«Αν ήμουν ένα υγιές εβραιόπουλο, με ύψος ένα μέτρο και εβδομήντα εκατοστά, θα είχα εκτελεστεί με αέριο, όπως εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι Εβραίοι στη χώρα μου. Γι’ αυτό, αν ποτέ αναρωτιόμουν γιατί γεννήθηκα νάνος, η απάντησή μου θα ήταν ότι η αναπηρία μου, η δυσμορφία μου, ήταν ο τρόπος του Θεού να με κρατήσει ζωντανή». Με αυτά τα λόγια η Πέρλα Όβιτζ εξηγεί πώς εκείνη και όλη η οικογένειά της κατόρθωσαν να επιβιώσουν από το κολαστήριο του Άουσβιτς, καθώς διηγείται με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες την ιστορία της οικογένειάς της στους Ισραηλινούς δημοσιογράφους-συγγραφείς Γιεχούντα Κορέν και Εϊλάτ Νεγκέφ. Αυτοί τη μετέφεραν στο βιβλίο «Οι εφτά νάνοι του Άουσβιτς» που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά.
Η οικογένεια Οβιτζ, από το χωριό Ροζαβλέα της Βόρειας Ρουμανίας, ήταν η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη οικογένεια νάνων: Ο νάνος πατέρας Άιζικ, παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε 10 παιδιά, 7 νάνους και 3 κανονικού ύψους. Η Πέρλα, γεννημένη το 1921, ήταν η νεότερη. Σε αυτό το απομακρυσμένο μέρος της Ρουμανίας, που όλοι ζούσαν από τη γη και τις χειρωνακτικές εργασίες, αυτό ήταν σχεδόν αδύνατον για κάποιον που δεν έφτανε το ένα μέτρο ύψος. Οι γονείς Όβιτζ δίκαια ανησυχούσαν για το μέλλον των παιδιών τους. Όμως οι πέντε αδελφές και οι δύο αδελφοί ήταν όμορφοι και ταλαντούχοι και δημιούργησαν τη δεκαετία του ’30 έναν δικό τους θίασο, που ονόμασαν «Λιλιπούτειος Θίασος». Για 15 χρόνια έδιναν παραστάσεις στη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία με μεγάλη επιτυχία. Απέκτησαν φήμη και εμφανίστηκαν ακόμη και ενώπιον του βασιλιά Καρόλου της Ρουμανίας. Το δίωρο σόου τους περιλάμβανε δημοφιλή τραγούδια της εποχής, σκετσάκια και μουσική. Κι ενώ οι νάνοι εμφανίζονταν στη σκηνή, τα ψηλότερα μέλη της οικογένειας Όβιτζ εργάζονταν στα παρασκήνια, ενώ στην οικογενειακή επιχείρηση προστέθηκαν και οι σύζυγοι. Όλοι μαζί αποτέλεσαν το πρώτο συγκρότημα νάνων στην ιστορία του θεάματος. Ζούσαν με αξιοπρέπεια σε ένα μεγάλο σπίτι, δίχως στερήσεις, μέχρι και αυτοκίνητο διέθεταν πριν τον πόλεμο, πράγμα σπάνιο σε μια φτωχή αγροτική περιοχή.
Οι Όβιτζ ήταν αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να ξεφύγουν από τη μιζέρια της γενέτειράς τους. Ωστόσο ο ναζισμός ήδη άπλωνε τα πλοκάμια του στην Ευρώπη και ήξεραν πολύ καλά ότι διέτρεχαν διπλό κίνδυνο: ήταν στον στόχο πρώτον της «Τελικής Λύσης» ως Εβραίοι και δεύτερον του προγράμματος AktionT4 των Ναζί, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να εξολοθρευτούν όλοι οι σωματικά και διανοητικά ανάπηροι, γιατί αποτελούσαν βάρος για την κοινωνία. Για το πρώτο σκέλος του κινδύνου και για να αποφύγουν τη σύλληψή τους κατέστρεψαν ή πλαστογράφησαν όλα τα προσωπικά τους έγγραφα, που έδειχναν την εβραϊκή τους καταγωγή. Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν τίποτα για το δεύτερο. Αντίθετα, συνέχιζαν τις παραστάσεις τους με επιτυχία, ώσπου οι Ναζί τους εντόπισαν σε μια περιοδεία τους στην Ουγγαρία. Τα 7 μικρόσωμα αδέλφια, χωρίς πλέον την παραμικρή πιθανότητα διαφυγής, ακολούθησαν τη μοίρα της φυλής τους, όπως και τόσοι άλλοι φτωχοί και πλούσιοι Εβραίοι. Η αυλαία για τον «Λιλιπούτειο Θίασο» έπεσε βίαια με τη σύλληψή τους και τη μεταφορά τους στο Άουσβιτς.
Στις 19 Μαΐου του 1944, η Πέρλα Όβιτζ και τα αδέλφια της φτάνουν με το τρένο στον «προορισμό» τους και περνούν την πύλη του στρατοπέδου, υπό το έκπληκτο βλέμμα των φρουρών των SS. Με ύψος που δεν ξεπερνούσε αυτό ενός πεντάχρονου παιδιού, οι δύο καλοντυμένοι άντρες και οι πέντε καλοχτενισμένες και μακιγιαρισμένες κυρίες, έμοιαζαν να μην καταλαβαίνουν πως είχαν «αποβιβαστεί» σε ένα από τα στρατόπεδα-κολαστήρια, που είχε στήσει η ναζιστική μηχανή θανάτου του Γ’ Ράιχ, ανά την Ευρώπη. Με τη σωματική τους διάπλαση ήταν ακατάλληλοι για εργασία γι’ αυτό και οδηγούνται απευθείας στους θαλάμους αερίων. Σώζονται όμως την τελευταία στιγμή από έναν από τους πιο μισητούς ανθρώπους αυτού του πολέμου, τον γιατρό Μένγκελε, τον αποκαλούμενο «Άγγελο του Θανάτου», ή «Διάβολο» ή «Δρ. Θάνατο».
Ο 34χρονος γιατρός, που έμεινε στην ιστορία για τα μακάβρια επιστημονικά του πειράματα, δεν έκρυβε τη χαρά του για την άφιξη, στο στρατόπεδο του Άουσβιτς, των 7 νάνων, μαζί με τα κανονικού ύψους αδέλφια τους. Έψαχνε για …πειραματόζωα και αυτά ήταν μπροστά του. Με αυτήν την ιδιόμορφη οικογένεια είχε στα χέρια του τα «αντικείμενα» (γιατί ως τέτοια τους αντιμετώπιζε), που θα τον βοηθούσαν να αποδείξει τη ρατσιστική του θεωρία για τον υποτιθέμενο εκφυλισμό της εβραϊκής φυλής σε ένα λαό νάνων και αναπήρων και από την άλλη θα μπορούσαν να του «δείξουν» τον τρόπο με τον οποίο η Άρια Φυλή δεν θα είχε ποτέ προβλήματα δυσμορφιών ή αναπηριών.
Το ίδιο εκείνο βράδυ που έφτασαν, συνάντησε τα «φρικιά» όπως τους αποκαλούσε και άρχισε να τους υποβάλει ερωτήσεις επίμονες και προσβλητικές. Οι Όβιτζ δεν «έσπασαν». Του απαντούσαν μάλιστα όλοι μαζί, «χορωδιακά», όπως όταν βρίσκονταν στη σκηνή.
Η ζωή των Όβιτζ στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν ένας συνδυασμός κανονικότητας και παραλογισμού, μας λένε οι συγγραφείς. Έμεναν σε ξεχωριστό κατάλυμα, κράτησαν τα ρούχα και τα μαλλιά τους, είχαν καλύτερη μεταχείριση, καθαριότητα και περισσότερο φαγητό. Ο Μένγκελε έκανε τα πάντα για να τους κρατήσει ζωντανούς, αλλά καθημερινά τους υπέβαλε σε εξαντλητικά βασανιστήρια. Τους έκανε ακτινογραφίες, αφαιμάξεις και αφαίρεση νωτιαίου μυελού, σε κάποιους έβγαλε δόντια και νύχια, άλλους τύφλωσε με χημικά και εφάρμοσε επάνω τους επώδυνα πειράματα που εφεύρισκε το διαταραγμένο του μυαλό. Τους χρησιμοποιούσε επίσης για διασκεδαστές, υποχρεώνοντάς τους να δίνουν παραστάσεις ενώπιον αξιωματούχων, για να εισπράξει ο ίδιος τα εύσημα για τα κατορθώματά του. Μάλιστα τους εξευτέλιζε, ξεγυμνώνοντας τα κακοποιημένα από τα πειράματα σώματά τους και παροτρύνοντας τους καλεσμένους του να τους χλευάζουν και να τους αγγίζουν για να διαπιστώσουν αν είναι πραγματικοί άνθρωποι. Οι Όβιτζ, προκειμένου να επιβιώσουν συνεργάζονταν και υπέμεναν αυτό το καθεστώς νοσηρής προστασίας. Η οικογένεια έμεινε ενωμένη, όπως τους είχε ορκίσει η μητέρα τους, Μπάτια Όβιτζ: «Στα καλά και στα δύσκολα, ποτέ μην χωριστείτε. Να είστε ενωμένοι, να φυλάτε ο ένας τον άλλον, να ζείτε ο ένας για τον άλλον».
Τα βασανιστήρια και η φρίκη στη ζωή των αδελφών Όβιτζ τελείωσαν τον Ιανουάριο του 1945, με την απελευθέρωση των κρατουμένων του Άουσβιτς από τον ρωσικό στρατό. Είχαν τελικά καταφέρει να επιζήσουν όλοι, χάρη στο μειονέκτημά τους και την παράνοια του Μένγκελε, αλλά και χάρη στο δέσιμο και την υπομονή τους. Ήταν σπάνιο να επιβιώσει έστω και ένα μέλος μιας οικογένειας στο Άουσβιτς, γι’ αυτό και μοιάζει απίστευτο το ότι επιβίωσαν 12 άτομα της ίδιας οικογένειας. «Σωθήκαμε χάρη στον διάβολο» θα πει μισόν αιώνα μετά η Πέρλα Όβιτζ, παρά τον πόνο και τα τραύματα, ψυχικά και σωματικά, που άφησε πάνω της ο «Δρ. Θάνατος». Οι Όβιτζ περπάτησαν 7 μήνες για να φτάσουν στο χωριό τους. Αν και τους είχαν κλέψει όλα τα υπάρχοντά τους, κατάφεραν να ορθοποδήσουν και να δίνουν παραστάσεις μέχρι το 1949, που μετανάστευσαν στο Ισραήλ, επέστρεψαν στην τέχνη τους και αγόρασαν δικό τους θέατρο το 1955. Η Πέρλα Όβιτζ έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών το 2001. Έκλαψε όταν έμαθε ότι πέθανε ο Μένγκελε, λέει η συγγραφέας του βιβλίου, Εϊλάτ Νεγκέφ. «… Ποτέ δεν μίσησα τον Δρ. Μένγκελε. Θα έπρεπε να τον είχα μισήσει, το ξέρω, γιατί ήταν ένας δολοφόνος, αλλά μας άφησε να ζήσουμε. ‘Όχι ότι μας συμπαθούσε. Μας χρησιμοποίησε για να εκπληρώσει τη φιλοδοξία του να γίνει διάσημος επιστήμονας. Όμως χάρη σε αυτόν είχαμε λίγη ανθρώπινη ελευθερία στο στρατόπεδο… Αν με ρωτούσαν οι δικαστές αν ήθελα να τιμωρηθεί θα έλεγα να τον αφήσουν ελεύθερο. Η ζωή τιμωρεί χειρότερα…».
Από τη Ρίτα Μωυσή
ΠΗΓΗ: «Οι 7 Νάνοι του Άουσβιτς» Koren Yehuda, Negev Eilat, Εκδόσεις Πηγή