και εξωτερικές, αλλά - το κυριότερο - να έρθει στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας. Πιο συγκεκριμένα: εκεί όπου ο Μαυροκορδάτος και οι συν αυτώ μετέρχονταν κάθε μέσο εναντίον της ενότητας των Ελλήνων, εκεί ακριβώς σήκωσαν δύο ήρωες πατριώτες το στρατηγικό και πατριωτικό τους ανάστημα για να σωθεί ο Αγώνας και το Έθνος.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης είναι ο άνθρωπος που μέσα στην καρδιά του και το μυαλό του περιέλαβε την ιδέα της Ελληνικής Επαναστάσεως. Βλέπει προς το Έθνος και μόνο. Ο Γ. Καραϊσκάκης είναι ο άνθρωπος που ταύτισε τον εαυτό του με το Έθνος και έγινε ο ίδιος η σημαία της Επανάστασης. Κι ήταν για την Ελλάδα ευτύχημα το γεγονός ότι οι δύο αυτές προσωπικότητες συνέπεσε να υπάρξουν ακριβώς σε ’κείνη τη χρονική συγκυρία, που η επανάσταση του Έθνους δοκιμαζόταν με τον χειρότερο τρόπο από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες και χτυπιόταν από κάθε είδους αντιξοότητα. Ευτύχημα βεβαίως ήταν που μέχρι και το 1827 και οι δυο τους στην καταδίωξη που υπέστησαν κατά τα έτη 1824-1825 γλίτωσαν ως εκ θαύματος τον θάνατο από τους ιδιοτελείς καιροσκόπους που διατείνονταν ότι κυβερνούν την Ελλάδα, ώστε να σώσουν την Επανάσταση από βέβαιο θάνατο. Είναι τόσα πολλά τα κοινά των δύο ανδρών, ώστε να φαίνονται ιστορικά ότι ο ένας αποτελεί το συμπλήρωμα του άλλου. Γεννημένοι στρατηγικές ιδιοφυίες και οι δυο τους, αν και αγράμματοι. Αγνοί και τίμιοι πατριώτες, ανιδιοτελείς αγωνιστές, έδωσαν τα πάντα για την Ελλάδα.
Έχει διασωθεί κοινή δήλωση, που αποτελεί μυστική συμφωνία των πολεμικών αρχηγών για την ένωσή τους στον Αγώνα. Στη δήλωση αυτή έχουν υπογράψει ο Κολοκοτρώνης ως εκπρόσωπος των στρατιωτικών της Πελοποννήσου και δέκα Ρουμελιώτες με επικεφαλής τον Γ. Καραϊσκάκη. Ορίζανε τα εξής: «1. Όλα τα εισοδήματα να τα συνάζει μία επιτροπή και να τα δίνει στα στρατεύματα, ανάλογα με την αξία τους. 2. Η εθνική γη, στο μέρος εκείνο της Ελλάδας που θα ελευθερωνόταν, να μοιραστεί σε όλους όσους πολέμησαν αδιαφόρετα από ποιο μέρος κατάγονταν. 3. Να γίνουν δύο εκστρατείες, μία στη Στερεά, για να σωθεί η Αθήνα, κι η άλλη στον Μοριά ενάντια στον Μπραΐμη». Τούτη η συνάντηση φυσικό και επόμενο ήταν να μην αρέσει στους πολιτικάντηδες, αλλά οι δύο οπλαρχηγοί, ο ένας για τον άλλο έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό και σεβασμό. Ο μεν Καραϊσκάκης θεωρούσε τον Κολοκοτρώνη ως το κατεξοχήν στρατηγικό πρότυπο, ο δε Κολοκοτρώνης αναγνώριζε στο πρόσωπο του Καραϊσκάκη τον φύσει και θέσει αρχιστράτηγο των ελληνικών δυνάμεων. Και τον εμπιστευόταν και τον στήριζε σε κάθε του ενέργεια. Ίσως ο Γέρος του Μοριά και να ένιωθε μεταμέλεια, που δεν είχε ακούσει τον Ανδρούτσο, όταν εκείνος του φώναζε να βγάλουν απ’ τη μέση όλα τα τρωκτικά της Ελλάδας, και εκδηλώνει έτσι την αμέριστη συμπαράστασή του εκ των υστέρων στον Καραϊσκάκη. Μάλιστα, όταν στην τελευταία τους συνάντηση ο Ρουμελιώτης του είπε ότι μόνο τον Καποδίστρια θα πρέπει να ψηφίσει η Εθνοσυνέλευση, ο Κολοκοτρώνης έκτοτε το έκαμε σκοπό.
Επιπλέον, κατά την περίοδο που διανύουμε (1825 και εξής) ο καθένας τους έχει στο πλάι του μια γυναίκα. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, ως γνωστόν, είχε χάσει τη σύζυγό του, Κατερίνα, το 1820, ενώ βρισκόταν ακόμη οικογενειακώς στη Ζάκυνθο. Στα 1825, μόλις αποφυλακίστηκε απ’ το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα, όπου κρατούνταν ως «προδότης του έθνους», κατά την κρίση των Κουντουριώτηδων και των συν αυτοίς, σχετίστηκε με μία νεότερή του κατά πολύ, καλόγρια, τη Μαργαρίτα. Την πήρε μάλιστα απ’ το μοναστήρι και την κρατούσε μαζί του, όπου κι αν πήγαινε. Η Μαργαρίτα τού έμεινε πιστή σύντροφος ως το τέλος της ζωής του και μαζί της απέκτησε και έναν γιο, τον οποίο ονόμασε Πάνο, στη μνήμη του πρώτου γιου του που δολοφονήθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο το 1824. Τη Μαργαρίτα βέβαια δεν την παντρεύτηκε, αλλά το παιδί το αναγνώρισε.
Ο Γ. Καραϊσκάκης, του οποίου η σύζυγος Γκόλφω, βρισκόταν στο νησί Κάλαμος με τις δύο κόρες τους, Πηνελόπη και Ελένη, έλαχε να γνωρίσει τη Μαριώ. Η Μαριώ ήταν μωαμεθανή, αλλά βαφτίστηκε χριστιανή και αιχμαλωτίστηκε κατά την άλωση της Τριπολιτσάς. Πολύ αργότερα, την είδε ο Καραϊσκάκης και την πήρε έκτοτε μαζί του. Ντυνόταν με ρούχα αντρικά, έφερε πάντοτε το όπλο της και ο Καραϊσκάκης την αποκαλούσε Ζαφείρη! Η κοπέλα αφοσιώθηκε τόσο πολύ στον Έλληνα πολέμαρχο, που τον προστάτευε από το κάθε τι μέρα και νύχτα, ως τον θάνατό του.
Κοντά στον Καραϊσκάκη έτρεχε στα πεδία των μαχών, στις εκστρατείες, ακόμη και στις μεταβάσεις του αρχηγού για διαπραγματεύσεις. Είχε γίνει το άλλο εγώ του. Μαζί του μάλιστα το 1825 πήγε και στην Κάλαμο, και γνώρισε την Γκόλφω και τις κόρες του Καραϊσκάκη. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι αυτή η επίσκεψη του Καραϊσκάκη στην οικογένειά του ήταν η τελευταία του. Γιατί, όταν εννέα μήνες αργότερα γεννήθηκε ο γιος του, ο Σπύρος, η Γκόλφω πέθανε. Δεν μπόρεσε όμως ο πολέμαρχος να πάει και να δει την οικογένειά του. Παρέμεινε στο στρατόπεδο, όπου τον κρατούσαν οι ανάγκες της πατρίδας. Γι’ αυτόν προείχε η άμυνα της χώρας μπροστά στις επιθέσεις του Κιουταχή και τις μηχανορραφίες του Μαυροκορδάτου. Παρέμεινε στο στρατόπεδο αυτό μέχρι που δολοφονήθηκε στις 22 Απριλίου του 1827. Τον μικρό γιο του δεν τον είδε ποτέ του.
Για την ομάδα Ιστορικής Έρευνας «Δημήτρης Αγραφιώτης» Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος