περισσότερο και μας τέρπουν. Είναι όλα αυτά που είπε και ο θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης στο μήνυμά του (τηλεοπτικό) το οποίο απηύθυνε προς τους νέους λίγο πριν τον θάνατό του: «Θα σας συνιστούσα να τραγουδάτε. Όποιος ακούει τη μουσική, γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Ένα καλό βιβλίο, η μουσική, ο καλός κινηματογράφος, όλα αυτά είναι πολιτισμός».
Είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια το βιβλίο του Ι. Καμπανέλλη «Μαουτχάουζεν» και τώρα με τα μέτρα του περιορισμού της κυκλοφορίας, το ξαναδιάβασα. Μαρτυρίες φρίκης του συγγραφέα ο οποίος έζησε κρατούμενος ως όμηρος των Γερμανών στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης-κολαστήριο του Μαουτχάουζεν για περισσότερο από δύο χρόνια.
Επίσης όλοι θα ξέρουν και πιστεύω πως θα έχουν τραγουδήσει τα τέσσερα τραγούδια της «Μπαλάντας του Μαουτχάουζεν» σε στίχους του συγγραφέα που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης το 1965 (Άσμα Ασμάτων, Ο δραπέτης, Ο Αντώνης, Όταν τελειώσει ο πόλεμος).«Ο Αντώνης»
Εκεί στη σκάλα την πλατιά
στη σκάλα των δακρύων
στο Βίντεν Γκράμπεν το βαθύ
στο λατομείο των θρήνων,
Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν
Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν
βράχο στη ράχη κουβαλούν
βράχο σταυρό θανάτου...
..................................................
Ανάμεσα στα άλλα τα φριχτά που έζησε ο συγγραφέας αναφέρεται και σε κάτι το διαφορετικό, στο Πάσχα των καθολικών της 1ης Απριλίου 1945, λίγο πριν καταλάβουν αναίμακτα το στρατόπεδο οι συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι 150 Έλληνες συγκρατούμενοι του συγγραφέα που είχαν απομείνει στο στρατόπεδο μαζικής εξόντωσης του Μαουτχάουζεν, ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα των καθολικών, πληροφορούνται πως οι Ιταλοί κρατούμενοι, οι Τσέχοι και άλλοι είχαν ήδη προμηθευτεί από ένα δέμα με τρόφιμα από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους 150 είχε το θάρρος να πάει στο διοικητήριο για να απαιτήσει από τον αιμοσταγή διοικητή του στρατοπέδου αυτά που δικαιούνταν κι ας μην ήταν αυτήν την Κυριακή το Πάσχα των Ορθοδόξων; Ύστερα από την επιμονή των συγκρατουμένων του αναλαμβάνει την επικίνδυνη αυτή αποστολή ο καλός συγγραφέας μας.
Η επιμονή του να ζητά από τους φρουρούς να δει τον διοικητή, τον έφτασε μέχρι το εσωτερικό του διοικητηρίου (κομμαντατούρ). «Μαρμάρωσα. Αριστερά μου, υψώνονταν σωροί από πακέτα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Πολλά είχαν μουσκέψει απ’ τη βροχή, τα χαρτόνια τους ανοίξανε και είχαν πέσει στις πλάκες κορν μπιφ, πακετάκια βούτυρο, τυριά, γαλέτες, κέικ, τσιγάρα, σοκολάτες, κάρτες με την Παναγία και τον Χριστό». Ενώ παρατηρούσε σχεδόν αφηρημένος τον σωρό με τα πακέτα και τα πεσμένα τρόφιμα στο δάπεδο, ακούει έναν φρουρό που μιλούσε στο τηλέφωνο να λέει και να αναρωτιέται, απαντώντας στον συνομιλητή του στην άλλη άκρη του τηλεφωνικού σύρματος: «… οι Αμερικανοί μπήκαν στο Κλάινμυνχεν;» (γεωγραφική περιοχή κοντά στην πόλη Λιντς της Αυστρίας). Φτάνει επιτέλους στο γραφείο του διοικητή που τον κοιτάζει με άγριο βλέμμα. Σε στάση προσοχής ο Κ. του ζητά να δώσει και στους Έλληνες κρατούμενους από εκείνα τα δέματα που πήραν και οι άλλοι. Αγριεύει εκείνος, τον πιάνει απ’ τον λαιμό με τα χέρια να σφίγγουν, να σφίγγουν, ενώ παράλληλα, διατάσσει στον υπασπιστή του να μοιραστούν τα δέματα και στους Έλληνες. Αφού, ύστερα από το χαλάρωμα των χεριών του αγριάνθρωπου συνέρχεται, φεύγει τρέχοντας να αναγγείλλει το ευχάριστο στους δικούς του που περίμεναν με τόση αγωνία...
Μία μικρή ιστορία που αναδείχτηκε μέσα από το θαυμάσιο βιβλίο του Ι. Καμπανέλλη γι’ αυτούς που ξεχνάνε εύκολα, ας είναι αυτές οι μέρες, μέρες των Παθών.
Βιβλιογραφία
Μαουτχάουζεν, σελ. 151, 153, Το Βήμα, ‘Αλτερ Έγκο