεγαστεί το οίκημά της και να εγγραφούν τουλάχιστον εκατό συνδρομητές, οι οποίοι να καταβάλουν από χίλιες δραχμές έκαστος για τη σύνδεση και εγκατάσταση της συσκευής.
Ως οίκημα υποδείχθηκε χώρος της μεγάλης αυλής του παλαιού καπνεργοστασίου που βρισκόταν επί της οδού Φιλελλήνων. Έγινε αποδεκτή η πρόταση και το 1934 κτίσθηκε το μικρό εκείνο οίκημα που βρισκόταν δίπλα από την ξυλαποθήκη του Χατζίδη, όπως αναφέρθηκε, το οποίο διακρίνεται στη φωτογραφία που δημοσιεύεται σήμερα. Σ’ αυτό εγκαταστάθηκαν την ίδια χρονιά και τα μηχανήματα και άρχισε η λειτουργία του Κέντρου. Πιο δύσκολη όμως υπήρξε η εγγραφή των εκατό πρώτων συνδρομητών. Η τριμελής επιτροπή που είχε συσταθεί για την εγγραφή συνδρομητών τηλεφώνου στην αρχή συνάντησε δυσκολίες. Αποτάθηκε πρώτα στους καταστηματάρχες του κέντρου της πόλης, αλλά φάνηκε ότι δυσκολεύονταν να δώσουν το αντίτιμο της εγγραφής, το οποίο θεωρούσαν υπερβολικό. Τελικά όχι μόνον κάμφθηκε η αντίστασή τους, αλλά ο αριθμός των συνδρομητών ξεπέρασε τους 150. Και όταν πια άρχισε η λειτουργία του κέντρου οι συνδρομητές αυξάνονταν από χρόνο σε χρόνο. Μεταπολεμικά υπήρξε μια αλματώδης αύξηση συνδρομητών. Το μικρό κτίσμα που είχε καλύψει όλα αυτά τα χρόνια τις ανάγκες θεωρήθηκε ανεπαρκές και ο ΟΤΕ αναγκάσθηκε να το κατεδαφίσει και με την προσάρτηση και του υπολοίπου οικοπέδου του Καπνεργοστασίου κατασκευάσθηκε το σημερινό τεράστιο κτίριο.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεωδόρου
—————————————
[1]. Για πολλά χρόνια διετέλεσε διευθυντής της Τράπεζας Θεσσαλίας, η οποία στεγαζόταν εκεί όπου βρισκόταν το καφενείο «Παλλάδιον». Η Τράπεζα αυτή ήταν ιδιοκτησία των αδελφών Παπαγεωργίου και ανέστειλε τις εργασίες της, μαζί με πολλές άλλες, κατά την μεγάλη οικονομική κρίσι που ξέσπασε σε παγκόσμια κλίμακα στα 1931. Με το κλείσιμο της Τράπεζας Θεσσαλίας, οι αδελφοί Λοβέρδου, που ήλεγχαν την Λαϊκή Τράπεζα, προσέφεραν στον Φίλιο την διεύθυνση του υποκαταστήματος Λαρίσης, την οποία δέχθηκε υπό έναν όρο: Να αποφασίζει αυτός μόνος για την δανειοδότηση των πελατών. Ο όρος έγινε δεκτός και η δραστηριότητα που ανέπτυξε ο Φίλιος προήγαγε τις εργασίες του υποκαταστήματος τόσο, που κάποια εποχή ξεπέρασε την κίνηση του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας. Βλέπε: Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός). Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 13ης Μαΐου 1974.
[2]. Ο Σωτήρης Ζιαζιάς διετέλεσε και δήμαρχος Λαρισαίων. Διαδέχθηκε τον Δημήτριο Καραθάνο μετά τον θάνατό του το 1954 και παρέμεινε μέχρι τις επόμενες εκλογές του 1955.
[3]. Λέγεται ανεπισήμως ότι ο υπάλληλος της αντιαεροπορικής άμυνας έπαιζε τη στιγμή εκείνη τάβλι στο καφενείο της πλατείας «Πανελλήνιον».