ιδιότητα και τον χαρακτήρα τους. Και μελετώντας τα κανείς, φτάνει στο σημείο να μην μπορεί να εξηγήσει τέτοιες εμμονές, όταν βλέπει να τις εκδηλώνουν κατά συρροήν απροσκόπτως και αδιαλείπτως άτομα που κατέχουν θέσεις ηγετικές και υπεύθυνες.
Άτομα απ’ τα οποία η κοινωνία προσδοκά το καλύτερο δυνατό. Κι αυτές τις συμπεριφορές τις παρατηρούμε σε ηγέτες που δέχτηκαν ή δέχονται και θετικό και αρνητικό πρόσημο. Και ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση του Αλή Πασά. Και τι δεν έχει γραφτεί για την αντιφατική αυτή προσωπικότητα. Αρκετοί Ευρωπαίοι περιηγητές, που έλαχε να τον γνωρίσουν από κοντά, τον υμνούν και τον εξισώνουν με τον Ναπολέοντα. Άλλοι τον θέλουν ως έναν φωτισμένο ηγέτη, με ευρεία αντίληψη, προικισμένο με ιδέες προοδευτικές τις οποίες εφάρμοζε στην πολιτική του με σκληρότητα, αλλά και δικαιοσύνη.
Εμείς μέσα απ’ την Ιστορία μας γνωρίζουμε έναν τύραννο που στο πρόσωπό του συγκέντρωνε ό,τι το χειρότερο μπορεί να χαρακτηρίσει έναν άνθρωπο που ασκεί εξουσία, βαρβαρότητα, δολοπλοκία, απιστία, ασέλγεια, ανηθικότητα, υποκρισία, φιλοχρηματία και όσα άλλα παρεμφερή μπορεί κανείς να προσθέσει. Κι όμως παρ’ όλα αυτά τον βλέπουμε να υποστηρίζει την ανεξιθρησκία και να προωθεί με όλες του τις δυνάμεις την Ελληνική παιδεία. Και πέρα απ’ αυτά, στην εποχή του τα Γιάννενα αναδείχτηκαν σε κέντρο γραμμάτων, τεχνών και πολιτισμού. Επιπλέον, αυτός ο αιμοσταγής και άφιλος τύραννος, που στη ζωή του ραγιά δεν έδινε καμμιάν αξία, που ασελγούσε κατά τις ορέξεις του σε κοπέλες και αγόρια, που δεν υπάρχει κακό επί γης να μην το έχει πράξει, ανέθρεψε στην Αυλή του αρκετούς οπλαρχηγούς και συχνά συγχρωτιζόταν μαζί τους λες και ήταν φίλοι του πιστοί από παλιά. Εκεί πάλι τους παίδευε με τον χειρότερο τρόπο.
Και εκτός από τις περιπτώσεις αδυναμίας που έδειχνε στον Καραϊσκάκη, στον Βαρνακλιώτη, τον Νούτσο και αρκετούς ακόμα, θα σταθούμε στην αδυναμία που έδειξε στον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Εκτιμώντας τη φιλία του με τον πατέρα του Οδυσσέα, σεβάστηκε και τη μητέρα του Ακριβή και τον ίδιο, που τον πήρε στην Αυλή του παιδάκι 13 ετών και τον φρόντισε σαν να ήταν γιος του και παραπάνω. Τον έκαμε αρματολό, τον πάντρεψε με την οδαλία του Ελένη Καράλη, φρόντισε με διάταγμά του να τον προικίσουν οι κάτοικοι της Ανατολικής Ρούμελης μ’ ένα αμύθητο ποσό που κάποιοι το ανεβάζουν στο 1.000.000 γρόσια και στον γάμο του ξεφάντωσε φωνάζοντας «παντρεύω ορέ τον Οδυσσέα μου...». Αλλά κι όταν πριν λίγα χρόνια ο Καραϊσκάκης είχε κλέψει απ’ το χαρέμι του Αλή την πανέμορφη Γκόλφω, ο τύραννος το διασκέδασε...
Είχε και με τον χριστιανισμό μια ανεξήγητη δεισιδαίμονα ανοχή. Όταν πληροφορήθηκε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακήρυξε άγιο τον Κοσμά τον Αιτωλό, που τον είχε γνωρίσει παλιά, πριν ακόμα γίνει πασάς, και ο καλόγερος Κοσμάς του είπε ότι κάποια μέρα θα γίνει πολύ μεγάλος, ζήτησε να του φέρουν την κάρα του Αγίου να την προσκυνήσει! Του την έφεραν στο σεράι κάτι καλόγεροι, μας λέει ο Δ. Φωτιάδης (Καραϊσκάκης, σελ.33), και αμέσως πήρε την κάρα στα χέρια του και με ευλάβεια την πέρασε από τα γένια του, πράγμα που προκάλεσε κατάπληξη στους καλόγερους και έκαμε τον σεΐχη του Χατζή Σεχρή να τον παρατηρήσει:
- Αμάρτησες, αφέντη μου, αμάρτησες...
Ο Αλής του αποκρίθηκε χωρίς περιστροφές:
- Πω! Είσαι μουρλό, καημένε μου σεΐχη! Νάξερες, δεν έλεες έτσι. Τούτο το καλόγερο ήταν αληθινό προφήτη. Ήρθε και μ’ ευχήθηκε, ορέ, και μούπε ούλα όσα έκαμα, σα να τάχε γραμμένα στο κετάπι. Πω, ένα λησμόνησα να το ρώταγα, κι αν τόχα ζωντανό τώρα να το ρώταγα, έδινα δέκα χιλιάδες τσακούλες. Πω, δεν το έχω...(σύμφωνα με την παράδοση, πιθανόν να αναφέρεται στην προφητεία του αγίου Κοσμά «Και στην Πόλη θα πας, μα με κόκκινα γένια. Αυτή είναι η θέληση της Θείας Πρόνοιας»).... Κι αμέσως έδωσε στους καλόγερους μια χούφτα ρουμπιέδες και τους ζήτησε να ραντίσουν με τις αγιαστούρες τους όλο το σεράι.
Πέρα απ’ αυτά όμως, παραμένει ανεξήγητη η ανοχή που έδειχνε σε κάποιους δερβίσηδες, μυστικόπαθους και κουρελιάρηδες καλόγερους της Οθωμανικής θρησκείας. Και ανεχόταν αδιαμαρτύρητα να μπαινοβγαίνουν απρόσκλητοι στο σεράι του, να ξαπλώνουν στον οντά του, να απαιτούν από τον ίδιο τον Αλή να τους δώσει τον ναργιλέ του να καπνίσουν, να πετούν κάρβουνα πάνω στα χαλιά του, να τον βρίζουν ελεεινά μπροστά στον κόσμο. Να τον φωνάζουν κατάμουτρα γκιαούρη, άπιστε και τόσα ακόμα, και να του ζητούν να τους δώσει ό,τι ο καθένας τους χρειαζόταν.
Και τα δεχόταν όλα αδιαμαρτύρητα και ποτέ του δεν τιμώρησε δερβίση. Απ’ την άλλη, ενώ ήταν εξ αντικειμένου ασελγέστατος, για τους άλλους ήθελε να φαίνεται βράχος και φύλακας ηθικής. Ωστόσο, όταν κάποτε ο Καραϊσκάκης βρήκε τον τρόπο να του δείξει τα γεννητικά του όργανα με μια χορευτική φιγούρα, ο Αλής, αντί να του πάρει το κεφάλι, γέλασε με την ψυχή του και του ζήτησε να το ξανακάνει και δύο και τρεις φορές.
Για την Ομάδα Ιστορικής Έρευνας Αγιάς «Δημήτρης Αγραφιώτης»
Ιωάννης Μανίκας