και έχτισε εκεί πολυτελή κατοικία με πισίνα, δαπανώντας συνολικά με την αγορά σε δραχμές περί τις 300.000 σημερινά ευρώ. Το κτήμα όμως που αγόρασαν ήταν άλλο από αυτό του τίτλου (παραχωρητηρίου), που προσκομίστηκε στον συμβολαιογράφο. Τι είχε συμβεί; Στα μέσα του ‘30 δύο κληρούχοι αγρότες είχαν προφορικά ανταλλάξει μεταξύ τους δύο ίδιας έκτασης χωράφια των 4.000 τ.μ. το καθένα, για να τα έχουν δίπλα σε κτήματά τους. Αυτό ήταν συνηθισμένο στη Θεσσαλία, όπου απαλλοτριώθηκαν και δόθηκαν σε ακτήμονες δύο και πλέον εκατ. στρέμματα για αποκατάσταση κολλήγων. Αρχές του ‘89 ο κληρονόμος του παραθαλάσσιου κτήματος των 4.000 το μεταβίβασε στο ζευγάρι των Ελληνοαμερικανών χρησιμοποιώντας όμως τον τίτλο του κτήματος της ανταλλαγής. Ο γιος του αρχικού «δικαιούχου» βλέποντας, πως η αξία του παραλιακού είχε με τα χρόνια αυξηθεί, όταν αντιλήφθηκε, πως ο γείτονας μεταβίβασε το πατρώο μεν, ανταλλαγέν δε κτήμα, σκέφτηκε να το πάρει πίσω από τους νέους ιδιοκτήτες με βάση το παραχωρητήριο του πατέρα του. Γνώριζε, πως τα δικαιώματα σε κλήρους δεν παραγράφονται. Παρότι είχαν περάσει δεκαετίες από την ανταλλαγή, ο φαινομενικός δικαιούχος (ως κληρονόμος) του παραλιακού κατέθεσε προσωρινά μέτρα και ταυτόχρονα τακτική αγωγή στο Πρωτοδικείο Βόλου εναντίον των νέων κατόχων του.
Οι αγοραστές επειδή κέρδισαν τα προσωρινά μέτρα, συνέχισαν, ολοκλήρωσαν τις κατασκευές στο κτήμα, και εγκαταστάθηκαν στην ωραιότατη βίλα τους. Δεν πιστεύω, πως ρώτησαν δικηγόρο και τους συμβούλεψε να το κάνουν, αν και η ιδιοκτήτρια με διαβεβαίωσε για το αντίθετο (;!). Θα ήταν τρομερό λάθος, αν είχε συμβεί, αλλά τα «γενόμενα ούκ απογίγνονται». Τα τακτικά Δικαστήρια δεν δικαίωσαν τους αγοραστές ελλείψει τίτλου και επειδή η κυριότητα στα κληροτεμάχια δεν παραγράφεται κατά τον Αγροτικό Κώδικα, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει. Το πλέον οδυνηρό για τους αγοραστές ήταν, πως έχαναν και την πανάκριβη βίλα τους, καθώς -κατά τις αποφάσεις- την έχτισαν παρότι τους είχε ασκηθεί αγωγή και ανεξάρτητα αν είχαν κερδίσει τα προσωρινά μέτρα. Το Πρωτοδικείο Βόλου και το Εφετείο Λάρισας με πρώτη και ύστερη ανάγνωση είχαν σωστά ερμηνεύσει τους Νόμους.
Άφησα την προηγούμενη αφήγηση στη βροχερή νύχτα, που ήρθε απελπισμένη η Ελληνοαμερικανίδα σύζυγος στη Λάρισα, έμεινε δυο ώρες, με πληροφόρησε για την υπόθεση και κατέγραψα με άδειά της τη συζήτηση, για να την ξανακούσω. Χρόνος αντίδρασης δεν υπήρχε, αφού σε 48 ώρες θα γινόταν η αποβολή από το κτήμα και τη βίλα. Η γυναίκα με παρακάλεσε όμως να κρατήσω τα χαρτιά της (μια δικογραφία-γίγας).
Άκουσα μια φράση της γυναίκας ανοίγοντας το μικρό μαγνητόφωνο κάτω από στέγαστρο που σταμάτησα, για να προφυλαχτώ από τη δυνατή βροχή. «Πρέπει να ξεγράψουμε ολόκληρη περιουσία;». Αστραπιαία το μυαλό μου πήγε στη λέξη παραγραφή. «Λες -είπα μέσα μου- να έχει παραγραφεί το δικαίωμα του γείτονα πάνω στο ακίνητο; Αλλά πώς και δεν το αντιλήφθηκε κανένας Δικαστής; Είναι δυνατόν να διέφυγε από την υπεράσπιση και να μην το πρότεινε στο Δικαστήριο; Κι αν ακόμα δεν το πρότεινε, πώς και δεν το έλαβαν από μόνοι τους υπόψη οι Δικαστές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου, όπως είχαν υποχρέωση σε τέτοιες περιπτώσεις;...». Έτρεξα στη βροχή στις δύο το πρωί μέσα στη νύχτα πίσω στο γραφείο, απ' όπου λίγο πριν είχα φύγει. Άνοιξα το μικρό κιβώτιο της δικογραφίας. Βρήκα τις δύο αποφάσεις και... Έφυγα στις 5 το πρωί μ' ένα σπάνιο αίσθημα ανακούφισης από μια δαιμονική συρροή συμπτώσεων. Η βροχή -το στέγαστρο-το μαγνητόφωνο τσέπης-μια λέξη- και συνειρμικά μία άλλη, μια ακόμα, και μια σκέψη που οδήγησε σε ένα άρθρο ενός νόμου της Χούντας (1 παρ.1 α.ν.431/68). Καταλυτική διάταξη του 1968 για την παραγραφή των δικαιωμάτων σε κληροτεμάχια. Σύμφωνα με μια φράση του άρθρου εάν μετά τις 23.5.68 (ημερομηνία ισχύος του νόμου) περάσουν 20 χρόνια με κατοχή από τρίτο ενός κληροτεμαχίου χάνεται η κυριότητα του κληρούχου και των κληρονόμων του και την αποκτά ακόμη και ο κακόπιστος τρίτος.
Τι προέκυπτε εδώ, που για οκτώ χρόνια αντιδικίας κανένας Δικαστής και δικηγόρος δεν σκέφτηκε, ούτε είδε; Από τις 23.5.1968 μέχρι τις 13.5.1989 που ασκήθηκε η αγωγή του δικαιούχου του παραχωρητηρίου είχαν περάσει 21 χρόνια, παρά 10 μέρες βέβαιης και ομολογημένης κατοχής του κληροτεμαχίου «του» των 4.000 τ.μ. από τους πρώην και τώρα τρίτους πραγματικούς -και μάλιστα καλόπιστους- κατόχους του. Οι τελευταίοι προσμετρώντας και τον χρόνο του πωλητή τους είχαν γίνει πλέον ιδιοκτήτες με έκτακτη χρησικτησία.
Υπήρχε μπροστά μας ελάχιστος χρόνος. Δεν χρειαζόταν περισσότερος για μια αναίρεση 40 σειρών, που στις 9 το πρωί κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου. Στις 5 το πρωί της τελευταίας μέρας φύγαμε τρία άτομα από το γραφείο για τον Άρειο Πάγο. Έπρεπε ταυτόχρονα να μοιραστούν διατυπώσεις. Στις 12 το μεσημέρι με προσωρινή διαταγή του Προέδρου του σταματήσαμε την αποβολή από το κτήμα. Τα υπόλοιπα ήταν περίπατος σε πάρκο. Τέτοιες ώρες υπάρχουν στη δύσκολη δουλειά του νομικού. Δεν είναι πολλές. Είναι μάλιστα και ελάχιστες με τόση ανατροπή και τέτοιες συμπτώσεις. Ήταν πολύ πιθανόν η σωτήρια για την υπόθεση λεπτομέρεια να μου είχε διαφύγει, αν δεν άκουγα στη νυχτερινή βροχή τη λέξη: «διαγράψουμε» από τη νυχτερινή μου επισκέπτρια. Το τεράστιο λάθος τουλάχιστον δύο πολυμελών Δικαστηρίων πολύ πιθανόν θα μου διέφευγε. Είναι πράγματα που τα βλέπεις μπροστά σου και τα προσπερνάς, όπως τα είχαν προσπεράσει όλοι για οκτώ χρόνια αντιδικίας.
Πέρασαν τρεις μήνες μετά την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης του Αρείου Πάγου και ένα μεσημέρι εμφανίζεται μπροστά μου μία ωραιότατη κυρία με μια τεράστια ανθοδέσμη. Την κοιτούσα με απορία. «Δεν με γνωρίζετε;» μου λέει. «Ομολογώ πως όχι» της απαντώ. Εκείνη χαμογελώντας συνέχισε. «Είμαι η νυχτερινή σας επισκέπτρια πριν λίγους μήνες, όταν σας είπα, πως θ' αυτοκτονούσα με εκρηκτικά». Από τη γυναίκα σκιάχτρο που είχα εκείνη τη βροχερή νύχτα αντικρύσει, είχε ξεπηδήσει μια γεμάτη σφρίγος και γοητεία ύπαρξη. Το ν' αντικρύζεις τέτοια μεταμόρφωση και να νιώθεις, πως συνέβαλες σ' αυτήν, είναι ευτυχία. Ανήκει στις σπάνιες στιγμές μας.