Δύσης (σε αυτές συμπεριλαμβάνουμε και τη Ρωσική Αυτοκρατορία, παρά τη γεωγραφική της απόκλιση από τη Δύση...).
Η έκβαση του Αγώνα των Ελλήνων θα ήταν αβέβαιη, εάν οι αποκληθείσες Μεγάλες και αργότερα Προστάτιδες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) δεν έβαζαν το χεράκι τους στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827) καταγάγοντας συντριπτική νίκη επί του οθωμανικού στόλου.
Η πρωθύστερη αυτή διαπίστωση δεν επιδέχεται βέβαια αμφισβήτησης. Η Ελληνική Επανάσταση μετά την ανάληψη δράσης από τον Ιμπραήμ ψυχορραγούσε και οι ελάχιστες εστίες της στον Μοριά έσβηναν ή μία μετά την άλλη από την επέλαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων.
Ωστόσο, η σωτήρια επέμβαση των Ευρωπαίων δεν προέκυψε αυθορμήτως. Χρειάστηκε οι Έλληνες επαναστάτες να επιστρατεύσουν όλη τη διπλωματική τους μαεστρία ώστε να συμπαρασύρουν τους ισχυρούς της Ευρώπης στο πλευρό τους, αν και ξεκίνησαν από πολύ δύσκολη αφετηρία.
Κι εδώ ακριβώς συνίσταται το παράδοξο: στην Ευρώπη που σχηματίστηκε μετά το πέρας των Ναπολεόντειων Πολέμων, η καταδίκη κάθε επαναστατικού κινήματος ήταν δεδομένη. Οι επαναστάτες όμως όχι μόνο κατόρθωσαν να αποτινάξουν γρήγορα από πάνω τους τη «ρετσινιά» του Ιακωβίνου, του σχεδόν αναρχικού ριζοσπάστη επαναστάτη με σύγχρονους όρους, αλλά και να προσεταιριστούν τους ισχυρούς της Ευρώπης νομιμοποιούμενοι ως ισότιμοι συνομιλητές τους (λ.χ. στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη του αγγλικού δανείου το 1824).
Οι φρικαλεότητες βέβαια στις οποίες επιδόθηκαν κατά περίπτωση οι Οθωμανοί μετά την έκρηξη της Επανάστασης προκάλεσαν τη συμπάθεια των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς τον αγώνα των Ελλήνων και συνετέλεσαν στη δημιουργία φιλελληνικού ρεύματος, η διεθνοποίηση, ωστόσο, του ελληνικού ζητήματος την εποχή εκείνη αποτελεί αναμφίβολα αξιοσημείωτη επιτυχία.
Στη διάρκεια της Επανάστασης, κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια της, οι πολλές αλληλοσυγκρουόμενες πολιτισμικές και τοπικές ταυτότητες των επαναστατημένων Ελλήνων κατόρθωσαν σε μεγάλο βαθμό να συγκεραστούν. Ο κοσμοπολιτισμός των λογίων της διασποράς και των φαναριωτών συνταιριάστηκε με την πολεμική επιδεξιότητα των οπλαρχηγών και την ηγετική προσωπικότητα και προσαρμοστικότητα των προκρίτων. Βέβαια, οι αντιθέσεις που προϋπήρχαν εμφανίστηκαν στην πορεία του Αγώνα, γεγονός όμως που συνέβη στα περισσότερα από τα επαναστατικά κινήματα εθνικής αυτοσυνειδησίας που ξέσπασαν αργότερα στην Ευρώπη.
Το μήνυμα που εξέπεμψε το σύνολο των επαναστατημένων, του κυρίως ελλαδικού χώρου αλλά και της διασποράς ως ενιαίας οντότητας, προσλήφθηκε από τα ισχυρά κράτη της Δύσης, που άρχισαν σταδιακά να μεταβάλλουν τη στάση τους έναντι του Αγώνα των Ελλήνων.
Προς την κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερη σημασία είχε η εκτίμηση των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των μετ’ έπειτα Προστάτιδων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτήν τη φορά, οι επαναστάτες διείδαν τις αντιθέσεις μεταξύ των ισχυρών της Δύσης και τις εκμεταλλεύτηκαν προς όφελός τους σε αντίθεση με το παρελθόν που συχνά ετίθεντο αναφανδόν υπέρ μιας και μόνης ισχυρής δύναμης, συνηθέστατα υπέρ της Ρωσίας, με ατυχείς συνέπειες για τις επαναστατικές ενέργειες που αναλάμβαναν αλλά και για την επιβίωση των ίδιων (λ.χ. η εξέγερση των Ορλωφικών το 1770).
Προφανώς, ο συνυπολογισμός των συμφερόντων των ισχυρών κρατών και της ισορροπίας των δυνάμεων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας ή αποτυχίας για ριψοκίνδυνα και παράτολμα εγχειρήματα όπως η έκρηξη της Επανάστασης του 1821. Στην πορεία της μακράς διαδικασίας εθνικής ολοκλήρωσης αντιληφθήκαμε ότι οι προθέσεις των δυτικών συμμάχων μας δεν ήταν πάντα τόσο «αγαθές» όσο προβάλλονταν στην αρχή από εκείνους ούτε οι ίδιοι εμφανίζονταν πάντα έμπρακτα ευγνώμονες για τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού που μεταλαμπαδεύτηκαν στη Δύση κατά την Αναγέννηση.
Σε αντίστιξη, λοιπόν, με τη δράση Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας για την ευνοϊκή έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης, η Μικρασιατική Καταστροφή επιβεβαίωσε την κατ’ επιλογή και περίσταση (a la carte) αμφιταλαντευόμενη στάση των θεωρούμενων ως παραδοσιακών συμμάχων της Ελλάδας. Εσχάτως, η συμπεριφορά της φίλης Γαλλίας του Εμανουέλ Μακρόν στο ζήτημα της επιβολής ευρωπαϊκών κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας για προκλητικές ενέργειες απέναντι στην Ελλάδα, στο σχετικά πρόσφατο συμβούλιο των Ευρωπαίων ηγετών...
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να μην εξαπατά και αποχαυνώνει τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες της χώρας η «συνήθης» «ευγενής μας τύφλωση» αλλά να ακολουθούμε το παράδειγμα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 σε πρωτοβουλίες που το αποτέλεσμά τους δικαιώθηκε από τις εξελίξεις.
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο-δρα Ιστορίας Α.Π.Θ.