Στο Γενικό Νοσοκομείο Λαρίσης όπου εμβολιάστηκα, διαπίστωσα από κοντά πόσο άρτια λειτουργεί το σύστημα εμβολιασμού. Φήμες άκουγα πολλές, σχόλια εγκωμιαστικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον Τύπο, όλα αλήθεια ήταν. Ώρα 19.35 το ραντεβού, ώρα 19.33 ακριβώς βγήκε στην πόρτα η υπεύθυνη και φώναξε το όνομά μου. Σε δύο λεπτά, όλα είχαν τελειώσει. Ούτε στο φημισμένο Μετρό της Μόσχας τέτοια ακρίβεια.
Στον περίβολο του Νοσοκομείου οι αναμένοντες ήταν πολύ συγκεκριμένοι. Κυριαρχούσε πάντως η ομάδα των ηλικιωμένων γυναικών, μεταφερμένες εκεί απ’ τις κόρες ή τους γιους τους. Στην Ελλάδα οι μεγάλες μανούλες είναι τυχερές. Συνήθως έχουν συμπονετικά παιδιά που πέφτουν καταπάνω όταν θα χρειαστεί. Ωραίες κυρίες ... «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες» βέβαια, αλλά καθαρές και περιποιημένες, λίγο ρουζ και ελαφρύ κραγιόν, ε, πώς, στον γιατρό θα πάμε!. Είμαι βέβαιος πως στο μυαλό τους ζούσαν μεγάλες στιγμές. Επιτέλους! Ώρα για απογευματινά ξανανταμώματα με φιλενάδες και ξαδέρφες, ώρα για πρωινούς καφέδες, ακατάσχετο, λυτρωτικό κουτσομπολιό, για όλα αυτά τα μικρά κι ασήμαντα που όμως νοστιμίζουν τη ζωή, κι όχι η μαύρη απελπισία που μας καταπλάκωνε έναν ολόκληρο χειμώνα.
Στο αλσύλλιο του παλιού Νοσοκομείου περίμεναν ακόμη συνταξιούχοι νεότερων ηλικιών, περίμεναν ευπαθείς ομάδες, αλλά και καθηγητές και καθηγήτριες που είχαν κληθεί εσπευσμένα να κάνουν από τα αδιάθετα εμβόλια. Κάθονταν όλοι κάτω απ’ τα μεγάλα πεύκα, πραγματικές ομπρέλες απέναντι στον ήλιο που κάθε Μάη σηκώνεται ψηλά και χτυπάει δίχως έλεος τους Θεσσαλούς, λες και έχει προηγούμενα μαζί τους.
Κάπου εκεί πήρε το μάτι μου και τον κ. Διευθυντή. Πρώην Διευθυντή για την ακρίβεια σε μεγάλη Υπηρεσία της Νομαρχίας. Πάντα άψογος. Τι κι αν στραβογέρασε; Το πουκάμισό του πάντα κολλαριστό, η γραβάτα άψογα δεμένη και ένα σακάκι παλαιομοδίτικο, σχεδόν υπηρεσιακό, άψογα φορεμένο κι αυτό. Ήταν και μια θλίψη βέβαια να βλέπεις αυτόν τον άλλοτε πανίσχυρο παράγοντα του λαρισαϊκού γίγνεσθαι να περιμένει στην ουρά, ένας απλός ηλικιωμένος πια... Τον βλέπεις και κάνεις σπουδή στη... ματαιότητα του βίου. Καριέρες, φιλοδοξίες, ίντριγκες, πάθη κι εγωισμοί, όλα μια ματαιοδοξία είναι, το τούνελ δεν έχει κανένα φως στο βάθος.
Με αναγνώρισε, χρόνια ολόκληρα στο νομαρχιακό ρεπορτάζ, χαιρετηθήκαμε. Έδειχνε ενθουσιασμένος και άρχισε να μου εκθειάζει πόσο απλά και αντιγραφειοκρατικά οργάνωσε το Κράτος τους εμβολιασμούς. Δεν θέλησα να του θυμίσω παλιές ιστορίες και να τον πικράνω. Στα μεγαλεία του, έτσι και κατόρθωνες να φτάσεις στο Γραφείο του με σκοπό να διαμαρτυρηθείς για την ταλαιπωρία που υφίστασο από τις Υπηρεσίες της Νομαρχίας Λαρίσης ή για να αναζητήσεις κάποια λύση, έπαιρνες την ίδια στερεότυπη απάντηση:
- «Τι να σας κάνω αγαπητέ μου; Ο Νόμος είναι απολύτως σαφής. Βάσει των κειμένων διατάξεων δεν δύνασθε...».
Και πώς να δύνασαι δηλαδή; Ο κ. διευθυντής έχοντας δει πολλά, με τα χρόνια είχε γίνει φοβικός. Ευθυνόφοβος «αποστεωμένος», ένας πραγματικός ρινόκερος της γραφειοκρατίας, αρνούταν τα πάντα. Ό,τι κι αν του ’λεγες, στο μυαλό του πρώτο πράγμα ήταν η άρνηση. Ταμπουρωνόταν πίσω από τις κείμενες διατάξεις, κι όξω απ’ την πόρτα. Έχουμε ευθύνη εμείς κύριε... Είμεθα υπόλογοι...
Ήταν μάλιστα τέτοια η εμμονή του κ. διευθυντή στις κείμενες διατάξεις, ώστε κάτι χαβαλέδες της Νομαρχίας, κλητήρες κυρίως που είχαν χωθεί στο δημόσιο με το ΠΑΣΟΚ, του είχαν κιόλας προσάψει το παρατσούκλι «ο κ. κείμενος»... Τι χρόνια κι αυτά !
Η ώρα περνάει και η υπεύθυνη υπάλληλος του Κέντρου Εμβολιασμού καλεί συνεχώς ονόματα. Γιατροί, νοσηλεύτριες εμβολιάζουν κατά ριπάς. ΑΜΚΑ, Αριθμός ταυτότητας, «πάσχετε από κάτι σοβαρό;» «όχι», «πάρτε ανάσα», «τελειώσαμε...»... Απίστευτο; Απίστευτο!
Στα Εμβολιαστικά Κέντρα του Covid η παλιά Ελλάδα πεθαίνει, ενταφιάζεται οριστικά ... Εκεί θυμάσαι ξανά πώς είναι να είσαι πολίτης κι όχι ... δουλοπάροικος ενός κράτους μανδαρίνων. Μέχρι και η συμπεριφορά των δημοσίων υπαλλήλων ξαναγίνεται ζεστή και φιλική. Τα χαμόγελα σκάνε άφθονα. «-Πώς σας λένε είπαμε εσάς;» «-Ευτέρπη», απαντά η ηλικιωμένη κυρία στο διπλανό δωμάτιο. «- Αααα τι ωραίο όνομα... Και τι ωραία γαλάζια μάτια έχετε κυρία Ευτέρπη μου! Πάρτε ανασούλα, δεν θα σας πονέσω καθόλου...».
Πόσο απλό να γλυκαίνεις τις ζωές στενοχωρημένων ανθρώπων που μόνο ζόρια, βάσανα και φόβους κουβαλούν... Μαζί και απουσίες και αναγκαστικούς αποχωρισμούς και απομόνωση προς αποφυγήν μετάδοσης του ιού... Πόσο απλό; Πόσο;
Στα χρόνια του «κ. κείμενου» θα είχες περιμένει σε ατέλειωτες ουρές απλά και μόνο για την εγγραφή και την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών. Τα οποία θα είχες αποκτήσει με αγώνα και στήσιμο σε άλλες ουρές αντιστοίχων Υπηρεσιών, μα στο τέλος όλο και κάτι θα έλειπε. Και μετά, τηλέφωνο στον βουλευτή, «πώς θα γίνει να το σπρώξουμε λιγάκι», «άστο σε μας, λέγε μόνο όνομα γιατί αύριο θα δώσουμε τη λίστα του Γραφείου με τους δικούς μας ...». Και ο κ. κείμενος, ως ευσυνείδητος υπηρεσιακός παράγων θα στεκόταν εκεί να δικαιολογεί την Υπηρεσία, κέρβερος με όσους δεν πληρούσαν τας «απαραιτήτους προϋποθέσεις»:
« -Βάσει των κειμένων διατάξεων δεν δύνασθε ...». Βέβαιος ων ότι υπηρετεί τη νομιμότητα ο καημένος...
Να όμως που δύναται ... Η Ελλάδα δύναται. Η Ελλάδα της γενιάς του Πιερακάκη, του γεννημένου το 1983 (!) υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης υπερβαίνει «τας κειμένας διατάξεις». Αφήνει πίσω την ξινίλα, τη μιζέρια τα στερεότυπα και τα κλισέ του τύπου «έλα μωρέ στην Ελλάδα είμαστε ...». Και προχωράει. Εμείς, που για δεκαετίες τρώγαμε στη μάπα πότε τα χαρτοβασίλεια της δεξιάς, πότε την «πασοκίλα» που ισοπέδωνε κάθε αξιοκρατία στο δημόσιο, νιώθουμε έκπληξη, μη σου πω και ολίγον τι μαλ ... ες. Οι νεότεροι, με ένα κινητό στο χέρι, απλά πληκτρολογούν και κάνουν δουλειές. Καταργούν ουρές και αχρείαστα δικαιολογητικά, δεν θα ξανακούσουν εντολές του τύπου «περάστε στο διπλανό γραφείο κύριε για σφραγίδες και ελάτε ξανά από δω». Μαθαίνουν να εμπιστεύονται το Κράτος και το Κράτος θα τους εμπιστευθεί κι αυτό, θέλει δεν θέλει, ακόμη κι αν χρειαστεί να πέσουν «φάπες». Κι αυτό γίνεται πια εμπεδωμένη νοοτροπία, γίνεται αυτονόητος τρόπος σκέψης και λειτουργίας. Και πισωγυρίσματα δεν έχει.
Είναι η πρώτη φορά μετά από χρόνια που έπιασα τον εαυτό μου να αισιοδοξεί. Και δεν φταίει μονάχα που ανοίξανε τα καφέ και τα μπαράκια και η πόλη ξαναβρήκε το παλιό μποέμικο στυλάκι της. Δεν είναι τα πλήθη που βγήκαν με χαρά στην αγορά για να ψωνίσουν, τα χαμόγελα που διαγράφονται ξανά στα χείλη των εμπόρων ούτε και η εικόνα με τα νεαρά γκαρσονάκια που τρέχουν πανικόβλητα αλλά ευδιάθετα να σερβίρουν. Είναι πιο πολύ μια αίσθηση... Βιώνεται ... Ναι, αυτή η κοινωνία σαν να ετοιμάζεται να φτιάξει κάτι καλύτερο....
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr