Τα μάτια του δάκρυζαν και πλημμύριζαν το βαθιά αυλακωμένο απ’ τον χρόνο πρόσωπό του. Αναθυμόταν τα χρόνια της νιότης, της εργασίας, του αγώνα, τον καιρό πριν αρρωστήσει και πέσει απ’ τα πόδια του. Τότε, που η «καλημέρα» και το «πώς είσαι μπάρμπα Θόδωρε» ακουγόταν συχνά, κάθε φορά που απλοί άνθρωποι τον συναντούσαν, στον δρόμο, στη δουλειά, στο καφενείο και όχι λίγες φορές του εξομολογούνταν τις πίκρες και τα βάσανά τους. Κι αυτός πάντα με τον καλό τον λόγο και τη λαϊκή σοφία που τον διέκρινε, τους έδινε κουράγιο και δύναμη να προχωρήσουν. Γιατί πάνω απ’ όλα ο μπάρμπα Θόδωρος ήταν άνθρωπος, που έκανε πράξη της ζωής του όσα από τους γονείς του και τους δασκάλους του διδάχθηκε. Συχνά έλεγε: «Αυτό μου το έμαθαν οι γονείς μου ή το άκουσα από τον δάσκαλό μου».
Ζούσε με τη γυναίκα του, μια αγαθή καλοσυνάτη ύπαρξη, που την αγαπούσε πολύ. Ο Θεός δεν του έδωσε παιδιά. Παιδιά του ήταν ο κόσμος όλος. Γι’ αυτό και ποτέ δεν έχανε το κέφι του και τη γεμάτη στοργή κουβέντα του. Στο πρόσωπό του ήταν πάντα ζωγραφισμένη η χαρά γι’ αυτά που ζούσε και που χόρταιναν την ψυχή του. Έτσι είχε μάθει, να μην αποθαρρύνεται ακόμη και στα δύσκολα. Να μη χάνει την καλοσύνη του και την αγάπη του για τον κόσμο και όταν τα πράγματα του πήγαιναν στραβά.
Γερό σκαρί ο μπάρμπα Θόδωρος. Πολεμιστής του μικρασιατικού πολέμου, που τον σημάδεψε καθοριστικά στον χαρακτήρα του. Κι αυτό ήταν το όνειρο που είδε, τραυματίας, σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο του μετώπου. Πρωταγωνιστής, ο μακαρίτης ο πατέρας του που του ζητούσε λίγο ψωμί, γιατί πεινούσε. Όταν ξημέρωσε, έδωσε σε έναν ζητιάνο το κομμάτι της κουραμάνας που είχε πάρει στο συσσίτιο και το βράδυ στον ύπνο του είδε τον πατέρα του με το ψωμί στο χέρι…
Αυτό, όπως έλεγε, ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την αγάπη του στον άνθρωπο, εκφράζοντάς την εμπράκτως και αφανώς όπου οι ανάγκες το απαιτούσαν. Κι αυτή η θεάρεστη συμπεριφορά του έδινε ουσία και περιεχόμενο στη ζωή του. Γιατί ήταν μια ένεση ανακούφισης… Γι’ αυτό και τα λίγα χρήματα που έπαιρνε από τη σύνταξή του τα διέθετε για τον σκοπό αυτόν. Γιατί υπέφερε πολύ, δεν τον χωρούσε ο τόπος, όταν ένιωθε δίπλα του την ανέχεια, τον πόνο... Κι αυτό το έκανε συνειδητά, κρυφά. Νύχτα πήγαινε και προσέφερε, χωρίς να τον πάρει είδηση κανένας. Ήταν πραγματικά ο άνθρωπος που πολύ ταπεινά έκανε πράξη τον ορθόδοξο χριστιανικό λόγο.
Στα λόγια του κυριαρχούσε πάντα η αισιοδοξία και η δοξολογία στον Θεό. Στην «καλημέρα» και στο τι «κάνεις μπάρμπα Θόδωρε» απαντούσε: «Δόξα τω Θεώ, είμαι καλά». Και αυτό δεν το έλεγε, επειδή έτσι συνηθίζεται αλλά γιατί το ζούσε με όλη του την καρδιά, που ήταν διαρκώς στραμμένη κι ακουμπισμένη στον άνθρωπο.
Γι’ αυτό και οι γείτονες και όσοι τον γνώρισαν θα τον θυμούνται, γιατί στο πρόσωπό του έβλεπαν την αγάπη, την καλοσύνη την ανθρωπιά. Τον ίδιο τον Θεό να κυκλοφορεί ανάμεσά τους, να τους δίνει κουράγιο να προχωρήσουν, δίχως απογοήτευση και απελπισία. Όπλο του η ενάρετη ζωή με κορύφωση την έμπρακτη συμπόνια στον πλησίον του.
Αυτός ήταν ο μπάρμπα Θόδωρος. Ένας άνθρωπος που για κάποιους μπορεί να πέρασε απαρατήρητος, γι’ αυτούς όμως που τον γνώρισαν αποτελεί μια γλυκιά ανάμνηση. Καντήλι αναμμένο που διαρκώς θα φωτίζει και θα διαλύει το σκοτάδι της λησμονιάς. Θυμίαμα εύοσμο που δε θα σβήσει ποτέ…
Από τον Κων/νο Τσιρονίκο