«Πράγματα που τώρα είναι δεδομένα, τότε δεν υπήρχαν καν». Ήταν η εποχή που ένα πάνινο τόπι στην αρχή, η φούσκα από το γουρούνι ύστερα και μετά μια λαστιχένια μπάλα (βάραγες το σουτ με κατεύθυνση στη δεξιά πλευρά του τέρματος και βρισκόταν ανατολικά στο μπαλκόνι ή στο μαγαζί της πλατείας, επειδή προς τα εκεί φυσούσε ο αέρας) ή μια δερμάτινη πολλές φορές ασπρόμαυρη (όχι βέβαια καινούργια) μπάλα ποδοσφαίρου, μας απορροφούσε στον πολύ ελεύθερο χρόνο που είχαμε τότε. Όταν καταστρέφονταν και μας έλειπε και αυτή με τις χοντρές ραφές (η σαμπρέλα περίσσευε και δημιουργούσε ένα καρούμπαλο), κάτι έπρεπε να βρεις. Και πράγματι, σαν ο πολυμήχανος Οδυσσέας, όλο και κάτι θα ανακαλύπταμε, προκειμένου να μη πάει η μέρα μας χαμένη, καθώς τον περισσότερο χρόνο μετά το σχολείο, τον περνούσαμε στην πλατεία, παίζοντας ποδόσφαιρο, το πιο αγαπημένο μας άθλημα.
Ήταν μεγάλη τύχη, γιατί μέσα στην πλατεία και στα χέρσα χωράφια, μεγαλώσαμε και αντρωθήκαμε. Παίζοντας ποδόσφαιρο και τα υπόλοιπα παιχνίδια, κοινωνικοποιηθήκαμε. Εκεί μάθαμε τι θα πει ομάδα, μάθαμε να διαλέγουμε τον αρχηγό μας... όχι όποιον κι όποιον, αλλά αυτόν που πιστεύαμε ότι θα μπορούσε να μας καθοδηγήσει μέσα στην πλατεία, στο μπαΐρι και γενικά στο «άσχημο τερέν» του χωριού. Τι θα πει να αγωνίζεσαι για τη νίκη, όχι μόνος σου, αλλά με τη βοήθεια των φίλων σου και των συγχωριανών σου. Μάθαμε ποιο είναι το συναίσθημα της ήττας και το να αγωνίζεσαι να γίνεις καλύτερος, ώστε να πάρεις πίσω «το αίμα σου», όπως λέγαμε τότε, για τις ήττες μας. Μάθαμε πως αν δεν συνεργαστείς και δεν ιδρώσεις, δεν μπορείς να έχεις καλά αποτελέσματα και ότι όλα ήταν αποτέλεσμα της πολύ καλής συλλογικής δουλειάς μας.
ΤΟ ΓΗΠΕΔΟ, ΤΟ ΤΕΡΜΑ
ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΚΤΩΝ
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά, για όσους άτυχους δεν έζησαν εκείνη την εποχή. Το θέμα ήταν να παίξεις μπάλα. Δεν είχε σημασία ούτε το πού, ούτε το πώς. Σημασία είχε, να μαζευτούμε δέκα άτομα (το λιγότερο) για να ξεκινήσει το παιχνίδι. Αν έρχονταν κι άλλα άτομα αργότερα, δεν υπήρχε πρόβλημα. Όλοι οι καλοί χωρούσαν. Μας έλειπε όμως, το πιο βασικό: Τα δοκάρια.
Δεν αποτελούσε όμως πρόβλημα, γιατί μπροστά στην ανάγκη να παίξουμε μπάλα, πάντα βρίσκαμε τη λύση. Με αυτοσχέδια «νοητά» γκολπόστ, των οποίων η απόσταση μεταξύ τους οριζόταν από πριν (από το ένα παγκάκι π.χ. της πλατείας στο άλλο ή με τα «βηματάκια» {για τους μη γνωρίζοντες, τα «βηματάκια» ήταν δέκα και τα μετρούσε ο ίδιος παίκτης και για τις δύο εστίες, προκειμένου να μην υπάρχει διαφορά. Αυτός που μετρούσε, κολλούσε τη φτέρνα του ποδιού του στο πρώτο σημάδι και ξεκινούσε να μετράει τοποθετώντας κάθε φορά τη φτέρνα, στη μύτη του παπουτσιού. Έτσι περπατούσε και μετρούσε έως το δέκα. Εκεί έβαζε το δεύτερο σημάδι και ....Έτοιμο το τέρμα. Ακολουθούσε η ίδια διαδικασία και για το δεύτερο τέρμα}).
Με μάχες του «πάνω» μαχαλά και του «κάτω» ή και των τυπικών ομάδων Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού (αυτές αναφέρονταν μόνο και όχι άλλες), σε αναμετρήσεις είτε στην πλατεία, είτε σε μπαΐρια (δηλ. χέρσα χωράφια) και με μερικές πέτρες, τσάντες, μπλούζες ή οτιδήποτε πρόχειρο υπήρχε, που έπαιζαν τον ρόλο των δοκαριών και το γήπεδο ήταν έτοιμο. Μοναδικό πρόβλημα τώρα, ήταν ο ορισμός για το πού θα υπήρχε το οριζόντιο δοκάρι. Εκεί λύσεις δεν υπήρχαν, οπότε οριζόντιο ήταν το νοητό σημείο που έφταναν τα χέρια του τερματοφύλακα, όταν εκείνος έκανε ένα επιτόπιο άλμα. Όταν κάποιος έκανε ένα ψηλό σουτ και η μπάλα περνούσε πάνω από τον τερματοφύλακα, τότε είχαμε και την πρώτη διαφωνία. Μπορούσε να τη φτάσει, όχι δεν μπορούσε. Πέρασε από δίπλα του, όχι πέρασε μισό μέτρο από πάνω του. Άκρη δεν έβγαινε (ούτε ριπλέι υπήρχε, ούτε ... Βαρούχας), οπότε μπορεί να γινόταν και κανένας ψιλός τσακωμός. Αλλά όλα, μέσα στο παιχνίδι ήταν....
Ακολουθούσε η σύνθεση της κάθε ομάδας. Αν οι ομάδες δεν ήταν έτοιμες από πριν, επιστρατεύονταν και πάλι τα «βηματάκια», με τη μόνη διαφορά πως, δύο παίκτες κατευθύνονταν τώρα, ο ένας πάνω στον άλλον. Όποιος πάταγε πρώτος τη μύτη από το παπούτσι του άλλου, ξεκίναγε διαλέγοντας πρώτος παίχτη, μετά σειρά είχε ο χαμένος της διαδικασίας και ούτω καθεξής.
ΚΑΝΟΝΕΣ
Το ότι παίζαμε στην πλατεία ή στα μπαίρια, δεν σήμαινε πως δεν υπήρχαν κανόνες. Δεν ήταν... «μπάτε σκύλοι αλέστε». Υπήρχαν αρκετοί πρωτότυποι κανόνες: α) Στα 3 κόρνερ κέρδιζες πέναλτι. β) Απαγορευόταν, όταν έφτανες μπροστά στο τέρμα, να χτυπήσεις την μπάλα με δύναμη, για να μη τραυματίσεις τον τερματοφύλακα. γ) Επειδή κανείς δεν ήθελε να «κάτσει τέρμα» (να παίζει δηλ. τερματοφύλακας), συχνά επιστρατεύονταν η λύση του «μπακό – τερμα» (όπου ο τερματοφύλακας την «έβλεπε» σαν μια μείξη Μιχαήλ – Βαλαώρα και μπορούσε να πραγματοποιήσει μια επέλαση από το τέρμα του, μέχρι την αντίπαλη περιοχή και να βάλει γκολ). δ) Οι αγώνες να διακόπτονται (για να παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες με το νερό της βρύσης), όταν τα γόνατα ή τα πόδια μάτωναν στα χώματα και στις πέτρες. ε) Δεν περιλαμβάνονταν το «φυσικό εμπόδιο» {ο κορμός του δέντρου που έβγαινε λίγο πιο έξω από τη νοητή γραμμή του άουτ ή κάποιο μέρος του σώματος ενός περαστικού (σιγά μη σταματούσε ο αγώνας, επειδή περνούσε κάποιος εκείνη τη στιγμή)}. στ) Όταν ο αγώνας έφτανε στην κρίσιμη ώρα και έπρεπε να λήξει, κάποιος φώναζε «τελευταία φάση» και όλοι συμφωνούσαν πως, είτε έμπαινε γκολ, είτε όχι, όλα τελείωναν εκεί. ζ) Απαγορεύονταν οι «βολίδες» (τα δυνατά δηλ. σουτ, που έσπαγαν τα παρακείμενα παράθυρα) και τέλος η) Ο κανόνας των κανόνων, αυτός που ήταν πάνω απ’ όλα.
Για να ισχύσουν όλα τα παραπάνω, θα έπρεπε ρητά και κατηγορηματικά, να έχουν συμφωνηθεί από πριν. Αν δεν είχε γίνει αυτό, τότε υπήρχε το «ε, αυτό δεν το είχαμε πει από την αρχή». Αυτή ήταν και η αιτία, για να ξεσπάσουν οι μεγαλύτεροι τσακωμοί, εντός του αγωνιστικού χώρου.
Για διαιτησία ούτε λόγος, το σουτ ήταν πολύ ψηλό για τον κοντό τερματοφύλακα, ο οποίος σήκωνε επιδεικτικά το χέρι του, λέγοντας: «πολύ ψηλά», άουτ η μπάλα και οι τσακωμοί πολύ συχνοί για το «φάουλ που δεν ήταν» ή για το «χτύπημα στο πόδι», γι’ αυτό και πολλές φορές ο αγώνας δεν τέλειωνε ποτέ κανονικά, αλλά διακόπτονταν. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να σας ενημερώσω και μη σας φανεί περίεργο, ότι υπήρχε και «ασφαλιστική κάλυψη». Την είχε αναλάβει, όπως πάντα, ο πατέρας. Μετά από κάθε τραυματισμό, φρόντιζε «προς γνώση και συμμόρφωση», να μας περιποιείται δεόντως (το απαιτούμενο ξύλο ή το κλείσιμο μέσα), αλλά εμείς το δικό μας ....(ο μπενάκης και ο βγενάκης). Την άλλη μέρα τα ίδια και μπορεί και χειρότερα, αρκεί να είχαμε μπάλα και δεν πείραζε που πηγαίναμε νύχτα στο σπίτι, καταϊδρωμένοι, ματωμένοι και με σχιμένα ρούχα. Ξέραμε ότι, όλο και κάποιος θα μας κάλυπτε, είτε η μάνα, είτε η γιαγιά.
Γυρνώντας και πάλι το ρολόι του χρόνου προς τα πίσω, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ και στα «άλμπουμ» που φτιάχναμε σαν παιδιά, με τις φάσεις και τα γκολ των ποδοσφαιρικών ομάδων της αρεσκείας μας και που μας μετέφεραν νοητά στα μεγάλα γήπεδα της πατρίδας μας, την εποχή εκείνη. Βάζουμε μια τελεία εδώ.....
Το ποδόσφαιρο εκείνης της εποχής, είναι πλέον σκονισμένο από τα χρόνια που πέρασαν από πάνω του. Όλη η αθωότητα, τα σκισμένα ρούχα και τα ματωμένα γόνατα χάθηκαν κι αυτά, όπως τόσα και τόσα άλλα πράγματα, από εκείνη την εποχή. Μακάρι να ήμουνα πάλι παιδί και να έπαιζα αυτό το παιχνίδι, γιατί το μοναδικό αίσθημα που ένιωθα, ήταν ότι ήμουν ελεύθερος.
Ας το παραδεχτούμε: Όσα γηπεδάκια (5χ5 ή AEL FC ARENA) και να μας δώσουν εμάς σήμερα, το ποδόσφαιρο της πλατείας ή του χέρσου χωραφιού, θα έχει πάντα μια θέση μέσα στην καρδιά μας…