Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου
«Η Αυτού Εξοχότης ο καύσων». Όπλο του οι καυτερές ακτίνες του, η φλόγα του τυλίγει δρόμους και σπίτια. Καμίνι οι χώροι της δουλειάς. Το θερμόμετρο σταθερά στους 40. Τα πάντα βουτηγμένα στην αποχαύνωση. Στη διάλυση. Και μήπως το μυαλό δουλεύει; Μπορεί ν` αραδιάσει δύο σωστές φράσεις όταν το «είναι» σου περιδινίζεται γύρω από το ανηλεές καμίνι; «Παίδες εν καμίνω». Μην ψάχνετε τις Άγιες Γραφές. Εδώ είμαστε.
Μια πόλη σε διάλυση. Σπίτια ερμητικά κλεισμένα. Έρμαια των μπουκαδόρων. Οι δρόμοι πυρακτωμένοι Οι περισσότεροι συμπολίτες μας απέδρασαν σε βουνά και θάλασσες. Μείναμε μόνο οι μάρτυρες. Υπόχρεοι φόρου τσουρουφλίσματος. Σακατεμένα γρανάζια μιας δήθεν κρατικής μηχανής. Ερείπια κινούμενα. Δεν περπατάμε. Σερνόμαστε διαλυμένοι. Αποχαυνωμένοι. Αντιπαραγωγικοί. Άνθρωποι που κάποτε γελούσαν, τώρα είναι συνοφρυωμένοι, βλοσυροί, βαρύθυμοι. Εκνευρισμένοι. Έτοιμοι για καυγά. Μυγιάγγιχτοι. Ούφ ζέστη αφόρητη. Ποιος ρωτάει, για Τρόικες, φτώχεια κι ανεργία; Πρώτη ματιά στην «Ελευθερία» για το δελτίο καιρού. Σαν τ` ανακοινωθέντα του πολέμου. Θα νικήσει το βοριαδάκι; Θα ηττηθεί ο καύσων; Θα αναπνεύσουν άνθρωποι και ζωντανά; Πού είσαι Ανανία να δεις τον δικό μας Ναβουχοδονόσορα. Εδώ να δεις καμίνι.
Όλοι καταϊδρωμένοι
μεσ` τον ήλιο περπατούμε
ή στο σπίτι μας κλεισμένοι
σαν μαντρόσκυλα δαρμένοι
με χασμουρητά περνούμε
τη όσο η ζέστη πια πυρώνει
τη όσο καίει η αντηλιά
όλο ένα μεγαλώνει
του Ρωμιού η τεμπελιά.
Στα γραφεία κάπως τα πράγματα ηρεμούν. Το κλιματιστικό, οι ανεμιστήρες, τα παγωμένα νερά... Να τα μικρά μας όπλα, κατά του δυνάστη. Τα μάτια κολλημένα στον υπολογιστή. Ο νους όμως πλανάται στην ποθητή άδεια. Ευλογημένη η ώρα της! Η οθόνη του υπολογιστή, έξαφνα παίρνει άλλη μορφή. Γίνεται βουνό με έλατα και πηγές. Δροσιά κι απόλαυση στο γαλάζιο κύμα. Γίνεται τόπος εξοχής. Ταβερνάκι με μαρίδα και ουζάκι. Νήδυμος ύπνος, αδιατάρακτος. Αΐδρωτος. Δίχως εφιάλτες, εμπρησμούς, φλόγες και ασφυκτικό Άστυ. Γίνεται παράδεισος. Ως τη στιγμή που κτυπά το τηλέφωνο. Εμπρός...
Αυτός μου έλειπε. Ο φίλος μου, ο βασανιστής. Ο χαιρέκακος. «Κωστάκη μου πήρα να σ` αποχαιρετήσω. Φεύγω γεια». Για πού με το καλό; «Πάω στο βουνό για να περάσει η μπόρα και μετά θα ροβολήσω για τα νησιά». Το ξέρει καλά ο ερίφης, σε ποια κατάσταση βρίσκομαι. Κολλημένος στην υπηρεσιακή καρέκλα. Κι όμως με βασανίζει. Θυμίζει το δράμα μου. Χαρά του η οδύνη μου. Ευχαρίστησή του το ξηροψήσιμό μου.
Κι εγώ μένω μόνος. Καιόμενος ως η βάτος εν ερήμω. Βασανισμένοι οι εργαζόμενοι. Μάρτυρες των πύρινων βελών. Ετούτο όμως το λιοπύρι είναι αβάσταγο. Δεν υποφέρεται. Ούφ ζέστη αφόρητη. Ουρές στη στάση των λεωφορείων. Ντάλα μεσημέρι. Ώρα δύο και κάτι. Οι πύλες των φυλακισμένων ανοίγουν. Οι έγκλειστοι των γραφείων αποδράμουν. Οι ακτίνες όμως τούτη την ώρα, πυρακτωμένες σαϊτεύουν αλύπητα τα παραλυμένα κορμιά. Πού βρίσκεται τόσος ιδρώτας; Πουκάμισο, πανταλόνι όλα μούσκεμα. Με το ένα χέρι κρατώ μια σακούλα αναψυκτικά. Με το άλλο μια εφημερίδα πάνω στο κεφάλι μου, για υποτυπώδη σκιά. Με ποιό χέρι να σκουπίσω τον ιδρώτα, που με λούζει; Κάποτε λοιπόν φθάνει το ρημάδι. Ανοίγουν οι πόρτες του εν ριπή οφθαλμού. Θέσεις καθημένων και ορθίων κατειλημμένες. Και τότε «έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν». Πατείς με, πατώ σε. Πόσα παρατράγουδα ηθελημένα ή αθέλητα έγιναν σε παρόμοιες στιγμές; Προκλητικές, ηλιοκαμένες πλάτες και θεσπέσια ντεκολτέ. Εδώ ο διάβολος γελά με τα καμώματα των ταλαιπωρημένων υπηκόων του. «Ένα βήμα μπροστά παρακαλώ» συνιστά ο οδηγός. Κι άλλο βήμα; Γίναμε σάντουιτς. Ακριβώς μπροστά μου μια ευειδής κυρία, που καταβάλλω μεγάλη φροντίδα να μην την αγγίξω. Ώρα να κατηγορηθώ και ως εφαψίας! Να γίνω δηλ. ήρως σκανδάλου. Πίσω μου κολλητός ένας χυμώδης κορίτσαρος. Αμαρτάνει και Άγιο. Σε κάθε φρενάρισμα του λεωφορείου προκαλούνται κλυδωνισμοί επικίνδυνοι. Στιγμές δύσκολες, που σε κάνουν να δυσφορείς, «Κύριε των δυνάμεων. Και μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν...» Αλλά πώς να τον αποφύγεις τον πειρασμό, όταν μπροστά και πίσω ορθώνεται θρασύς και προκλητικός;
«Ένα βήμα παρακαλώ πιο μπρος...» πάλι η φωνή του οδηγού. Ε!! όχι δα. Αρκετά πια. Με τον πόνο μας παίζει; Επιτέλους ανοίγει η πόρτα. Είναι η δική μου στάση. Κατεβαίνω με τεντωμένα νεύρα, αλλά και συναισθήματα ανάκατα, παρά την αποχαύνωση, που μου προκαλεί ο καύσωνας. Τελευταία κουράγια. Όσο να διαβώ τη σκάλα του σπιτιού μου. Μπαίνω μέσα και μια κραυγή ανακούφισης ηχεί σ` όλο το χώρο. Σωριάζομαι στον καναπέ. Οι δικοί μου λείπουν. Όλη η άπλα δική μου. Μη θαρρείτε όμως, πως εδώ είναι παράδεισος. Εδώ θα εγκλωβιστώ ως το βράδυ, ώσπου να τολμήσω να ξεπορτίσω για λίγη δροσιά στο «Φρούριο». Και φυσικά με εσώψυχη ευχή. Να αποδράμει ο τύραννος το ταχύτερον. Αμήν.