Του Νικόλαου Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Όταν μετά την συνθήκη του Βερολίνου του 1878 ενσωματώθηκε η Θεσσαλία στο ελληνικό κράτος (1881), η Λάρισα δεν είχε να επιδείξει σπουδαία και σύγχρονα με την εποχή κτίρια, αν εξαιρέσει κανείς το τουρκικό Διοικητήριο στη σημερινή κεντρική πλατεία(1).
Το νέο σχέδιο πόλεως που άρχισε να εκπονείται το 1883 υιοθέτησε σύγχρονα ρυμοτομικά πρότυπα, καθώς και νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία στη δόμηση όχι μόνον των δημόσιων κτιρίων αλλά και των ιδιωτικών κατοικιών. Για τη Λάρισα ήταν τότε η εποχή της ραγδαίας αλλοίωσης των αναλογιών του πληθυσμού. Η μαζική αποχώρηση του οθωμανικού στοιχείου απογύμνωσε κατά ένα μέρος την πόλη. Όμως η προσδοκώμενη ανάπτυξή της αποτέλεσε πόλο έλξης πληθυσμών όχι μόνον από τις γύρω ορεινές περιοχές, αλλά και από διάφορα μέρη της Ελλάδος. Τα νέα πληθυσμιακά δεδομένα και το εγκεκριμένο από την πολιτεία νέο σχέδιο πόλεως μετατόπισε το κέντρο της διοικητικής, εμπορικής και κοινωνικής ζωής στην περιοχή της κεντρικής πλατείας Θέμιδος. Έτσι σε λίγα χρόνια και στις τέσσερες πλευρές της πλατείας αυτής είχαν ανεγερθεί εντυπωσιακά κτίρια με έντονα τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, δάνειο από τα αντίστοιχα κτίρια που κόσμησαν την ελληνική πρωτεύουσα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ήταν το ξενοδοχείο «Στέμμα» και η «Λέσχη Ασλάνη» βόρεια, η Εθνική Τράπεζα και το μέγαρο Καρανίκα δυτικά, η Εμπορική Τράπεζα και το Διδασκαλείο νότια, το καφενείο «Νέος Κόσμος» ανατολικά και άλλα.
Το 1908 στη νότια πλευρά της πλατείας Θέμιδος και δίπλα από το σημερινό κτίριο της Εμπορικής Τράπεζας, τέθηκε από τους επιχειρηματίες αδελφούς Αθανάσιο και Δημήτριο Μποσινιώτη ο θεμέλιος λίθος(2) ενός νέου μεγάρου, που έμελλε να είναι για χρόνια το ψηλότερο κτίριο της Λάρισας. Όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του, όλο το οικοδόμημα αποτελούνταν από υπερυψωμένο υπόγειο, γι’ αυτό και η πρόσβαση στο ισόγειο γίνονταν με τη βοήθεια τεσσάρων σκαλοπατιών. Ακολουθούσε το ισόγειο, το οποίο έφερε στην πρόσοψη πέντε μεγάλα ανοίγματα με φεγγίτες. Τα τέσσερα απ’ αυτά αντιστοιχούσαν στο κατάστημα, ενώ το πέμπτο αποτελούσε την είσοδο για τους επάνω δύο ορόφους. Κάθε όροφος είχε πέντε συμμετρικά ανοίγματα (πόρτες) με στενούς εξώστες, πλαισιωμένους από μεταλλικά κιγκλιδώματα. Περιμετρικά της στέγης υπήρχε μαρμάρινο κιγκλίδωμα, το οποίο διακόπτονταν κατά διαστήματα από χαμηλά κολονάκια. Η σκεπή καλύπτονταν με κεραμίδια και σε ένα σημείο εξείχε μικρό υπερώο. Αρχιτεκτονικά το κτίριο εμφάνιζε σε ολόκληρη την πρόσοψή του σαφή νεοκλασικά στοιχεία, αναπτυγμένα σε ήπια μορφή. Το κτίριο ονομάσθηκε «Πανελλήνιον».
Το ισόγειο κατάστημα αρχικά χρησιμοποιήθηκε για ένα διάστημα από τους ιδιοκτήτες αδελφούς Μποσινιώτη σαν Ζυθοπωλείο(3). Το εσωτερικό του το διακόσμησαν με βαρύτιμα έπιπλα και τεράστιους καθρέπτες, οι οποίοι μάλιστα είχαν αγορασθεί από τη Βιέννη. Ένας εξ αυτών ο μεγαλύτερος είχε ωραία και καλοδουλεμένη σκαλιστή κορνίζα(4). Ο χώρος είχε τον χαρακτήρα οικογενειακού κέντρου και αποτελούσε το εντευκτήριο της υψηλής κοινωνίας της Λάρισας.
Όταν αργότερα οι αδελφοί Μποσινιώτη περιορίσθηκαν στην εκμετάλλευση του ξενοδοχείου με την επωνυμία «Πανελλήνιον», το κατάστημα νοικιάσθηκε στους αδελφούς Λαγαρία, οι οποίοι είχαν έλθει πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και το λειτούργησαν με την ίδια ονομασία ως Καφεζαχαροπλαστείον. Με τη δημιουργία της «Ποτοποιίας αδελφών Λαγαρία» στην οδό Αλεξάνδρας (σημερινή Κύπρου) απεχώρησαν, και τη λειτουργία του καταστήματος ανέλαβε το 1919 ο Κωνσταντίνος Πάλτσος, δεινός επιχειρηματίας από τα Αμπελάκια. Αυτός άλλαξε τελείως τη φυσιογνωμία του καταστήματος στο εσωτερικό του και το μετονόμασε σε «Ντορέ»(5). Χάρη στην πολυτελή του εμφάνιση συγκέντρωνε όλη την καλή κοινωνία της Λάρισας. Επίσης αξιοποίησε μέρος της μεγάλης αυλής που υπήρχε στο πίσω μέρος του κτιρίου και με ελαφρά δόμηση κατασκεύασε αίθουσα θεάτρου και βωβού κινηματογράφου. Η αίθουσα αυτή, αν και πρόχειρη, γνώρισε μεγάλες δόξες και απ’ αυτήν παρέλασαν όλα τα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και της μουσικής των Αθηνών, τα οποία μεσουρανούσαν την περίοδο εκείνη του μεσοπολέμου. Οι χοροεσπερίδες γίνονταν στην κυρίως αίθουσα, ανεπτυγμένη μέχρι και την αίθουσα του θεάτρου. Τα καλοκαίρια το Καφεζαχαροπλαστείο άπλωνε τα τραπεζάκια του στο δρόμο μπρος από το κατάστημα και στον αναλογούντα σ’ αυτό χώρο της πλατείας.
Το 1930 ο Κώστας Πάλτσος παραιτήθηκε και τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο Μήτσος Βρεττόπουλος(6), αγοράζοντας όλη την επίπλωση και τα σκεύη του καταστήματος. Άλλαξε την ονομασία του σε «Πανελλήνιον», όπως ονομάζονταν εξ’ άλλου από την αρχή και το ξενοδοχείο, ονομασία η οποία διατηρήθηκε μέχρι τον Απρίλιο του 1976, όταν πια διέκοψε τη λειτουργία του. Μετά από επτά χρόνια (1937) απεχώρησε και ο Βρεττόπουλος και τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο Μήτσος Γάβρος, ο οποίος μέχρι τότε εργαζόταν ως σερβιτόρος.
Ο σεισμός και οι βομβαρδισμοί του Μαρτίου του 1941 έπληξαν σοβαρά το κτίριο. Ο επάνω (τρίτος) όροφος καταστράφηκε και γκρεμίσθηκε. Έτσι το ξενοδοχείο σταμάτησε να λειτουργεί, ενώ το ισόγειο κατάφερε κατά τα χρόνια της κατοχής να λειτουργήσει υποτονικά, όμως το 1943 επιτάχθηκε από τους Γερμανούς. Μετά τον πόλεμο το καφενείο «Πανελλήνιον» συντηρήθηκε, ανακαινίσθηκε και λειτούργησε με πελάτες κυρίως επιστήμονες, συνταξιούχους, αλλά και πολιτικούς. Ιστορικές έχουν μείνει οι πολιτικές συζητήσεις των θαμώνων του, το λεγόμενο «κασάνι», κυρίως κατά τις προεκλογικές περιόδους. Το καφενείο παρέμεινε εν λειτουργεία μέχρι τον Απρίλιο του 1976.
Στους δύο ορόφους οι αδελφοί Μποσινιώτη ανέπτυξαν από την αρχή ξενοδοχειακή μονάδα, την οποία λειτούργησαν οι ίδιοι. Από το 1917 παρεχώρησαν την διεύθυνση στους αδελφούς Μίχου. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου θεωρείτο το πολυτελέστερο ξενοδοχείο της πόλης και σ’ αυτό κατέλυαν κατά καιρούς διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής, των γραμμάτων και του καλλιτεχνικού κόσμου. Μετά τον σεισμό του 1941 σταμάτησε τη λειτουργία του επειδή παρέμεινε μόνο ο πρώτος όροφος. Σ’ αυτόν στεγάσθηκε η οικογένεια του ιδιοκτήτη Αθαν. Μποσινιώτη και ορισμένα γραφεία. Το 1978 ολόκληρο το κτίριο κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κτίσθηκε πολυώροφη οικοδομή, αρχιτεκτονικά απρόσωπη.
Έτσι ένα όμορφο κτίριο το οποίο συνδέθηκε στενά με την ιστορία της Λάρισας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα χάθηκε και μένουν απ’ αυτό μόνον οι αναμνήσεις, κάποιες φωτογραφίες και ορισμένες δημοσιεύσεις να συντηρούν τη μνήμη του(7).
(1). Είχε κτισθεί λίγο πριν (1876) από έλληνα αρχιτέκτονα πάνω σε νεοκλασικά αρχιτεκτονικά σχέδια και βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία της πλατείας, απέναντι από το σημερινό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Μετά την απελευθέρωση στέγασε τα Δικαστήρια, γι’ αυτό ονομάσθηκε «Θέμιδος Μέλαθρον» και ο χώρος που το φιλοξενούσε «Πλατεία Θέμιδος». Το ωραίο αυτό κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά τον Ιανουάριο του 1905.
(2). Κατά την κατεδάφιση του κτιρίου το 1978 για την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής βρέθηκε ο θεμέλιος λίθος, ο οποίος έφερε τη χρονολογία 20 (10) 1908. Το 2006 το ζεύγος Καλλιατζόπουλου, απόγονοι του πρώτου ιδιοκτήτη του κτιρίου Αθανασίου Μποσινιώτη, τον δώρισαν στο Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας.
(3). Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Αναμνήσεις από ένα κοσμικό κέντρο, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 24ης Μαΐου 1976., σελ. 3.
(4). Ο μεγάλος αυτός καθρέπτης ήταν το «σήμα κατατεθέν» του καταστήματος όλο το διάστημα των 70 περίπου χρόνων (1908-1976) που ήταν η διάρκεια της παρουσίας του στην κοινωνική ζωή της πόλεως. Οι τελευταίοι ενοικιαστές του Μήτσος Γάβρος και Ναούμ Μπάγκος τον δώρισαν το 1976 στον Δήμο Λαρισαίων.
(5). «Ντορέ» ονομάζονταν και το ζαχαροπλαστείον που είχε ανοίξει από το 1914 με τον αδελφό του Δημήτριο Πάλτσο στη διπλανή οικοδομή ιδιοκτησίας Αθανασίου Κατσαούνη, όπως διακρίνεται καθαρά σε φωτογραφία του 1917. Σ’ αυτήν ο γάλλος στρατηγός της Αντάντ M. Sarail χαιρετά από τον εξώστη του ορόφου τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία Θέμιδος, ενώ από κάτω διαβάζουμε στην επιγραφή του καταστήματος του ισογείου: ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ / DORE / Δ. Α. ΠΑΛΤΣΟΥ.
(6). Ήταν γνωστός επιχειρηματίας της Λάρισας και ιδιοκτήτης των ζαχαροπλαστείων «Αίγλη» που ήταν επί της πλατείας Θέμιδος και «Κυβέλεια» που στεγάζονταν σε ισόγεια οικοδομή επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας (σημερινή Παπαναστασίου), απέναντι από το ξενοδοχείο «Διβάνη Παλλάς». Μεταπολεμικά ανασύστησε και μεταμόρφωσε το κέντρο Αλκαζάρ, το οποίο επί διευθύνσεώς του (1947-1952) άφησε εποχή.
(7). Κόντσα Κωνσταντίνα, Καφεζαχαροπλαστείον «Πανελλήνιον»: Ένας αθέατος μικρόκοσμος της νεότερης ιστορίας της Λάρισας, Πρακτικά 7ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών με θέμα «Η Λάρισα από την απελευθέρωση της (1881) μέχρι το 1940», Λάρισα 22 Οκτωβρίου 2011, Λάρισα (2013) σελ. 235-255.