την άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
να σχίσουν τα σπαθιά
κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς
εδώθε με τον χάρο».
Διον. Σολωμός: «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»
Δεν ξέρω, αν οι σύγχρονοι ξερόλες, οι εξ επαγγέλματος αμφισβητίες, οι εκσυγχρονιστές και οι αρνητές των πάντων άφησαν έξω από τη διαβρωτική μανία, το μέγιστον των Ελλήνων κατόρθωμα, την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου.
Η έξοδος αυτή αποτελεί τον μεγαλύτερον λαμπυρίζοντα αδάμαντα, της Επανάστασης του ’21. Γιατί περισσότερο από κάθε άλλο γεγονός, συμπυκνώνει τον βαθύ έρωτα για τη λευτεριά και την ολοκληρωτική θυσία για την εθνική μας ανεξαρτησία.
Το Μεσολόγγι, χερσαίος, αλλά και θαλάσσιος προμαχώνας, του ξεσηκωμένου γένους γίνεται κάρφος οφθαλμού και κόκκινο πανί, για τις ορδές των Τούρκων. Πολλές φορές επιχείρησαν να αλώσουν την πόλη, αλλά μάταια. Πάντα η πίστη στον Θεό και στην Πατρίδα απωθούσαν, τα βάρβαρα στίφη. Ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης με χιλιάδες στρατό, κουρέλιασαν την αξιοπρέπειά τους παρά τη ρητή εντολή της Πύλης: «Την πόλιν ή την κεφαλήν σας».
Ετούτη όμως τη φορά, οι πολιορκημένοι δείχνουν σημάδια κάμψης έπειτα από πολύχρονη ασφυκτική πολιορκία.
Αποκλεισμένοι από ξηρά και θάλασσα. Στερημένοι από τροφές και νερό. Αποδεκατισμένοι από τους συνεχείς τουρκικούς βομβαρδισμούς. Λαβωμένοι από την εγκατάλειψη της πόλης. Ψυχή της πόλης ο Ρατζικότσικας, που διακρινόταν για τη μεγάλη του ικανότητα, τη δράση και τη μόρφωσή του. Οι 6.000 μαχητές και γυναικόπαιδα, απέναντι σε 15.000 τούρκικο ασκέρι.
Οι Τούρκοι διέβλεπαν τα προβλήματα των πολιορκημένων, αλλά δεν μπορούσαν να τους κάμψουν. Πολλές φορές προσπάθησαν να συνάψουν μια συνθήκη, να τους ξεγελάσουν, να τους φοβίσουν. Αλλά οι θαρραλέοι, ξεμύτιζαν από τις ντάμκες και τους προμαχώνες και θέριζαν τον εχθρό. Στις προτάσεις να παραδοθούν απαντούσαν σαν άλλοι Σπαρτιάτες: «Τα κλειδιά της πόλης είναι κρεμασμένα στις μπούκες των κανονιών μας. Ελάτε να τα πάρετε». Αλλά η φθορά συνεχής και μεγάλη. Κάθε ελπίδα βοήθειας από ξηρά ή θάλασσα εξέλιπε. Ημέρες φόβου και αγωνίας. Οι κυβερνήτες μας στο Ναύπλιο, κατατρύχονταν από διχαστικές τάσεις, ίντριγκες και φιλαρχίες.
Είχαν ξεχάσει τον χειμαζόμενο και ψυχορραγούντα συνέλληνα του Μεσολογγίου. Από μια επιστολή του Μάγιερ μαθαίνουμε πως: «... Τρεφόμεθα με ακάθαρτα ζώα. Υποφέρομεν φριχτά από πείναν, δίψαν διαφόρους ασθένειας. 1.500 αδελφοί μας έχουν ήδη αποθάνει. Πάνω από 100 χιλ. βόμβες κατέστρεψαν προμαχώνες και οικίες. Παρά ταύτα παραμένει αξιοθαύμαστον το θάρρος και το φρόνημα της φρουράς. Εις ολίγος ημέρας όλοι οι μαχητές, θα είναι σκιαί μαρτύρων, ενώπιον του Θεού, αλλά και της αδιαφορίας, του χριστιανικού κόσμου. Ζώμεν τας τελευταίας μας ημέρας. Τρεφόμεθα με γάτας και σκύλους. Η γη άνυδρη και ξηραμένη. Με φύκια επιζώμεν. Ετελείωσαν τα ποντίκια και τα βατράχια εξέλιπον λόγω λειψυδρίας...».
Ας διαβάσουν οι σύγχρονοι Έλληνες τούτη την απεγνωσμένη κραυγή, για να μην ξεχνούν το χρέος προς εκείνους.
Η ηρωική έξοδος αποφασίστηκε για τη νύχτα του Σαββάτου 10 Απριλίου του 1826. Της ηρωικής εξόδου, προηγείται η παλλαϊκή απόφαση. Να ένα συγκινητικό κομμάτι, που πολλοί ίσως το αγνοούν.
«Έν ονόματι της Αγίας Τριάδος (...) ότι εκπληρώσαμε το χρέος μας ως πιστοί στρατιώτες της πατρίδος μας εις την στενήν πολιορκίαν ταύτης και ότι εάν μίαν ημέραν υπομείνομεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι. Θεωρούντες εκ του άλλου, ότι μας εξέλιπεν πάσα ελπίς, βοήθειας και προμηθείας από θαλάσσης και ξηράς, ώστε να δυνηθώμεν να βαστάζωμεν, ενώ είμεθα νικηταί του εχθρού, απεφασίσαμε ομοφώνως. Η έξοδος να γίνει βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός, της 10ης Απριλίου, ημέραν Σάββατον και αξημέρωτα των Βαΐων ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια».
Λεπτομέρειες δόθηκαν σε μαχητές και φαμελίτες, για την εύρυθμο έξοδο. Με εντολή της εξουσίας, πριν ξεκινήσουν έδιναν αφιόνι στα παιδάκια, για ν’ αποκλείσουν τα κλάματα, που θα πρόδιδαν την έξοδο. Ο Επίσκοπος Ιωσήφ κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων 2.000 άτομα. Στιγμές τραγικές όσο και συγκλονιστικές. Βαριά και ασήκωτη εκείνη η νύχτα. Οι Πύλες εξόδου άνοιξαν.
Οι Τούρκοι όμως, ενημερωμένοι από έναν Βούλγαρο προδότη για την έξοδο πέφτουν με λύσσα πάνω τους και τους πετσοκόφτουν. Μια φωνή ακούστηκε τότε: «Πίσω, πίσω στα κανόνια μας». Η σύγχυση φέρει την τελική καταστροφή. Άλλοι ορμούν να διαφύγουν. Άλλοι υποχωρούν σε μια πόλη, που καίγεται από τις ανατινάξεις της Πυριτιδαποθήκης του Καψάλη. Η πόλη πνίγεται στο αίμα.
"Κεφαλαίς απελπισμένες
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ’ άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά".
Λίγοι μόλις κατόρθωσαν να φθάσουν στο Ναύπλιο. Μάρτυρες της οδύνης και της εγκατάλειψης. Στο Μεσολόγγι, μόνο ένα σπίτι σώθηκε. Το σπίτι, που γεννήθηκε ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός, ο Σπ. Τρικούπης. Σήμερα είναι Ιστορικό Μουσείο. Όσες γυναίκες και παιδιά σώθηκαν, πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα.
Η ματωμένη έξοδος αφυπνίζει τους Ευρωπαίους. Παράλληλα πολλοί ποιητές, γλύπτες και ζωγράφοι, όπως ο Διον. Σολωμός, η Δημοτική Μούσα, ο Ουγκώ, ο Ντελακρουά, ο Γκάιτε, κ.ά., απαθανάτισαν με τα έργα τους τη δόξα του Μεσολογγίου.
Η ημέρα αυτή πρέπει να μένει ανεξίτηλη στη μνήμη των Ελλήνων. Είναι το μικρότερο χρέος, για το αίμα που χύθηκε από εκείνους για μας. Και η φάρα των αφελών, των ανιστόρητων, των αποχαυνωμένων δήθεν εκσυγχρονιστών, ας σκύψει πάνω σε τούτη τη δοξασμένη έξοδο κι ας βγάλει τα σωστά της συμπεράσματα, για τον ιστορικό ρόλο κλήρου και κοσμικών, που έστησαν την ανεξαρτησία μας.
Από τον Κων/νο Παπακωνσταντίνου