Του Σωτ. Κολλάτου
Ίντα μωρέ να γίνεκε ο Σιφαλιός στην Κρήτη
που να ‘βρε καταφύγιο, καλοστημένη κρύπτη;
Μέρες πολλές τον ψάχνουνε, στου Ρέθυμνου τα μέρη
που όμως και να βρίσκεται, κανένας δεν το ξέρει.
Παγίδες του εστήνανε και να τον πιάσουν θέλουν,
τι άλλους τρόπους να ‘βρουνε, κι αυτοί καλά δεν ξέρουν.
Το πείσμα τους δυνάμωσε δεν λέει να τους περάσει
μα ο Σιφαλιός κρατά και πάλι θα το σκάσει.
Ο Σίφης βρίσκει τη δροσιά σαν κολυμπά στη λίμνη
γεύεται πλουμιστά παπιά, κρύο νεράκι πίνει.
Για μεγαλεία και τιμές, καθόλου δεν τον νοιάζει
άστε τον ήσυχα να ζει, κανέναν δεν πειράζει.
Γιάντα μωρέ κουράζεστε και νοιώθετε φαγούρα
νομίζετε πως μοιάζει με τον παλιό Γιαγκούλα;
κακό δεν έκανε ποτέ και πάρτε το χαμπάρι
ο Σήφης έχει τη φήμη, κι άλλοι κρατούν τη χάρη.
Και στρέψετε το βλέμμα σας, σε όλη την Ελλάδα
κι αρχίσατε παρακαλώ πρώτα απ’ τη Μανωλάδα
Κροκόδειλους παντού θα δείτε με δόντια κοφτερά,
που κάνουν πάντα πως έχουνε τα χέρια καθαρά.