Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
Σε ποια εποχή ζούμε ακριβώς;
Στο 2014; Και αν «ναι», πέρα από αυτά που λέμε και υποστηρίζουμε για το θεαθήναι, γιατί είναι κοινωνικά ή πολιτικά ορθά. Γιατί υποτίθεται ότι είναι ευρέως αποδεκτά. Γιατί αυτό επιβάλλει η «συνήθεια των πολλών». Γιατί αυτός εν πάση περιπτώσει είναι ο εύκολος δρόμος για να υπάρχει κανείς, χωρίς να λέει διαφορετικά πράγματα, χωρίς να προκαλεί επειδή είναι «διαφορετικός» και χωρίς να δυσκολεύει τη ζωή του, εφόσον δεν μπορεί να σταθεί πίσω από τα «πιστεύω» του ή την όποια διαφορετικότητάα του.
Πέρα από όλα αυτά, πού στεκόμαστε πραγματικά ως κοινωνία;
Η παραπάνω εισαγωγή θα μπορούσε να «ταιριάζει» σε μία ποικιλία ζητημάτων.
Και ταιριάζει όντως. Όμως, η αφορμή είναι μία και συγκεκριμένη. Μέσα στον γενικό χαμό της τρόικας και της διαπραγμάτευσης, της νέας δόσης και των παζαριών για την απομείωση του χρέους, των πολιτικών παιχνιδιών των κομμάτων για τη «μικρή ΔΕΗ», της σύλληψης του περιβόητου Μαζιώτη, μέσα σε όλα αυτά συνέβη κάτι απλό που αφορά ένα παιδί μόνον. Ένα γεγονός που το «είδαν» αυτοί μόνον που έκαναν τον κόπο να σταθούν, να αναρωτηθούν, να κινητοποιηθούν.
Εποχή εξετάσεων για τα ΑΕΙ.
Πολλά παιδιά αγωνίστηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, διάβασαν, επένδυσαν τα όνειρά τους, χάρηκαν, απογοητεύτηκαν, δίνοντας εξετάσεις για μία θέση σε ένα ανώτερο ή ανώτατο ίδρυμα. Πολλοί γονείς πίσω από αυτά τα παιδιά καρδιοχτύπησαν μαζί τους, γεύτηκαν την αγωνία τους σε υπέρτατο βαθμό, άδειασαν τις τσέπες τους, για να στηρίξουν τα βλαστάρια τους και τα όνειρά τους. Χάρηκαν, λυπήθηκαν.
Όλα αυτά σε ποια εποχή;
Στην εποχή που το να μπει ένα παιδί σε ένα ΑΕΙ η ΤΕΙ μπορεί να του εξασφαλίζει μία ακαδημαϊκή μόρφωση (ας μην μπούμε τώρα σε λεπτομέρειες για το επίπεδο των ελληνικών πανεπιστημίων ούτε για τον τρόπο που λειτουργούν) αλλά, σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει το εργασιακό τους μέλλον σε μία Ελλάδα όπου η ανεργία «θερίζει» κυριολεκτικώς και τα πρώτα της «θύματα» είναι οι νέοι. Ωστόσο ο καθένας έχει δικαίωμα και στο όνειρο και στην ελπίδα ότι... στη δική του περίπτωση τα πράγματα θα εξελιχτούν διαφορετικά. Ότι θα αποκτήσει όσο περισσότερα «εφόδια» μπορεί με μεταπτυχιακά και εξειδικεύσεις και ότι θα βρει τον τρόπο εν τέλει να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Σε τελευταία ανάλυση αν όχι στην Ελλάδα, κάπου άλλου.
Μέσα σε όλα αυτά τα παιδιά λοιπόν υπάρχει και ένα «ξεχωριστό».
Ένας αριστούχος τελειόφοιτος τυφλός μαθητής ο Αργύρης Κουμτζής, του 1ου Λυκείου Πευκών Θεσσαλονίκης.
«Ξεχωριστός» όχι γιατί έχει μία φυσική αναπηρία, αλλά γιατί παρά τη φυσική του αναπηρία είναι ένας άριστος μαθητής και όπως κάθε παιδί στην ηλικία του έχει δικαίωμα στη γνώση και το όνειρο και η Πολιτεία έχει την υποχρέωση να διασφαλίσει αυτά του τα δικαιώματα.
Αυτό το παιδί όμως αποτελεί «πρόβλημα» για το ΑΠΘ το οποίο δεν το δέχεται ακριβώς λόγω της φυσικής του αναπηρίας.
Το παιδί έχει αποκλειστεί από το τμήμα Φυσικής του ΑΠΘ γιατί ο Εσωτερικός Κανονισμός της Σχολής Φυσικών Επιστημών του Αριστοτελείου, δεν δέχεται ως φοιτητές άτομα με κινητική αναπηρία στα δύο άνω άκρα ή προβλήματα όρασης. Τα αντίστοιχα τμήματα των Πανεπιστημίων της Αθήνας και των Ιωαννίνων όμως δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα και η εισαγωγή για τους φοιτητές με προβλήματα όρασης είναι απρόσκοπτη.
Ωστόσο για τον Αργύρη το να φοιτήσει σε ένα από τα δύο πανεπιστήμια τα οποία είναι... δεκτικά στην πάθησή του δεν υφίσταται ως επιλογή γιατί προέρχεται από μία πενταμελή οικογένεια περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας, τα τέσσερα μέλη της οποίας επίσης αντιμετωπίζουν προβλήματα όρασης.
Και αυτό το γεγονός τον καθιστά διπλά αξιέπαινο και για τις επιδόσεις του και για το αυτονόητο δικαίωμά του να θέλει να προχωρήσει παραπέρα.
Αντί λοιπόν αυτό το αξιέπαινο από κάθε άποψη παιδί να βρει την πόρτα ανοιχτή στο ΑΠΘ τη βρίσκει ερμητικά κλειστή.
Και έπρεπε να κινητοποιηθούν τοπικοί φορείς, σύλλογοι και να ζητήσουν ακόμη και την παρέμβαση του υπουργού Παιδείας, προκειμένου να δώσει το πρόσταγμα «άρατε πύλας» στο ΑΠΘ και να δεχτεί τον Αργύρη. Και τελικά η «περιπέτειά» του να έχει αίσιο τέλος αφού μετά από τόσο θόρυβο το «Αριστοτέλειο» τον έκανε δεκτό με συνοδό.
Έπρεπε να προηγηθεί όλο αυτό;
Πόσο πιο ισχυρός μπορεί να είναι ένας «εσωτερικός κανονισμός»-που έτσι κι αλλιώς στα ελληνικά πανεπιστήμια καταπατώνται σωρηδόν με ποικίλες αφορμές από διδάσκοντες και διδασκομένους όπως η κατά καιρούς επικαιρότητα μας έχει «διδάξει»-από το προφανές; Από την υποχρέωσή του, αν όχι την ικανοποίησή του να έχει ένα τέτοιο ξεχωριστό παιδί ως φοιτητή του; Πόσο;