λαμπράν». Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, που έλαβε ως επίθετο, το χαρακτηριστικό τοπωνύμιο “Ολύμπιος” από τη γενέτειρά του, το Λιβάδι Ολύμπου, υπηρετούσε στο “ελληνικό σύνταγμα της Οδυσσού”, που είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στη Ρωσία κατά τη διάρκεια των μετά το 1774 ρωσοτουρκικών πολέμων. Το στρατιωτικό αυτό σύνταγμα ξανασυνέστησε ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ το 1804, στο οποίο είχαν ενταχθεί πολλοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων, ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Γιάννης Φαρμάκης, προσφέροντας υπηρεσίες φρουρών με την «καπιτανία» τους (λόχον), εις τους ηγεμόνες της Βλαχίας και Μολδαβίας. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, στις ηγεμονίες αυτές υπήρχαν 58 τέτοιες «καπετανίες» Ελλήνων μισθοφόρων, ξένων στρατών, που ο Τερτσέτης τους υπολογίζει ότι ανέρχονταν σε 20.000 μισθοφόρους. Με υπερηφάνεια εθνική, αλλά και με θλίψη, οι Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας, κυρίως όμως οι μορφωμένοι της διασποράς, έβλεπαν πως το αίμα εκείνων των Ελλήνων ανδρών, χύνεται άφθονο για ξένες υποθέσεις και όχι για τον έναν, μεγάλο και μοναδικό σκοπό, αυτόν της απελευθέρωσης της Πατρίδας. Η περίπτωση των Ελλήνων στρατιωτικών της διασποράς εκείνης συνετάραξε και τον μεγάλο βάρδο της ελευθερίας, τον Ρήγα Βελεστινλή, που τους έκραζε:
Ως πότε οφφικιάλος εις ξένους βασιλείς Έλα να γίνεις στύλος της ίδιας σου φυλής. Κάλλιο για την Πατρίδα κανένας να χαθεί, Ή να κρεμάσει φούντα για ξένον στο σπαθί!
Έτσι ο Τερτσέτης, απαντώντας στον Ρήγα, έγραψε για τον Κολοκοτρώνη, πως όσες φορές και αν υπηρέτησε σε ξένους στρατούς “δεν κρέμασε ποτέ φούντα εις το σπαθί του”.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Γιάννης Φαρμάκης ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταρεία και εμύησαν και τους άνδρες τους στον ευγενή και κρυφό τους πόθο, αυτό, της απελευθέρωσης της σκλαβομένης Πατρίδας τους. Ο Ολύμπιος βρίσκονταν στην περιοχή της Μολδαβίας δίνοντας σκληρές μάχες, χρησιμοποιώντας ως ορμητήρια διάφορα μοναστήρια της περιοχής, κάνοντας επιτυχείς επιδρομές στις γύρω πεδιάδες που μερικές φορές προξενούσαν αισθητές απώλειες στους Τούρκους. Οι δυνάμεις τους δεν ξεπερνούσαν τις 2.000 άνδρες. Όπως γράφει ο ιστορικός της εποχής Ιωάννης Φιλήμων, εναντίον τους κινήθηκε από το Ιάσιο ο Σελίχ πασάς με 6.000 άνδρες εκ των οποίων 300 ιππείς. Τότε οι δύο Έλληνες αρχηγοί, Γιωργάκης Ολύμπιος και Γιάννης Φαρμάκης, αποφασίζουν να οχυρωθούν στο μοναστήρι του Σέκου, μια ισχυρή θέση στα Καρπάθια όροι, κοντά στα Αυστριακά σύνορα, για να κρατήσουν τη φλόγα της ελευθερίας, ώσπου να εκραγεί, όπως ήλπιζαν, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Είχαν ενταθεί πραγματικά οι φήμες για έναν επικείμενο πόλεμο, μετά την αναχώρηση του Ρώσου πρεσβευτή Στρογανόφ από την Κωνσταντινούπολη. Οι τουρκικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Εμίν αγά και οδηγό έναν πρώην φύλακα του μοναστηριού, φτάνουν πλησίον του μοναστηριού αυτού. Τότε ο Γεωργάκης Ολύμπιος έβγαλε έναν λεβέντικο και ώριμο πολιτικά λόγο προς τους άνδρες του, που, προφανώς, του τον έγραψε ένας από τους ιερολοχίτες, από αυτούς που επέζησαν της καταστροφής του Δραγατσανίου, και τον είχαν ακολουθήσει μετά τον αποχωρισμό του από τον Αλέξ. Υψηλάντη. Το υψηλό φρόνημά του, εκφράζεται με τα λεγόμενά του, εκείνες τις δύσκολες ώρες, όπως μεταφέρθηκαν από ανώνυμο γραφέα της εποχής: «Ανδρείοι Έλληνες! Όλοι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομοδόξους γείτονές μας, εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας γιά τη θρησκεία και την ύπαρξή μας. Ψηλά το κεφάλι, αδέρφια! Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γιούς της Ελλάδας! Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας. Εμπρός αδέρφια! Ας πεθάνουμε κοιτάζοντας άφοβα τον θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδας! Θάνατος στους βαρβάρους!».
Γύρω από το μοναστήρι του Σέκου, έγιναν σφοδρές μάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, που κράτησαν περίπου μισή ημέρα. Οι αμυνόμενοι κράτησαν τις θέσεις τους στα επίκαιρα μονοπάτια, που οδηγούσαν προς το μοναστήρι, και εκεί όπου είχαν στήσει με πασσάλους τα μετερίζια τους, πλήν όμως, λόγω της αριθμητικής υπεροχής των Τούρκων, οι Έλληνες υποχώρησαν και, άλλοι μεν διασκορπίστηκαν στα γύρω δάση, και πέρασαν τα αυστριακά σύνορα, άλλοι δε, οι πιο ψύχραιμοι, με τον Γιωργάκη Ολύμπιο και τον Γιάννη Φαρμάκη, έμειναν στο μοναστήρι. Επί μέρες σφυροκοπούσαν οι γενίτσαροι με τρία κανόνια το μοναστήρι, που πήρε φωτιά, την οποία τελικά κατάσβεσαν οι καλόγεροι και οι λαϊκοί με τις οικογένειές τους, που κατέφυγαν στα υπόγεια του μοναστηριού. Τη δωδεκάτη ημέρα όμως, έφτασε και ο Σελίχ πασάς με 4.000 άνδρες και δύο κανόνια. Τη δέκατη τρίτη ημέρα, με την προσωπική εγγύηση του ανέντιμου, όπως αποδείχτηκε, αυστριακού πράκτορα Wolf, που συνόδευε τους Τούρκους, ο Γιάννης Φαρμάκης, ύστερα από διαπραγματεύσεις, δέχθηκε να αποχωρήσει. Όμως οι Τούρκοι αθετώντας τις συμφωνίες επιτέθηκαν στο προαύλιο του μοναστηριού, εναντίον των άοπλων χριστιανών αιχμαλώτων και «διέπραξαν φρικαλεότητες, που μόνο γενίτσαροι τις κάνουν», όπως αργότερα έγραψε ο Αυστριακός Wolf. Από τους 400 έγκλειστους χριστιανούς, μόνο ο Φαρμάκης και 14 οπαδοί του γλίτωσαν, εκ των οποίων 4 εβραίοι και 1 μοναχός. Το αξιοθρήνητο είναι ότι ο Σελίχ πασάς, πλήρωνε για κάθε χριστιανικό κεφάλι και 15 πιάστρα. Τον Φαρμάκη τον μετέφεραν σιδηροδέσμιο στο Ιάσιο και απ’ εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπέστη φρικαλέα βασανιστήρια, και όπως περιγράφει ο Walsh, «κάποια στιγμή ο μάρτυρας της ελευθερίας αναστηλώθηκε και πήρε ένα ύφος περήφανο και ατρόμητο». Τότε ένας οπλισμένος με κινσκάλ -κυρτό ξίφος- τούρκος, του πήρε το κεφάλι.
Όσο για τον Γιωργάκη Ολύμπιο, έγκλειστο στο καμπαναριό του μοναστηριού με τα παλικάρια του και ορισμένους λαϊκούς και μοναχούς, όπως μας περιέγραψε αργότερα, ο διασωθείς συναγωνιστής του, ο Χρήστος Αθανασίου, βρήκε τραγικό θάνατο, όταν τα κανόνια του Σελίχ πασά έκαψαν την ξύλινη είσοδο του καμπαναριού και άρχισαν να εισέρχονται σ’ αυτό οι επιτιθέμενοι Τούρκοι, έβαλε φωτιά στα βαρέλια με το μπαρούτι και ανατινάχθηκαν όλοι, χριστιανοί κι αγαρινοί. Όπως έγραψε δε ο ιστορικός Gordon “o Γιωργάκης Ολύμπιος, υπήρξε πραγματικός ήρωας, γεμάτος από ειλικρινή αφοσίωση, έξοχο θάρρος και ενθουσιώδη έρωτα για την πατρίδα του. Ήταν εχθρός των μηχανορραφιών και της διπροσωπίας, ήσυχος, σεμνός και μετριόφρων”, ενώ οι ιστορικοί της εποχής Φιλίμων και Τρικούπης διαπιστώνουν “κάτι το υπεράνθρωπο, το θεϊκό στην απόφασή του”. Aυτοί ήταν οι πρωτοπόροι και οι πρόδρομοι της Ελληνικής Επαναστάσεως, που με τις ηρωικές τους πράξεις, έγραψαν τις πιο ένδοξες σελίδες του επαναστατημένου Γένους της διασποράς των Γραικών, καθώς και τον τραγικό επίλογο των επαναστατικών κινημάτων της Μολδοβλαχίας.