εθνικής μας οικονομίας και μόνιμη γάγγραινα που κανείς μέχρι σήμερα δεν τόλμησε να πάρει το νυστέρι στο χέρι του και να την αποκόψει, για να ανασάνει η χώρα.
Δεν διεκδίκησα ούτε διεκδικώ για τον εαυτό μου, τον ρόλο του τιμητή ή του κοινωνικού αναμορφωτή. Απλά αγωνιώ, όπως και πολλοί άλλοι μαζί με μένα. Και τους προσφέρω στα δικά τους διλήμματα στις ανησυχίες και τους προβληματισμούς και τις δικές μου ανησυχίες. Στον κόσμο της προσκαιρότητας της εκμετάλλευσης και της απονιάς, στεκόμαστε όρθιοι στη χαρά και τη θλίψη, αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουμε κάθε εχθρό που μας επιβουλεύεται και προσπαθεί να μας εξοντώσει. Δεκαπέντε τώρα μήνες η χώρα μαστίζεται από τον αόρατο εχθρό. Τον κορονοϊό. Με επικεφαλής τους γιατρούς και τους νοσηλευτές μας αλλά και το άλλο προσωπικό η χώρα δίνει τον υπέρτατο αγώνα καταπολέμησης της λοιμικής νόσου μαχόμενη στη πρώτη γραμμή στο πεδίο της αναμέτρησης με το θανάσιμο εχθρό. Με αίσθημα υψηλής ευθύνης οι γιατροί και οι νοσηλευτές μας, αψηφώντας κάθε κίνδυνο δίνουν καθημερινά σκληρές μάχες με τον θάνατο, με συνέπεια άλλοτε να ανεβάζουν στο βάθρο το μαχητή και άλλοτε να τον βαραθρώνουν. Οι νοσηλευτές μας με αγωνιστικότητα, αποφασιστικότητα, υπευθυνότητα και με πίστη στο καθήκον βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή, κοντά στον πάσχοντα άνθρωπο, προσφέροντάς του κάθε είδους φροντίδα και θυσιαστική αγάπη. Η προφορά τους αυτή έκανε τον ελληνικό λαό να υποκλιθεί με σεβασμό και απεριόριστη εκτίμηση και αγάπη στο σιωπηλό τους μεγαλείο και να τους εκφράσει την ολόψυχη αγάπη του για την προσφορά τους προς τον ελληνικό λαό και το θεάρεστο έργο που προσφέρουν προς αυτόν.
Ιχνηλατώντας την καθημερινότητα, συχνά μας θολώνει τον νου και λοξεύει τον δρόμο μας. Σκύβουμε όλοι με μεγάλη αγωνία καρδιάς στην καταπολέμηση και εξάλειψη της πανδημίας. Αισιοδοξούμε όμως σε ένα άλλο κοσμοϊστορικό γεγονός. Στον εμβολιασμό. Ακούμε τα αισιόδοξα μηνύματα απ’ όλο τον κόσμο. Προσχωρούμε σ’ αυτά. Λουζόμαστε στο φως. Γεμίζουμε τις καρδιές μας από χαρά και ακράδαντα πιστεύουμε ότι πολύ σύντομα θα γιορτάσουμε και τη μεγάλη νίκη μας κατά της πανδημίας. Κάποια στιγμή ακούστηκε να χτυπά το τηλέφωνο του σπιτιού μου. Το σήκωσα και προν προλάβω να πω «παρακαλώ» από την απέναντι πλευρά ακούστηκε μια φωνή: «Από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο είμαστε, από το τμήμα εμβολιασμού. Θα θέλαμε να μας γνωρίσετε εάν αύριο, που είναι η σειρά σας για να εμβολιαστείτε θα προσέλθετε ή όχι». Απάντησα θετικά. Και με ένα «Ευχαριστούμε» το τηλέφωνο έκλεισε.
Δεν είχα καμία αντίρρηση να το κάνω, αντίθετα δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή. Κάτι σκέψεις για αναμονή στην ουρά, ορθοστασία, σπρωξίματα και αψιμαχίες μεταξύ των συνυποψηφίων μου, πέρασαν γρήγορα από το μυαλό μου. Εκείνο τώρα που βασάνιζε το μυαλό μου ήταν η έμφαση της ώρας του εμβολιασμού. 15.30 ακριβώς. Και πριν το λυκόφως σκιάσει τον ορίζοντατο παράπονο κάθισε μέσα στα στήθια της καρδιάς μου. Κάθε υποψία για το ενδεχόμενο μιας αποτυχίας, δεν ήθελα με κανένα τρόπο να τη σκεφτώ, ούτε να την ακούσω. Αυτό θα με οδηγούσε σε ένα σταθερό, πνικτικό κλίμα της ψυχής μου, με πολύ δυσάρεστες συνέπειες για το πρόσωπό μου.
Την επόμενη ημέρα το ταξί με αποβίβασε στην κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, ύστερα από λίγο έφτασα έξω από την είσοδο του εμβολιαστικού καταστήματος. Με υποδέχθηκε μια λυγερόκορμη, χαριτόβρυτη νοσοκόμα, όλο χάρη και ομορφιά. Το πρόσωπό της έλαμπε από ομορφιά και τα σπινθηροβόλα μάτια της σκορπούσαν γοητεία, δύναμη και ζωή. «Είστε για το εμβόλιο;» με ρώτησε, και όταν της πάντησα «ναι», με μετέφερε στην αίθουσα του εμβολιασμού, μπροστά σε έναν νεαρό γιατρό. Ο τελευταίος μόλις με είδε σηκώθηκε από το κάθισμά του και με βοήθησε να καθίσω σε ένα άλλο κάθισμα (τέτοια τιμή πρώτη φορά έγινε προς το πρόσωπό μου) και ύστερα από ορισμένες ερωτήσεις με οδήγησε στη νοσοκόμα, μία πολύ ευγενική κυρία που θα μου έκανε το εμβόλιο. Κάθισα στην πολυθρόνα και πριν ακόμη περιεργαστώ τον χώρο, την άκουσα να λέγει «αυτό ήταν». Όλα γύρω μου ήταν τόσο οργανωμένα και απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση του ανθρώπου και την εξασφάλιση της ευτυχίας του. Καρέκλες για τον καθέναν μας σε απόσταση ασφαλείας και όλοι οι συνομήλικοι με τις μάσκες ήρεμοι. Μία ησυχία, μία πολιτισμένη ατμόσφαιρα. Εκκλησία. Μία ιεροπρέπεια, μία ιεροτελεστία. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Τέτοια οργάνωση δεν την είχα ξαναδεί. Κάθισα για λίγο και παρακολούθησα τη συνεχή ροή των ανθρώπων να εισέρχονται και να εξέρχονται από την αίθουσα, χωρίς κανένα συνωστισμό. Και όλοι τους, μα όλοι τους, είχαν να πουν μέσα από την καρδιά τους προς τους γιατρούς και τους νοσοκόμους ένα «ευχαριστώ». Ένα «ευχαριστώ» για την ευγένειά τους, την καλοσύνη τους, τα χαμόγελά τους, την άψογη συμπεριφορά τους και το υψηλό αίσθημα ανθρωπιάς απέναντί μας.
Όλοι αυτοί περπατούν διακριτικά αλλά σταθερά στο σκιερό τοπίο της υπευθυνότητας, του καθήκοντος, της σεμνότητας, της αγάπης και της ευθύνης και κρατούν μυστικό, στοιχείο των προσωπικών τους δεδομένων το μεγαλείο της ψυχής τους. Όλοι αυτοί δεν προσπαθούν να τεντώσουν, κομπαστικά, το ανάστημά τους για να φανούν μεγάλοι. Τους κάνει μεγάλους η προσφορά, η ευγένεια και το έργο τους. Κρατούν στο χέρι το εμβόλιο και ανεβαίνουν μόνοι τους στα μάτια της κοινωνίας, που γνωρίζει τέτοιες εκδηλώσεις να τις ξεχωρίζει να τις τιμά και να τις αγκαλιάζει με καλοσύνη και αγάπη, όπως αξίζει. Αποδέχομαι τα ανοίγματα αυτά της κοινωνίας και τα χαίρομαι. Αντικρίζω την άλλη όψη του ανάλγητου κράτους. Το κράτος της ευγένειας της σεμνότητας, του ήθους, της άμεσης εξυπηρέτησης του πολίτη, της αγαστής συνεργασίας και αλληλοκατανόησης της αποστασιοποίησης από την αδιαφορία και αδιαλλαξία του παρελθόντος. Και αμέσως γεννάται μέσα μου το ερώτημα. Γιατί και οι άλλες υπηρεσίες της Πολιτείας να μην δραστηριοποιούνται σαν την ως άνω; Κρατώ μέσα μου το κεντρικό σύνθημα που ηλεκτρίζει τα πλήθη. Την αδιάκοπη αναβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών και της προσφοράς των υπαλλήλων της πολιτείας, προς τον πολίτη, που πρέπει να ανηφορίζει ολοένα και πιο ψηλά. Ο όρος (ποιότητα υπηρεσιών) είναι αποδεσμευμένος από κάθε ρύπο και από κάθε διαφθορά. Γιατί η εποχή της προσπάθειας της αναβάθμισης της ποιότητας των υπηρεσιών του κράτους προς τους πολίτες δεν χρειάζεται άλλα πισωγυρίσματα. Οι εμβολιαστές πρώτοι το χάραξαν αυτό. Και η απαρχή του τέλους του ανάλγητου κράτους φαίνεται, ότι τώρα έχει αρχίσει.
Από τον Αθανάσιο Φώτο, επί τιμή δικηγόρο