να οδηγήσει σε δυσάρεστες καταστάσεις. Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες είναι αναγκαίες όχι μόνο για να αποφασίσουμε μέτρα που θα επαναφέρουν την εμπιστοσύνη στις μεταξύ μας σχέσεις, αλλά και για να αρχίσει διάλογος επί των διαφορών. Η παρέλκυση του ζητήματος αυτού θα περιπλέξει περισσότερο τα προβλήματα του καθορισμού υφαλοκρηπίδας και ανεξάρτητων οικονομικών ζωνών (ΑΟΖ), αλλά και του κυπριακού. Προβλήματα που «καρκινοβατούν» για πολλά χρόνια.
Μία ακτίνα φωτός εμφανίστηκε το 2017 στο Κραν Μοντάνα για τη λύση του Κυπριακού, αλλά οι φόβοι στην Κύπρο και την Τουρκία ακύρωσαν μια συμφωνία σε προχωρημένο στάδιο που υιοθετούσε την εθνική θέση για την κρατική υπόσταση της Κύπρου χωρίς εγγυήτριες δυνάμεις. Η ελληνική κυβέρνηση του 2017 εργάστηκε ιδιαίτερα να μην υπάρξουν στη συμφωνία εγγυήσεις, πράγμα που αποτελεί μεγάλη επιτυχία και σήμερα παρά τον τορπιλισμό της συμφωνίας. Η Τουρκία χρησιμοποιώντας τη θέση της ως εγγυήτρια δύναμη στην Κύπρο αμφισβητεί τη δικαιοδοσία της κυπριακής κυβέρνησης στη διαχείριση της ΑΟΖ της Κύπρου και την αξιοποίηση των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου με το πρόσχημα της υπεράσπισης των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων, παρά την αναγνώρισή τους από την κυβέρνηση της Κύπρου. Υπερβαίνοντας με αυτόν τον τρόπο, καταχρηστικά, την αρμοδιότητά της έκανε έρευνες για υποθαλάσσια κοιτάσματα σε αδειοδοτημένα οικόπεδα της Κύπρου, παραβιάζοντας τη διεθνή νομιμότητα. Το κυπριακό σήμερα είναι σε μια δίνη που απομακρύνει τη συμφωνία για βιώσιμη λύση. Οι εθνικισμοί που αναπτύσσονται στις δύο κοινότητες δεν είναι καλός σύμβουλος. Η σημερινή συγκυρία στο κυπριακό δημιουργεί εμπόδια και στον διάλογο για την επίλυση των διαφορών της ελληνικής δημοκρατίας με το τουρκικό κράτος. Το αδιέξοδο στο κυπριακό με τη ματαίωση της συμφωνίας στο Κραν Μοντάνα δημιούργησε περιθώρια για παράνομη δράση της Τουρκίας στην Κύπρο με το αζημίωτο. Δεν υποτιμώ βέβαια την καταγγελία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε βάρος της Τουρκίας για τα γεγονότα στην Κύπρο.
Συμφωνία δεν έχει υπάρξει μεταξύ των δύο χωρών ούτε για τον καθορισμό ΑΟΖ ούτε για την υφαλοκρηπίδα. Σε μια περίοδο που πιστοποιήθηκε η ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Αιγαίο και αναγνωρίστηκε η οικονομική σκοπιμότητα να επιχειρηθεί η άντλησή τους, ο Ερντογάν ανέλαβε δράση για τη δημιουργία τετελεσμένων. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει συμφωνία για τον καθορισμό ΑΟΖ των δύο χωρών άφηνε μεγάλα περιθώρια. Οι αξιώσεις του αποτελούσαν θέμα της καθημερινής ατζέντας για όλους τους κυβερνητικούς παράγοντες της Τουρκίας. Το τουρκολιβυκό σύμφωνο και οι έρευνες που διεξάγει το Ούρουτς Ρέις, αποτελούν εκφράσεις της πίεσης που ασκούν οι γείτονές μας για την προώθηση των συμφερόντων τους, όπως οι ίδιοι τα εκτιμούν, στο «υπό ρύθμιση» ζήτημα των ΑΟΖ. Ζητούνται, ως εκ τούτου, προσεγγίσεις του ζητήματος αυτού και διπλωματική εκκίνηση της διαδικασίας των συζητήσεων. Χωρίς αμφιβολία, η Τουρκία με πρόεδρο τον Ερντογάν στοχεύει στην οικονομική συνεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών στο Αιγαίο. Διατείνονται ότι έχουν δικαιώματα στη θάλασσα γιατί είναι μεγάλη χώρα σε πληθυσμό και έκταση και με 600 χιλιόμετρα ακτογραμμής. Η συμπερίληψη στην επιχειρηματολογία τους της στρατιωτικοποίησης των νησιών «κατά παράβασιν» της Συνθήκης της Λωζάννης γίνεται για να την αξιοποιήσουν προκειμένου να μην ισχύσει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας που αναγνωρίζει ότι τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ. Στη βάση αυτή οικοδομούνται με συνέπεια τα εθνικά τους δίκαια, η υπεράσπισή τους, αλλά και οι καταχρηστικές αξιώσεις, σε συνδυασμό με τις παράτυπες δράσεις τους στο Αιγαίο. Ούτε το τουρκολιβυκό σύμφωνο, ούτε οι έρευνες του «Ούρουτς Ρέις» αποτελούν πραγματική στόχευση που μπορεί να τελεσφορήσει, παρά μόνο αποπροσανατολισμό από τις πραγματικές διαθέσεις των ιθυνόντων της Τουρκίας. Το σύμφωνο περιέχει ασύμμετρες υπερβολές που παραβιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στη θαλάσσια περιοχή της Κρήτης. Ο κ. Ερντογάν συνειδητά προκαλεί με την ελπίδα ότι στη χώρα μας θα υπάρξει «ευήκοον ους» στις αξιώσεις του. Άλλωστε γνωρίζει καλά ότι τόσο εχθρικές ενέργειες ενάντια στη χώρα μας δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές. Επιπρόσθετα, οι σεισμικές έρευνες του «Ούρουτς Ρέις» σε ύδατα (εν δυνάμει χωρικά για την Ελλάδα) που δεν έχουν επίσημα ορισθεί ως χωρικά μας, ενώ δεν παραβιάζουν κυριαρχικό δικαίωμα, καταστρατηγούνται στην πράξη, με πρόθεση, κανόνες συνύπαρξης γειτόνων και απειλούνται τα εθνικά δίκαια της χώρας μας. Συμπερασματικά, καλλιεργείται πολεμικό κλίμα με τις ενέργειες αυτές χωρίς πρόκληση από τη μεριά της χώρας μας.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, πιστεύω χωρίς συνολικό σχεδιασμό, αντέδρασε σπασμωδικά. Το θετικό στην υπόθεση αποτελούσε η γρήγορη μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδας - Αιγύπτου που στην πράξη ακύρωνε την όποια δικαιοπραξία στη θάλασσα είχε παρήξει το τουρκολιβυκό σύμφωνο. Άλλωστε το σύμφωνο αυτό δεν ήταν συμβατό με το δίκαιο της θάλασσας. Οι υπόλοιπες ενέργειες ελέγχονται ως προς την ορθότητά τους. Η πολιτική του κατευνασμού που αποφάσισε αρχικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν βαθιά λαθεμένη διότι τροφοδότησε την ασύδοτη δράση του προέδρου της Τουρκίας, αφού ερμηνεύτηκε από τον ίδιο ως αδυναμία της χώρας μας να εμποδίσει τις αξιώσεις του. Την ερμηνεία αυτή επαλήθευσαν δηλώσεις ηγετικών στελεχών της κυβέρνησης Μητσοτάκη ότι παρέσυρε το πλοίο ο αέρας κατά τη διάρκεια των ερευνών κ.λπ. Ο επικοινωνιακός θόρυβος που ακολούθησε από τους ίδιους κύκλους με υπερβολές για τις ενέργειες της Τουρκίας όχι μόνο δεν ήρε τις εντυπώσεις της πολιτικής κατευνασμού, αλλά επιβάρυνε επιπλέον το ήδη τοξικό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες λύση των προβλημάτων δεν μπορούσε να υπάρχει στον ορίζοντα. Η ελληνική κυβέρνηση διέκοψε κάθε διαπραγμάτευση τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στους κόλπους της Ε.Ε. και όχι μόνο, ενισχύοντας την άποψη ότι τα προβλήματα μπορούν να λυθούν μόνο από τους ίδιους μέσω διαλόγου. Από τα χείλη των μεγάλων θα ακούγεται συχνότερα η παραίνεση «βρείτε τα». Αδιάψευστος μάρτυρας είναι η διάψευση των προσδοκιών του κ. Μητσοτάκη ότι η σύνοδος κορυφής της Ε.Ε. θα αποφάσιζε να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία για παράτυπες ενέργειές της σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων κράτους - μέλους της Ε.Ε. Απεδείχθη ότι αποτελούσε φρούδα ελπίδα του κ. Μητσοτάκη ότι θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλάβει για λογαριασμό της χώρας μας να επιλύσει τις διαφορές μας με την Τουρκία. Ο πρωθυπουργός δεν ανέγνωσε σωστά τις διαθέσεις των εταίρων μας στην Ε.Ε. Απέτυχε και δεν είχε το θάρρος να το παραδεχθεί.
Οι εξελίξεις πιστοποίησαν για άλλη μία φορά ότι οι διαφορές με τους γείτονες επιλύονται από τους ίδιους. Αυτό έγινε με επιτυχία με την προώθηση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία είναι πολύ πιο δύσκολη διπλωματική υπόθεση για πολλούς λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν. Το βέβαιο είναι ότι είναι αναγκαίο να αναληφθεί η πρωτοβουλία με απόφαση - συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας, είναι καιρός να συμφωνήσουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις να ξεκινήσει η διαδικασία στην προοπτική ν' ανοίξει διάλογος για τα φλέγοντα ζητήματα με τους γείτονες χωρίς προκαταλήψεις, εθνικιστικές μεγαληγορίες και μαξιμαλιστικές αξιώσεις, με στόχο μια συμφωνία ανάλογη με τη συμφωνία των Πρεσπών, με δούναι και λαβείν. Στη σημερινή συγκυρία προκρίνεται ασφαλώς ο διάλογος έναντι του όποιου εξοπλιστικού προγράμματος.
ΥΓ1. Η αντιστροφή του πολεμικού κλίματος απαιτεί γενναιότητα και ειλικρινή διάθεση για να βάλει τέλος στις ακραίες φωνές. Ατού για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος αποτελεί η αίσθηση της κοινής γνώμης και στα δύο κράτη ότι η αντιπαλότητα αντιστρατεύεται την οικονομική ανάκαμψη των δύο χωρών συντηρώντας την οικονομική τους αιμορραγία.
ΥΓ2. Ο φόβος ότι μπορούν να γίνουν χειρότερα τα πράγματα δεν ισχύει. Δεν χάνεται τίποτα στις διπλωματικές συζητήσεις. Άλλες επιλογές έχουν ρίσκο.
Από τον Στέλιο Σαΐτη*
* Ο Στέλιος Σαΐτης είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός, μέλος του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία Λάρισας