πήγαινε να δει μήπως μπορούσε να περισώσει τίποτα. Ήξερε πως ο πρώτος σεισμός το είχε λαβώσει, δεν ήξερε όμως αν άντεξε και τον δεύτερο σεισμό, αν έμεινε όρθιο.
Χαμογέλασε, πάντα του έλεγε η μάνα του πως τη μέρα που γεννήθηκε έγινε χαλασμός. Πρώτη Μαρτίου του 1941 τότε γεννήθηκε και μόλις αντίκρυσαν τα μάτια του τον κόσμο, η γη συνταράχθηκε από έναν δυνατό σεισμό. Ογδόντα χρόνια μετά, ένας άλλος σεισμός θα τον απομάκρυνε τρομαγμένο από το σπιτικό του. Παρά τις αντιρρήσεις των γύρω του και των οικιών του, έσυρε βαριά τα πόδια του προς το σπίτι του. Δεν ήταν και τόσο μακριά δα από τον ανοιχτό χώρο που τους είχαν φέρει, μία στροφή τον χώριζε μόνο για να το αντικρύσει ξανά.
Κατά παράξενο τρόπο και μόνο με τη σκέψη πως θα το ξαναέβλεπε έγινε πιο γαλήνιος. Ο δρόμος έρημος σιωπηλός, προχωρά αργά, κοντοστέκεται για λίγο στην εκκλησιά τους, μισογκρεμισμένη κι αυτή, από πού να πάρει δύναμη; Τα μάτια του μένουν στεγνά, θέλει να κλάψει, αλλά δεν μπορεί. Κοντεύει, να το, έφτασε κιόλας, σχεδόν είναι ένας σωρός από ερείπια, ένας σωρός από πέτρες, ένας τοίχος μόνο μένει αγέρωχος και η σκεπή του έχει και αυτή η μισή υποχωρήσει. Ένα δέντρο γέρνει πάνω του και το σκεπάζει, το αγκαλιάζει και καλυτερεύει την εικόνα στα μάτια του. Βλέπει τα γκρεμισμένα πορτοπαράθυρά του και συγκινείται, παραμερίζει τα κλαδιά και φτάνει μπροστά στην ξύλινη εξώπορτα που κάποτε κάθονταν ο ίδιος. Μπαίνει μέσα με τον νου του και ακούει χαρούμενες παιδικές φωνές και έξαφνα γεμίζει ζωή το σπίτι του. Μπαίνει μέσα, μπαίνει με τον νου του, στο σπίτι που είχε λικνιστεί ως βρέφος, εκεί που τα μεσημέρια των επιστροφών του, τα όνειρά του προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από κάθε χαραμάδα προς τον έξω κόσμο. Εκεί που ζωγράφισε τα πρώτα του όνειρα. Ξαναβλέπει τον ξύλινο σοφά τους, την εσωτερική τους κάμαρα, τα έντονα χρώματά της, ακριβώς όπως ήταν.
Κάποιοι έφτασαν πολύ γρήγορα κοντά του, θέλουν να τον απομακρύνουν, του φωνάζουν. Στέκει ακίνητος, ακλόνητος, τα πόδια του θαρρείς πως έχουν ριζώσει εκεί, δεν τα καταφέρνουν.